Τα σκυριανά γλέντια κρατούν, όσο λίγα στην Ελλάδα, την παράδοση των αρχαίων χρόνων ζωντανή. Μέσα από τοπικές γιορτές και έθιμα, οι παλιοί σκοποί αναβιώνουν συγκινητικά και πανηγυρικά, ενώ μερικοί νέοι δεξιοτέχνες κρατούν τον πήχη της τέχνης τους ψηλά.
«Της ελιάς, της ελιάς τα φυλλαράκια
Θα τα κάνω φορεσιά, αμάν, αμάν!»
Η Σκύρος βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαρακτηριστική θέση στο κέντρο του Αιγαίου, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης. Η γεωγραφική της θέση και οι θαλάσσιες οδοί την συνέδεσαν ιστορικά με την Κωνσταντινούπολη και την Προποντίδα, με τα μικρασιατικά παράλια αλλά και με τη γειτονική Εύβοια, γεγονός που διαμόρφωσε την προσωπικότητά της σε όλα τα επίπεδα και φυσικά στη μουσική.
Η σκυριανή μουσική, με ρίζες στη βυζαντινή παράδοση, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας του νησιού. Ποικιλία σκοπών και τραγουδιών καλύπτει ολόκληρο τον κύκλο του έτους και της ζωής, από τις γιορτές και τις εποχικές εκδηλώσεις μέχρι τους λεγόμενους «οικογενειακούς» σκοπούς, που συνδέονται με συγκεκριμένες οικογένειες και τις δικές τους παραδόσεις. Η Σκύρος έχει τα δικά της νανουρίσματα, κανατσίσματα (ταχταρίσματα), παιδικά τραγούδια, παινέματα του αρραβώνα και του γάμου, μοιρολόγια και διάφορα άλλα τραγούδια της καθημερινότητας. Καθετί εδώ, σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο, μοιάζει να μπορεί να χορευτεί και να τραγουδηθεί.
Παραδοσιακά, οι ανοιχτόκαρδοι Σκυριανοί συγκεντρώνονταν σε γλέντια που διαρκούσαν αρκετά μερόνυχτα, όπου το τραγούδι, το φαγητό και το ποτό κυριαρχούσαν. Τα παλαιότερα μουσικά όργανα ήταν η λύρα, το λαούτο και το κλαρίνο, ενώ στις μέρες μας το βιολί έχει σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει τη λύρα. Οι οργανοπαίκτες ήταν συνήθως ερασιτέχνες, απασχολούμενοι σε άλλους τομείς της καθημερινής ζωής.
Μέχρι σήμερα, πολλοί είναι οι Σκυριανοί μουσικοί που εργάζονται σε άλλες τέχνες -χειρώνακτες, μάστορες, βοσκοί κ.ά.- αλλά παίζουν με μεράκι τα όργανα και προσδίδουν στα γλέντια του τόπου τους μια αυθεντική διάσταση. Η μουσική είναι υφασμένη στον ιστό του νησιού, αδιαχώριστο κομμάτι της ζωής και της φυσιογνωμίας του, και δεν χωρούν στην έκφρασή της διαχωρισμοί ανάμεσα σε επαγγελματίες και ερασιτέχνες.
Οι ηλικιωμένοι άνοιγαν και εξακολουθούν να ανοίγουν τα γλέντια με τους χαρακτηριστικούς σκυριανούς «χαβάδες», αργά, μελισματικά τραγούδια του τραπεζιού, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Με έντονες επιρροές από το βυζαντινό μέλος, οι χαβάδες απαιτούν μεγάλη φωνητική δεξιοτεχνία και είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί. Τα ρεφρέν κάθε χαβά (τραγουδιού) ονομάζονται «πούντοι» στη σκυριανή ντοπιολαλιά.
Αν και η νεότερη γενιά δεν είναι πλέον τόσο εξοικειωμένη με αυτούς τους σκοπούς όσο οι παλαιότεροι, η σκυριανή μουσική διατηρείται ζωντανή μέσα από τοπικές εκδηλώσεις και οργανωμένες προσπάθειες αναβίωσης.
Στο βιβλίο της «Τραγούδια και έθιμα της Σκύρου», η Σκυριανή Αλίκη Λάμπρου -που προβάλλει το σκυριανό τραγούδι με πάθος εδώ και 44 χρόνια- έχει συγκεντρώσει όλους τους σκοπούς ταξινομημένους κατά κατηγορίες, καταγεγραμμένους από πολλούς τραγουδιστές. Ανάλογα με το πόσο άντεξε ένα τραγούδι στον χρόνο, διαμορφώνονται και οι στίχοι, όπως και οι διαφορετικές ερμηνείες των τραγουδιστών, μαζί με τα σχετικά έθιμα που τα συνοδεύουν.
«Θα προσπαθήσω να σας σιργιανίσω», γράφει η συγγραφέας-λαογράφος, «σε μια Σκύρο μερακλωμένη. Τότε που τα Σαββατοκύριακα βούιζαν οι καφενέδες απ’ τα τραγούδια, τότε που σ’ όλα τα σπίτια γλεντούσαν τις Απόκριες κι αντιλαλούσαν την Πρωτομαγιά οι δροσερές ρεματιές, τα περβόλια και οι μάντρες με τον σκοπό του Μάη».
Η σπάνια αυτή έκδοση συνοδεύεται από τέσσερα CD με 182 δείγματα μελωδιών και προλογίζεται από τον Πέτρο Φαραντάκη, συνεργάτη σε πρόγραμμα ερευνών του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών.
Η Αποκριά και το σκυριανό Τριώδι
Στη Σκύρο, οι Απόκριες είναι ξεχωριστές από πολλές απόψεις. Όπως και αλλού στην Ελλάδα, οι εορτασμοί συνοδεύονται από κρεοφαγία, μακαρονοφαγία και άφθονο κρασί, όμως η σκυριανή αποκριά διακρίνεται για τον μυστηριακό της χαρακτήρα και τη μαζική συμμετοχή των κατοίκων. Ιδιαίτεροι σκοποί και τραγούδια ακούγονται αποκλειστικά αυτές τις μέρες, με πιο γνωστά εκείνα της Κορέλας.
Η σκυριανή Κορέλα αποτελεί μία από τις τρεις βασικές φιγούρες του σκυριανού καρναβαλιού, μαζί με τον Γέρο και τον Φράγκο. Πρόκειται για άνδρα μεταμφιεσμένο με την παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία της Σκύρου: φούστα, μεσοφόρι, ποδιά, πουκάμισο, ζώνη και μαντήλι στο κεφάλι, στολισμένο με ψεύτικες πλεξούδες. Η Κορέλα χορεύει και τραγουδά, συχνά κρατώντας μαντίλι και συνοδεύοντας τον Γέρο στους δρόμους του νησιού.
Τα τραγούδια της σκυριανής Αποκριάς είναι βαθιά συνδεδεμένα με την αρχαία ποιμενική παράδοση του νησιού και τραγουδιούνται από την Κορέλα προς τον Γέρο την ώρα που εκείνος ξεκουράζεται, αλλά και στα γλέντια και τα τραπέζια που διαρκούν ημέρες. Οι στίχοι είναι ερωτικοί, υμνούν την ομορφιά και τις χάρες των Σκυριανών τσοπάνηδων.
Ενώ στη δημοτική ελληνική παράδοση είναι σύνηθες ένας άνδρας να απευθύνει σε μια κοπέλα την ερωτική του εξομολόγηση, απαριθμώντας τις χάρες της και περιγράφοντας τον έρωτά του, εδώ, στη Σκύρο, η γυναίκα -η Κορέλα- είναι εκείνη που υμνεί τον άντρα, τον κορτάρει μέσα από το τραγούδι της.
Να ένα χαρακτηριστικό τραγούδι της Αποκριάς:
«Τσοπάνη μου όταν έρχεσαι
απ’ το βουνό δρωμένες
τσ’ από τους κάμπους δροσερές
σαν άτζελες γραμμένες.
Βάλτε να, βάλτενα μαρέ,
το μεντενέ σου αναριχτέ.
Νάμονα στσυλολίταρο
νάμον λαονικό σου
τσ’ ένα μαντήλι γερανιό
δεμένο στο λαιμό σου.
Έλα μαρέ στις Κορατσές
τσ’ αγνάντεψε τις Κροτσανές.
Χαρείτε να χαρίσουμε
τσ’ ο Θιός, τσ’ ο Θιός
το ξέρει αν ζήσωμε. (…)»
Οι στίχοι είναι έργο ανώνυμου ή ανωνύμων δημιουργών, όπως συμβαίνει με όλα τα δημοτικά τραγούδια. Τραγουδιούνται απαράλλαχτοι σε όλον τον 20ό αιώνα, συνδέοντας το σκυριανό καρναβάλι με τον αρχέγονο γάμο του τράγου και θεού Πάνα με τη νύμφη. Η Καθαρά Δευτέρα σφραγίζει το Τριώδιο και ακολουθεί το ξέφρενο γλέντι της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, αποτελώντας το αποκορύφωμα και το πανηγυρικό κλείσιμο της περιόδου. Το «Τριώδι», όπως το αποκαλούν οι Σκυριανοί, είναι μια τρισυπόστατη, παλλαϊκή γιορτή με ρίζες στην αρχαία λατρεία του Κρόνου, συγγενής με τα Κρόνια και τα Σατουρνάλια. Η λέξη «Τριώδι» ή «Τριώδιον», αν και επισήμως ετυμολογείται από τις τρεις ωδές, ηχητικά παραπέμπει στο «τραώδιο» (τραγώδιο, τραγούδι) και, κατ’ επέκταση, στην τραγωδία.
Η Καθαρά Δευτέρα, ως επισφράγιση του Τριωδίου, θεωρείται κάτι σαν εθνική γιορτή για τους Σκυριανούς. Μικροί και μεγάλοι εκείνη την ημέρα ξεχύνονται στην Αγορά, με τελικό προορισμό την πλατεία της Πόλης, συχνά φορώντας τις παραδοσιακές φορεσιές του τόπου τους. Οι ντόπιοι χορεύουν μυσταγωγικά στους δρόμους τους σκοπούς της Καθαροδευτέρας, χαρίζοντας σε κάθε ξένο ή επισκέπτη ένα θέαμα και ένα άκουσμα που δύσκολα θα ξεχάσει.
Οι οργανοπαίχτες και η ιδιαίτερη περίπτωση του δεξιοτέχνη Νίκου Σκαφίδα
Η Σκύρος έχει να περηφανεύεται για τους βιολάρηδες, τους λαουτιέρηδες και τους κλαρινοπαίχτες της. Ξακουστοί λαουτιέρηδες του τόπου, ανάμεσα σε άλλους, είναι ο σαμαράς Δημήτρης Βουλγαρίδης, ο τσαγκάρης Στεφανής Σταμέλος, ο Μήτσος Ευγενικός, ο Γιάννης Βαρσαμής και ο Φίλιππος Αντωνίου. Κλαρίνο παίζουν, μεταξύ άλλων, ο εργολάβος Γιάννης Φεργάδης, ο ασβεστάς Μιχάλης Βολιώτης, ο ψαράς Θοδωρής Ευσταθίου, ο Γιάννης Μαντζουράνης και ο χτίστης Γιάννης Βγενικός. Στα κορυφαία βιολιά συγκαταλέγονται ο χτίστης Γιάννης Κολλιόπουλος, ο Γιάννης Φεργάδης (Γαρέφαλος), ο αγρότης Γιώργης Βεναρδής ή Γιαννικάκης, ο τσαγκάρης Τάκος του Θοδωρή, ο κουρέας Γιάννης Μπονάτσος και ο Νίκος Σκαφίδας.
Ο Νίκος Σκαφίδας έχει ταξιδέψει τη μουσική της Σκύρου σε όλη την Ελλάδα. Με ρίζες από τη μητέρα του στο νησί, ξεκίνησε από μικρός τη διαδρομή του στη μουσική, σπουδάζοντας κλασικό βιολί, ενώ παράλληλα φοίτησε στη Βιοχημεία στο Μόναχο – επιστήμη που τελικά άφησε πίσω του για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική. Το μουσικό σχήμα με το οποίο εμφανίζεται συνδυάζει βιολί και λαούτο, με ρεπερτόριο που περιλαμβάνει αυθεντική σκυριανή μουσική: κυρίως καθιστικά τραγούδια της τάβλας, αλλά και χορευτικά κομμάτια όπως μπάλους και συρτούς, σε ένα ύφος που παντρεύει το κλασικό νησιώτικο με τις ιδιαιτερότητες του τόπου.
Το καλοκαίρι, ο Νικόλας παίζει σε πανηγύρια και αγαπημένα στέκια του νησιού, όπως στο πανηγύρι του Αγίου Ερμολάου (25 Ιουλίου), του Αγίου Παντελεήμονα (26 Ιουλίου) και του Αγίου Μάμα (1 Σεπτεμβρίου), αλλά και σε χώρους όπως το «Καφενείο Μακεδονία» στη Χώρα, οι «Ιστορίες του Μπάρμπα» στα Μαγαζιά και το «Αιγαιορίς» στον δρόμο προς τους Ασπούς.
Τον χειμώνα, διδάσκει στα παιδιά του Πολιτιστικού Συλλόγου «Ανεμόεσσα», μεταλαμπαδεύοντας την αγάπη και τη βαθιά γνώση του για τη σκυριανή μουσική, ενώ πραγματοποιεί και σπάνιες πλέον, αλλά πάντα αξέχαστες εμφανίσεις στην ταβέρνα «Πειναλέων» στη Νεάπολη Εξαρχείων, του Χιώτη Μακάριου Αβδελιώδη. Έχει επίσης κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Να ’μουν μαντήλι γερανιό», μια αυθεντική ηχογράφηση της σκυριανής παράδοσης, το οποίο μπορεί κανείς να βρει στην Κάβα Νικολάου, στο Καφέ Τζόγια και στο Καλλιτεχνικόν μπαρ στη Σκύρο.
*Πολύτιμες πηγές για το συγκεκριμένο κείμενο στάθηκαν:
Το καλά ενημερωμένο για τον σκυριανό πολιτισμό μπλογκ https://www.anemoessaskyros.com/
Το βιβλίο «Τραγούδια και έθιμα της Σκύρου» της Αλίκης Λάμπρου
Το επεισόδιο ‘’Μουσικό Οδοιπορικό στην Σκύρο’’ της εκπομπής το Αλάτι της Γης
Διαβάστε ακόμα:
Το νησί που έγινε το «χωριό» μου: Η Σκύρος της ηθοποιού, Σοφίας Πανάγου
Best of Σκύρος: Αξιοθέατα, παραλίες, διαμονή και διευθύνσεις για φαγητό
Αύγουστος στη Σκύρο: Διακοπές σε ένα νησί με ξεχωριστή προσωπικότητα