Ο Κωνσταντίνος Κορσοβίτης πρέπει να ήταν περίπου οκτώ ετών όταν, στις διακοπές του στην Ελλάδα με την οικογένειά του, έτυχε να παρακολουθήσει μια παράσταση Καραγκιόζη, που του άρεσε πάρα πολύ. Χρόνια αργότερα, επρόκειτο να έρθει ξανά σε επαφή με το θέατρο σκιών κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες, όταν βρέθηκε σε μια παράσταση wayang -όπως ονομάζεται το παραδοσιακό κουκλοθέατρο της Ινδονησίας-, ενταγμένο στη λίστα της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Κατά κάποιον τρόπο, το θέατρο σκιών έγινε το αόρατο νήμα που συνέδεσε τις ελληνικές ρίζες της οικογένειάς του, η οποία είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία πριν από τη γέννησή του, με τα ταξίδια που έκανε, μεγαλώνοντας, στη Νοτιοανατολική Ασία, όπου το wayang συναντάται επίσης στη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη και την Καμπότζη.

18

Το 1999, ο φωτογράφος προσκλήθηκε από την Ινδονησιακή Επιτροπή Wayang για να καταγράψει το διεθνές φεστιβάλ στην Τζακάρτα, και έτσι ξεκίνησε μια σχέση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκει να απαθανατίζει με τον φακό του κάτι περισσότερο, ή βαθύτερο, από στιγμιότυπα των παραστάσεων: τους μαριονετίστες στα σπίτια τους και όχι στο παραδοσιακό περιβάλλον της performance ή του στούντιο. «Τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη, πίσω από τη μάσκα. Να αφαιρέσω το στρώμα της παράστασης», όπως σημειώνει ο ίδιος.
Μετά από πάνω από είκοσι χρόνια τριβής με το αντικείμενο, διοχέτευσε το υλικό του σε ένα ερευνητικό αρχείο, ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, μια περιοδεύουσα φωτογραφική έκθεση και στο λεύκωμα A life in shadows (2024, River Books), το οποίο έγινε αφορμή για μια συζήτηση μαζί του.

Το δικό μας θέατρο σκιών έχει κάποιες θεμελιώδεις διαφορές από το wayang, όπως ξεκαθαρίζει αρχικά ο κ. Κορσοβίτης. Το καθένα αφηγείται διαφορετικές ιστορίες. «Το wayang είναι βασισμένο στα ινδικά έπη Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα. Ενώ ο Καραγκιοζοπαίχτης είναι σαν κωμικός, οι μαριονετίστες του wayang είναι σαν ιερείς. Επίσης, το wayang απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες».

Αυτό το ασιατικό κουκλοθέατρο είχε πολύ διαφορετική εξέλιξη στις χώρες όπου εμφανίστηκε. Ενώ σε κάποιες χώρες, λόγω των κοινωνικοπολιτικών και ιστορικών συνθηκών, έφτασε να απειλείται με εξαφάνιση, στην Ινδονησία, όπου εξελίχθηκε στο «νούμερο ένα εξαγώγιμο πολιτισμικό προϊόν», κατά τον κ. Κορσοβίτη, απολαμβάνει στις μέρες μας την αγάπη του κόσμου και την υποστήριξη τόσο από το κράτος όσο και από ιδιώτες. «Για παράδειγμα, στην Ιάβα, όταν δεν υπάρχει κάποιος χορηγός για να έρθει ο μαριονετίστας και να δώσει την ευλογία του, ας πούμε σε ένα χωριό πριν από τον θερισμό, βάζουν χρήματα όλοι οι κάτοικοί του. Αν ταξιδέψεις στην Ιάβα ή στο Μπαλί ή στο Λομπόκ και δεν δεις παράσταση wayang, να μη με λένε Κώστα!»

Πώς όμως θα καταλάβουμε ότι μια performance είναι αυθεντική και όχι τουριστική ατραξιόν;
«Αν διαρκεί, για παράδειγμα, μισή ώρα ή 45 λεπτά, απευθύνεται σε τουρίστες. Οι παραδοσιακές παραστάσεις αρχίζουν στις εννέα το βράδυ και τελειώνουν στις τέσσερις το πρωί. Είναι ολονύκτιες. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια παράσταση για τουρίστες δεν θα είναι καλή, αλλά πρέπει να πας σε συγκεκριμένα μέρη για να τη δεις ολοκληρωμένη. Μπορείς να ζητήσεις βοήθεια, για να σε καθοδηγήσει ένα τουριστικό γραφείο».

Έτσι, θα έρθουμε σε επαφή με την πνευματικότητα του wayang, αυτή που προσέλκυσε και τον κ. Κορσοβίτη εξαρχής στις παραστάσεις του, και ως θεατή και ως φωτογράφο. Ως φωτογράφος, ωστόσο, αντιμετώπισε κάποιες προκλήσεις. «Είναι πολύ εύκολο να το φωτογραφίσεις: έχει φως, σκιά, χρώματα, κίνηση, είναι πανέμορφο. Αλλά στην αρχή δεν μπορούσα να δω αυτή την πνευματικότητα στις φωτογραφίες μου. Άλλαζα μηχανές, άλλαζα φακούς, άλλαζα γωνία, και πάλι δεν έβγαινε αυτό που ήθελα. Και μετά κατάλαβα ότι η αλλαγή που έπρεπε να κάνω δεν ήταν στη φωτογραφική μηχανή, αλλά στην καρδιά μου. Είχα προβλήματα, δεν ήμουν ευτυχισμένος. Έπρεπε να αλλάξει η προσωπική μου ενέργεια. Αυτό έκανα και, αν και πάλι χρησιμοποιούσα την ίδια μηχανή, έβλεπες και στις φωτογραφίες τη διαφορά μέσα μου».

Το wayang παρακίνησε τον φωτογράφο να ταξιδέψει πίσω στο δικό του παρελθόν και να βιώσει μια εμπειρία «κάθαρσης, σαν να βουτάς στη θάλασσα. Αισθάνεσαι την ενέργεια, τη ζωντάνια της στιγμής. Αυτό με έκανε να επιστρέφω ξανά και ξανά στο wayang και να το αγαπήσω».

Δεν ήταν, φυσικά, η μοναδική καθοριστική εμπειρία που έχει ζήσει στα πολυάριθμα ταξίδια του στη Νοτιοανατολική Ασία. Όταν του ζητάω να ξεχωρίσει κάποιες από αυτές, θυμάται ένα trekking που είχε κάνει στα βουνά, στον βορρά της Ταϊλάνδης. «Στο χωριό αυτόχθονων όπου είχαμε μείνει, ο κόσμος υπέφερε από φτώχεια, αλλά μοιράστηκε μαζί μας ό,τι είχε. Αν και οι κάτοικοί του είχαν ανάγκη από χρήματα, από δουλειά, αυτό δεν είχε αλλάξει τον χαρακτήρα τους. Το βράδυ είχα περπατήσει λίγο έξω από το χωριό και κάθισα σε έναν λόφο. Έβλεπα εκατομμύρια αστέρια στον ουρανό. Ένιωσα τόσο κοντά τους, αισθάνθηκα ένα με το σύμπαν.

Σε ένα άλλο ταξίδι, στο Μπαλί -που, όπως και κάποια ελληνικά νησιά, είναι υπερτουριστικό αλλά διατηρεί μια κουλτούρα χιλιάδων χρόνων-, πήγα να παρακολουθήσω μια τελετή σε έναν ινδουιστικό ναό. Με προσκαλέσανε να κάνω μπάνιο σε μια ιερή πηγή και ένιωσα σαν να βουτάω σε ένα πεδίο ενέργειας. Σύμφωνα με τον μύθο, τα νερά αυτής της πηγής δίνουν ζωή. Μπορείς να πιστέψεις ό,τι θέλεις, αλλά τα ένιωσα σαν βάλσαμο».

Η ιστορία της οικογένειάς του ξεκίνησε στην Αυστραλία, στη δεκαετία του ’60, όταν οι γονείς του μετανάστευσαν από τη Λάρισα στο Σίδνεϊ. Ο ίδιος ανακάλυψε τη φωτογραφία στο γυμνάσιο, όταν, πριν από ένα ταξίδι του, «ο πατέρας μου μού έδωσε μια φωτογραφική μηχανή. Σε εκείνο το ταξίδι κατάλαβα τη δύναμη της φωτογραφίας. Αν και η ανάμνηση του ταξιδιού είναι κάπως θολή, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια, οι φωτογραφίες δείχνουν τη νιότη μας και την αγάπη που είχαμε με τους φίλους μου. Στα χαμόγελα και στα μάτια μας βλέπεις τα όνειρά μας».

Μεγαλώνοντας, εργάστηκε για κάποια χρόνια σε τράπεζα, αλλά «δεν μου άρεσε και αποφάσισα να γυρίσω στο πανεπιστήμιο. Δεν ήξερα τι να σπουδάσω, αλλά επέλεξα τη φωτογραφία γιατί ήταν η μόνη που είχα αγαπήσει πάρα πολύ». Μετά από σπουδές, λοιπόν, στο Australian Centre for Photography και δίπλωμα φωτογραφίας στο Sydney Institute of Technology, ολοκλήρωσε το 2012 το μεταπτυχιακό του στη Φωτογραφία Ντοκιμαντέρ στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Μέχρι σήμερα, έχει αξιωθεί να συνεργαστεί με το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο Wayang Kekayon (Yogyakarta) και το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης στην Κουάλα Λουμπούρ.

Σήμερα, απολαμβάνει ιδιαίτερα να φωτογραφίζει θεατρικές, μουσικές παραστάσεις αλλά και πορτρέτα: «Περισσότερο απ’ όλα μού αρέσει αυτή η ενέργεια ανάμεσα στον φωτογράφο και το άτομο που φωτογραφίζεται. Αν η ενέργεια είναι καλή και είμαστε και οι δύο ανοιχτοί, νομίζω ότι θα βγάλουμε τις καλύτερες φωτογραφίες». Σε κάθε πορτρέτο, τα ερωτήματα που θέτει στον εαυτό του είναι: «Πώς θα δείξω κάτι που δεν είναι τόσο προφανές, χωρίς να θίξω ένα πρόσωπο ή να του επιβάλω τη δική μου θέληση; Πώς μπορώ να το κάνω με την έγχρωμη φωτογραφία και πώς με την ασπρόμαυρη; Κάποιες φορές είναι δύσκολο, αλλά νομίζω ότι, αν κάνεις καλή έρευνα και ξέρεις τι θέλεις, δεν θα αντιμετωπίσεις προβλήματα».

Οι γονείς του έχουν επιστρέψει πλέον στην Ελλάδα και ο ίδιος έρχεται με κάθε ευκαιρία να τους επισκεφτεί. Πώς βλέπει ένας ομογενής την εξέλιξη της χώρας μας μέσα στα χρόνια; «Η Ελλάδα έχει εξελιχθεί πάρα πολύ σε όλους τους τομείς: έχουμε καλύτερες υποδομές, καλύτερη συγκοινωνία, καλύτερο φαγητό… Αλλά αυτό που με προβληματίζει είναι ότι, ενώ εγώ μπορώ να έρθω και να μείνω άνετα στην Ελλάδα για όσο καιρό θέλω, ένας Έλληνας είναι δύσκολο να ζει εδώ».

Info

Περισσότερες πληροφορίες για τον φωτογράφο: karmaimages.com.au.

Διαβάστε ακόμα:

Ο «άγνωστος» Egon Huber που έζησε σε έναν ανεμόμυλο στη Ρόδο -Γεφύρωσε με την τέχνη του την Ανατολή με τη Δύση

Ο Αντώνης κρατά ζωντανή την αγγειοπλαστική στη Σίφνο -Μία Τέχνη από πηλό και ψυχή

Υπαίθριες παραστάσεις Αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου και Έκθεση Μάσκας