Αφήνουμε -για τώρα- τις παραλίες της Ναυπάκτου στη θερινή τους γοητεία και ανηφορίζουμε, πλησιάζοντας τα αιωνόβια καστανόδεντρα της Άνω Χώρας. Εδώ, η άνοιξη μοιάζει να κατοικεί μόνιμα, μα κάθε εποχή αφήνει το δικό της αποτύπωμα: τον Νοέμβριο, η γη ξυπνά με τα πρώτα μανιτάρια να ξετρυπώνουν από το νωπό χώμα, τον Οκτώβρη ο τόπος γεμίζει πατημασιές στο γλυκό κυνήγι των χρυσαφένιων κάστανων, ενώ το καλοκαίρι, οι πηγές με το γάργαρο νερό και η δροσιά του δάσους σε αγκαλιάζουν απαλά. Η ουσία τέτοιων τόπων δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο αν περπατήσεις τις πλαγιές τους, οδηγήσεις στους χωμάτινους δρόμους και χαθείς ποδηλατώντας σε εκείνα τα ατελείωτα μονοπάτια. Τότε μόνο νιώθεις τον πραγματικό παλμό τους.
Αφήνοντας πίσω μας τον θόρυβο της καθημερινότητας, ανηφορίζουμε προς την Άνω Χώρα, το κεφαλοχώρι της Ορεινής Ναυπακτίας, σκαρφαλωμένο στα 1.060 μέτρα. Είναι πρωί, ανοιξιάτικο. Ο ήλιος απλώνει ήδη τη ζεστασιά του, ο αέρας είναι γεμάτος υποσχέσεις και μυρωδιές: δροσερό χώμα, ανθισμένες κερασιές, μερικά βρεγμένα φύλλα. Προχωρώ προς το κέντρο του χωριού: στα δεξιά μου στέκεται η εντυπωσιακή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής με τα δύο της καμπαναριά. Ακριβώς απέναντι, συναντώ τον «Καρνάβαλο», το παλιό λεωφορείο που ένωνε την Άνω με την Κάτω Χώρα μέχρι το 1983 -μια ήσυχη ανάμνηση του παρελθόντος.
Συνεχίζω στο πλακόστρωτο κέντρο, με το βλέμμα μου να συναντά σπίτια χτισμένα με σχιστόλιθο, λουλουδιασμένες αυλές και αρχιτεκτονική που φέρει ηπειρώτικες επιρροές. Καφενεία-τοπόσημα προσκαλούν για έναν ψημένο καφέ με γλυκό του κουταλιού, ενώ οι ταβέρνες, ξακουστές για τα κρεατικά τους, υπόσχονται γεύσεις αυθεντικές, με τοπικά υλικά και μεράκι. Μικρά μαγαζάκια, γεμάτα καλούδια -γλυκά, βότανα, λικέρ, χειροποίητα προϊόντα- αποτυπώνουν την παράδοση του τόπου και την αγάπη των ανθρώπων του για το αυθεντικό και το απλό.
Η κουβέντα με τους ντόπιους είναι πάντα μια αποκάλυψη. Με λίγα λόγια και πολλά χαμόγελα, ξετυλίγουν κομμάτια της ιστορίας του χωριού, μιλούν για ανθρώπους, εποχές και στιγμές. Ξεχωρίζει στο μυαλό μου η αναφορά στη Σχολή Λομποτίνας -τη μοναδική σχολή που λειτουργούσε στην ευρύτερη περιοχή κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας- σημείο πολιτισμού και παιδείας, μα και σύμβολο αντίστασης.
Αφήνοντας -προσωρινά- αυτή τη μικρή περιπλάνηση μέσα στο χωριό, ετοιμάζομαι για μια νέα εμπειρία. Βάζω το κράνος μου, ρυθμίζω το ποδήλατο, περνώ στη θήκη του σακιδίου μου νερό AQUA Carpatica και ξεκινώ αργά, σχεδόν διστακτικά, σαν να μη θέλω να ταράξω την ησυχία γύρω μου. Κατευθύνομαι προς τον ξενώνα «Τα Πέτρινα», απ’ όπου πραγματοποιούνται καθημερινά μεταφορές προς το Ποδηλατικό Πάρκο Kravara -μια έκταση 20.000 στρεμμάτων, με 100 χιλιόμετρα σηματοδοτημένων διαδρομών. Ένας χώρος σχεδιασμένος για ποδηλάτες, πεζοπόρους και κάθε επισκέπτη που θέλει να βρεθεί σε άμεση επαφή με τη φύση.
Οι πρώτες πεταλιές με φέρνουν κοντά σε έναν κόσμο όπου το πράσινο είναι κυρίαρχο, τα δέντρα ντυμένα στα καλύτερά τους και τα λουλούδια σκορπίζονται ατέλειωτα στο διάβα μου. Το μονοπάτι μοιάζει ζωντανό και χιλιοπατημένο, ενώ σε κάθε μου στροφή ανακαλύπτω και ένα νέο στοιχείο της γιορτινής φύσης. Συχνά σταματώ -δεν κουράστηκα- γεύομαι το νερό της πηγής που γέμισα προηγουμένως το παγούρι μου -είναι δροσερό, σχεδόν γλυκό-, ακούω τα κλαδιά στους θάμνους και τις φωνές των πουλιών που ξεχωρίζουν καθαρά -ήχοι που θα μπορούσα να ακούω για ώρες.
Είμαι ακόμη αρχάρια στα χωμάτινα μονοπάτια, προχωρώ με σταθερότητα μέχρι να αποκτήσω περισσότερη σιγουριά. Το μονοπάτι έχει μερικές ανηφορικές κλίσεις στην αρχή -όχι από εκείνες που σε καταβάλλουν, αλλά σε προκαλούν γλυκά. Η συνέχεια κινείται σε σταθερό υψόμετρο, με ορισμένα σημεία στο τελευταίο κομμάτι να απαιτούν μεγαλύτερη προσοχή. Και η ανταμοιβή; Είναι άμεση: η θέα ενός απέραντου τοπίου τυλιγμένου στην ηρεμία και στους χρωματισμούς του δάσους.
Καθώς πλησιάζει το μεσημέρι, ο ήλιος δυναμώνει. Το φως γίνεται χρυσό, λούζοντας τα χωμάτινα μονοπάτια με μια πιο ζεστή απόχρωση, και η σκιά των δέντρων γίνεται καταφύγιο για μια μικρή στάση. Καθισμένη στο χορτάρι, αφήνω τα γρανάζια του ποδηλάτου μου να «κρυώσουν», απολαμβάνω μερικές γουλιές νερό AQUA Carpatica και το μπλε του ουρανού μέσα από τις φυλλωσιές. Μερικά λεπτά τόσο απλά και πολύτιμα, που με κάνουν να νιώθω μοναδική στο δάσος -σαν να μου ανήκει αυτή η στιγμή.
Στην επιστροφή προς την Άνω Χώρα, το χωριό μοιάζει ακόμη πιο όμορφο, λες και η άνοιξη τού χάρισε επίτηδες λίγο περισσότερο χρώμα. Από τις αυλές των σπιτιών φτάνουν φωνές απ’ τα μεσημεριανά τραπέζια, μυρωδιές από φρεσκομαγειρεμένα πιάτα, ζυμωτό ψωμί και ψητά. Η όρεξη ανοίγει με κάθε βήμα.
Κάθομαι σε μία από τις ταβέρνες για το δικαιωματικό φαγοπότι: ζεστές τηγανητές πατάτες, χωριάτικη με ντόπιο ελαιόλαδο -κι αυτό είναι μόνο η αρχή. Η ζωή εδώ μοιάζει να κυλά αργά, σε μαθαίνει να παρατηρείς, να εκτιμάς τα απλά μα τόσο σημαντικά, να ζεις.
Στο σούρουπο, η φύση ετοιμάζεται να παραδοθεί στη σιγαλιά της νύχτας. Από το παράθυρο του ξενώνα βλέπω το φως να σβήνει απαλά πάνω στις κορυφές των βουνών. Κι ένα αίσθημα γλυκιάς πληρότητας με γεμίζει. Κι αν είσαι τυχερός και έρθεις την άνοιξη στην Άνω Χώρα, θα το νιώσεις κι εσύ.
Διαβάστε ακόμα:
Slow living: Ο Δημήτρης άφησε την Αθήνα για να ζήσει στην Άνω Χώρα Ναυπακτίας
Άνω Χώρα Ναυπακτίας – Η ομορφιά ενός αυθεντικού ορεινού προορισμού
Κρυονέρια: Tο καταπράσινο, «αγχολυτικό» χωριό της ορεινής Ναυπακτίας