Είμαστε μέσα σε δάσος βελανιδιών, 850 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, κάπου στα σύνορα με την Αλβανία, και ο κτηνοτρόφος που συναντάμε είναι η ζωντανή σύνδεση με το μνημείο που πάμε να δούμε. Ένα γεφύρι που οι πρόγονοί του χρηματοδότησαν πριν από δύο αιώνες και που παραμένει άγνωστο ακόμα και στους περισσότερους λάτρεις των ορεινών τοπίων της Ηπείρου.
Ένα ταξίδι στη σιωπή του δάσους
Το Γεφύρι του Γκρέτσι, δεν είναι αντίστοιχα γνωστό, όπως κάποια άλλα στο γειτονικό Ζαγόρι. Εμείς το γνωρίσαμε μέσω δύο ντόπιων. Οι Ανδρέας Γκέρτσος και Βασίλης Νατσίκος, από το γειτονικό Κεφαλόβρυσο, μας μεταφέρουν την προφορική ιστορία του τόπου. Για εμάς, χωρίς αυτούς, το Γκρέτσι θα παρέμεινε ακριβώς αυτό που ήταν για δεκαετίες: ένα μυστικό. Το γεφύρι βρίσκεται κάτω από τον οικισμό του Παλαιόπυργου, κρυμμένο σε μια βαθιά χαράδρα που η φύση έχει σκεπάσει με πυκνή βλάστηση. Η κατάβαση από τον Παλαιόπυργο είναι σαν να ξετυλίγεις στρώματα χρόνου. Κάθε βήμα σε απομακρύνει από το σήμερα, σε βυθίζει βαθύτερα σε έναν κόσμο που ο χρόνος ξέχασε.
«Δεν ήρθε εδώ κανείς για χρόνια», μου λέει ο κ. Ανδρέας καθώς ξεκινάμε την πορεία των 3,5 χιλιομέτρων. «Ούτε καν οι περισσότεροι από μας, τους ντόπιους». Ο Παλαιόπυργος, παλιά Μέβδεζα, έχει λιγοστούς μόνιμους κατοίκους τον χειμώνα, μπορεί και κάτω από δέκα. Ο δρόμος βυθίζεται σε δάσος βελανιδιών που φαίνεται να μην το έχει αγγίξει χέρι ανθρώπου για δεκαετίες. Το φως του φθινοπώρου φιλτράρεται μέσα από τα φυλλώματα, χρωματίζοντας το έδαφος με χάλκινες αποχρώσεις. Η ύλη της γης, πεσμένα φύλλα, βελανίδια, κλαδιά, σχηματίζει ένα πυκνό χαλί που απορροφά κάθε ήχο. Μετά από είκοσι λεπτά, ο δρόμος στενεύει. Το δάσος πυκνώνει. Και τότε ακούγονται τα κουδούνια, πρώτα μακρινά, μετά πιο δυνατά. Στη στροφή εμφανίζεται ο κτηνοτρόφος με το κοπάδι του. Πρόβατα και κατσίκες κινούνται σε αργό ρυθμό, βόσκοντας. Ελεύθερα μοσχάρια βόσκουν αμέριμνα. Η οσμή του κοπαδιού αναμειγνύεται με τη μυρωδιά της υγρής γης και του βρύου.
Η αποκάλυψη
Μετά από 40 λεπτά περπάτημα, το δάσος ανοίγει σε ένα ξέφωτο. Και τότε το βλέπω: το Γεφύρι του Γκρέτσι δεν περνά πάνω από ποταμό. Περνά πάνω από έναν καταρράκτη 10 μέτρων που πέφτει με ορμή στον γκρεμό ακριβώς κάτω από την πέτρινη καμάρα του. Σύμφωνα με τοπικές μαρτυρίες, είναι το μοναδικό τέτοιο γεφύρι σε όλα τα Βαλκάνια. Λόγω περιόδου, το νερό είναι περιορισμένο, αλλά αυτό δεν μειώνει την μοναδικότητά του και την ομορφιά.
Η τραγωδία πίσω από τις πέτρες
Στεκόμαστε πάνω στο γεφύρι. 30 μέτρα μήκος, κεντρικό άνοιγμα 8,30 μέτρων, και ο κ. Βασίλης, αρχίζει να διηγείται την ιστορία που δικαιολογεί την ύπαρξή του. «Οι αγροί του χωριού ήταν πέρα από το ποτάμι», εξηγεί. «Οι χωρικοί περνούσαν καθημερινά για τα χωράφια τους. Μέχρι που μια γυναίκα, φορτωμένη με το ξύλινο σαμάρι στον ώμο, πήδησε για να περάσει, έπεσε και πνίγηκε». Αυτός ο πνιγμός, καταγεγραμμένος από τον τελευταίο μεγάλο ηλικίας κάτοικο Νικόλαο Ζωΐδη, ήταν ο καταλύτης. Οι κτηνοτρόφοι πλήρωσαν με δικαίωμα βοσκής. Οι ξενιτεμένοι στην Κωνσταντινούπολη έστειλαν χρήματα. Μάστορες από τη Βούρμπιανη Κονίτσης ανέλαβαν το έργο, πληρωμένοι σε χρήμα και σιτάρι, κατά τη δεκαετία 1810-1820.
Αλλά το γεφύρι κρύβει ένα μυστικό: ο ποταμός Γορμός έχει και δεύτερο όνομα, Ξερόλακκος. Τον χειμώνα, ο καταρράκτης είναι θεαματικός, με τα νερά να σχηματίζουν τρεις φυσικές λίμνες, τις λεγόμενες «οβίρες». Σε περιόδους ανομβρίας, όμως, μπορεί να στερέψει εντελώς. Το γεφύρι είναι μεταμόρφωση: τον χειμώνα αγέρωχο πάνω από υδάτινο θέαμα, το καλοκαίρι σιωπηλή αψίδα πάνω από στεγνή χαράδρα.
Το ξεχασμένο «εργοστάσιο»
Ο κ. Βασίλης, δείχνει προς τα βράχια. «Δεν ήταν μόνο το γεφύρι. Εδώ κάτω ήταν η ζωή του τόπου». Υπολείμματα δύο πέτρινων νερόμυλων, μιας νεροτριβής και μονοπατιών διακρίνονται ακόμα ανάμεσα στη βλάστηση. Το Γκρέτσι δεν ήταν ένα μεμονωμένο κτίσμα, ήταν μικρό βιομηχανικό κέντρο του 19ου αιώνα. Ο καταρράκτης ήταν η κινητήριος δύναμη για το άλεσμα σιτηρών και το πλύσιμο μάλλινων υφαντών. Η αποκάλυψη αυτή αλλάζει τα πάντα. Το γεφύρι δεν χτίστηκε παρά την επικίνδυνη τοποθεσία, χτίστηκε εξαιτίας της. Ήταν η κρίσιμη υποδομή που συνέδεε την κοινότητα με το «εργοστάσιό» της.
Οι φύλακες της μνήμης
Ο δρόμος της επιστροφής διασχίζει το ίδιο μαγικό δάσος, αλλά τώρα το φως έχει αλλάξει. Ο ήλιος χαμηλώνει, και οι σκιές των βελανιδιών απλώνονται μακριές στο μονοπάτι. Ένας γεράκι κάνει κύκλους πάνω από τις κορυφές, η σιλουέτα του χαραγμένη στον μεταλλαγμένο ουρανό. Το γεφύρι είναι σήμερα προστατευμένο μνημείο από το 1996. Η Εφορεία συντηρεί την πέτρα. Πανεπιστήμια το μελετούν ως παράδειγμα στατικής τόξων. Αλλά η επίσημη προστασία διασώζει μόνο την ύλη.
Η ψυχή του Γκρέτσι, η ιστορία της γυναίκας με το φορτίο, η συμβολή των τσελιγκάδων, οι μάστορες από τη Βούρμπιανη, ζει μόνο στη μνήμη ανθρώπων όπως ο Γκέρτσος και ο Νατσίκος. Και στην παρουσία του κτηνοτρόφου που συναντήσαμε στη διαδρομή. Η αφάνεια του Γκρέτσι ήταν η ευλογία του. Επειδή παρέμεινε στη μέση του πουθενά, επέζησε ανέγγιχτο. Και επειδή η πρόσβαση απαιτεί διάλογο με την τοπική κοινότητα, παραμένει μυστικό. Όχι επειδή είναι κρυμμένο, αλλά επειδή οι φύλακές του είναι ακόμα εκεί για να πουν την ιστορία του.
Διαβάστε ακόμα:
Αποστολή στο Πωγώνι: Η τελετουργία του χειροποίητου φύλλου στην καρδιά της ορεινής Ηπείρου
Αποστολή στο Πωγώνι: Απολαμβάνοντας τα αληθινά χρώματα της Φύσης σε έναν ανέγγιχτο τόπο





