Κάτι λιγότερο από 150 χιλιόμετρα από το πολύβουο, μποτιλιαρισμένο και, συνήθως, αγχωτικό κέντρο της πρωτεύουσας, ακολουθώντας μια διαδρομή πανέμορφη, δίπλα στη θάλασσα, το τοπίο σε προϊδεάζει εύκολα για μια απόδραση από τα πάντα.

13

Η κοντινή απόσταση αφαιρεί εύκολα το άγχος του κόστους του ταξιδιού σε καύσιμα αλλά και στα υποχρεωτικά διόδια, αφού, αθροιστικά, με το ζόρι αγγίζει ο ταξιδιώτης τα εκατό ευρώ συνολικά. Πήγαινε-έλα. Αλλά ακόμη βρισκόμαστε στο «πήγαινε».

Η πινακίδα δείχνει πεντακάθαρα την έξοδο προς Τρίκαλα, εκεί κοντά στο Ξυλόκαστρο. Η άνετη ανοιχτή στροφή αριστερά πάνω από τη μοντέρνα αερογέφυρα, κάνει πολύ γρήγορα την εικόνα του Κορινθιακού κόλπου αλλά και την αίσθηση της υπερ-μοντέρνας Ολυμπίας Οδού, ανάμνηση.

Το τοπίο αλλάζει μπαίνοντας στον φιδωτό, ελαφρά ανηφορικό δρόμο προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου. Τα πρώτα αγροτικά οχήματα κάνουν την εμφάνισή τους, οι πρώτες μυρωδιές από την καύση νωπών κλαδιών, οι πρώτες μικτές αποχρώσεις του πράσινου αλλά και του καφέ. Το φθινόπωρο είναι ξεκάθαρα εδώ. Με τα παράθυρα ανοιχτά, εισβάλλουν στην καμπίνα του αυτοκινήτου τα κελαϊδίσματα των πουλιών, το θρόισμα των πλατανιών αλλά και η ησυχία της επαρχίας. Τα τακτοποιημένα αμπέλια, τα οποία κυριαρχούν στην περιοχή, με τα γερασμένα φύλλα τους, σημάδι του τέλους μιας περιόδου και της εκκίνησης μιας νέας, περικυκλώνουν την ανοιχτόχρωμη άσφαλτο, μαρτυρώντας μια από τις βασικότερες ασχολίες των κατοίκων των Τρικάλων αλλά και των άλλων, όχι τόσο γνωστών οικισμών. Τη σταφίδα αλλά και το βρώσιμο σταφύλι.

Κάτω Τρίκαλα

Τα πρώτα πέτρινα κτίσματα, στιβαρές, επιβλητικές κατασκευές, άλλες παραδοσιακές και άλλες πιο καινούργιες -πάντα στο πρότυπο της τοπικής αρχιτεκτονικής- κάνουν την εμφάνισή τους κατά την άφιξη στον Κάτω Συνοικισμό των Τρικάλων Κορινθίας. Αναζητώντας τον ξενώνα στον οποίο έχω κάνει την κράτηση, μια απαραίτητη κίνηση κάθε επισκέπτη Σαββατοκύριακου ή περιόδου γιορτών, αφού τα δωμάτια γίνονται ανάρπαστα, παρατηρώ την πληθώρα των ξενώνων αλλά και κάποιων ξενοδοχείων. Όλα όμορφα, με ευφάνταστα ονόματα, καθαρά, προσεγμένα, με λεπτομέρειες σαν να είναι βγαλμένες από περιοδικά διακόσμησης, κάνουν την επιλογή πάρα πολύ δύσκολη. Προτάσεις για κάθε βαλάντιο, που δεν υστερούν σε ποιότητα. Στον αέρα, ανάμεσα στη μυρωδιά του καμένου ξύλου, του υγρού χώματος αλλά και, δειλά ακόμη, του ψητού κρέατος, διαγράφεται καθαρά η λέξη «φιλοξενία». Με καθαρό χαμόγελο και φωτεινό βλέμμα με υποδέχεται ο σπιτονοικοκύρης μου για το τριήμερο. Καθώς στάζω δυο σταγόνες τσίπουρο στο στόμα, ως καλωσόρισμα, παρατηρώ αγαπημένες λεπτομέρειες στο χώρο, χαλάκια στρωμένα επάνω στην πέτρα, έπιπλα σκουρόχρωμα και βαριά, χουχουλιάρικοι υφασμάτινοι καναπέδες και οι σπίθες από το ξύλο που καίγεται στο τζάκι. Αν προσθέσει κανείς και τη μυρωδιά από το κοκκινιστό που δραπετεύει από την κουζίνα και συγκρούεται μαλακά με την όσφρηση, έρχεται η επιβεβαίωση της επιλογής για αυτό το ταξίδι.

Το «χωριό» σαν έννοια στην Ελλάδα εμπεριέχει πάντα κάποιες αγαπημένες, σχεδόν στερεοτυπικές εικόνες. Περπατώντας στα δρομάκια των Κάτω Τρικάλων, σκάνε όλες μαζί, ταυτόχρονα, γεμίζοντας ξανά το δοχείο των προσωπικών αναμνήσεων. Ροδιές βαριά φορτωμένες με καρπούς οι οποίοι ανυπομονούν να τελειοποιηθούν, εκρηκτικά χρωματιστά φιρίκια να βαραίνουν τα κλαδιά των δέντρων τους, υπόστεγα γεμάτα με κομμένα ξύλα για τις σόμπες και τα τζάκια, γεωργικά μηχανήματα παρκαρισμένα σε αυλές και αλάνες, σκεπασμένα με χοντρές ζελατίνες για την υγρασία, αγροτικά αυτοκίνητα με ίχνη σκουριάς αφού συνοδεύουν στη ζωή τους κατόχους τους για πολλά χρόνια. Η συννεφιά στον ουρανό κάνει τα χρώματα πιο έντονα αλλά και το άρωμα του νωπού χώματος σχεδόν απαραίτητο συστατικό της βόλτας. Γαβγίσματα ακούγονται από διάφορες αποστάσεις μέσα στον οικισμό, άκακες συνομιλίες των καταπληκτικών αυτών τετράποδων, ήχοι μιας απαραίτητης χωριάτικης ορχήστρας.

Στα μισά της σκάλας προς την πλατεία με τον τεράστιο πλάτανο, σύκα στο πλακόστρωτο κάνουν κάθε βήμα μια μικρή παγίδα, καρποί ενός δέντρου που συνήθως δέχεται αποψίλωση από κάθε περαστικό ή ντόπιο κάτοικο. Η πλατεία είναι ακόμη σχετικά άδεια από αυτοκίνητα, νωρίς Παρασκευή, γεγονός που την κάνει πιο καθαρή, πιο ελεύθερη και πιο όμορφη. Η απίθανη σε μέγεθος περιφέρεια του κορμού του πλάτανου, εξιτάρει τη φαντασία. Άραγε μέχρι ποιο σημείο να απλώνονται οι ρίζες του κάτω από το όμορφο πλακόστρωτο; Οι ταβέρνες έχουν αρχίσει να ετοιμάζουν τα κάρβουνα για τα ψησίματα της ημέρας, η μυρωδιά κυριαρχεί παντού στην ατμόσφαιρα. Λίγη ώρα αργότερα θα νικήσει η άλλη μυρωδιά, του έτοιμου καλοψημένου κρέατος, μια ανοιχτή και δυνατή πρόσκληση για κάθε περαστικό. Αλλά είναι νωρίς ακόμη.

Στο «αλφαβητάριο», στην όμορφη αυλή του, κάτω από την τροφαντή μουριά η οποία σκεπάζει όλο το χώρο, οι παρέες, ντόπιοι αλλά και οι επισκέπτες, μοιράζονται την ηρεμία, τους ήχους της ταιριαστής μουσικής αλλά και τις γεύσεις. Σημείο συνάντησης όλο το χρόνο, εδώ συζητούνται τα νέα, οι προβληματισμοί, τα αθλητικά, φυσικά, με μια διάθεση ησυχίας. Καφέδες, τσάι, ποτά αλλά και βίγκαν πιάτα σερβίρονται ως διαφορετική πρόταση σε μια περιοχή όπου κυριαρχεί το κρέας. Το «αλφαβητάριο» δίνει την αίσθηση προέκτασης του σαλονιού του σπιτιού του ντόπιου αλλά και εναλλακτική πρόταση των δωματίων των ξενώνων των ταξιδιωτών. Ο Αλέξης και η Παναγιώτα συνεχίζουν όμορφα την παράδοση του «καφενείου» του χωριού με τρόπο μοντέρνο και τη δική τους, φιλόξενη, ενέργεια. Υπάρχει μόνο ο μεγάλος κίνδυνος με τα γλυκά τους. Αν ξεκινήσει να δοκιμάζει κανείς, μένει με τις ενοχές της απόλαυσης μέχρι τα κουταλάκια να χτυπάνε επίμονα τον πάτο των πιάτων ή του ποτηριού του ασύλληπτου προφιτερόλ.

Ο πρωινός ήλιος μπαίνει ευθεία μέσα στο προσκεφάλι του κρεβατιού, λίγο μετά τις 7 το πρωί, βάφοντας ροζ-πορτοκαλί το δωμάτιο. Τα τζάμια είναι θολά, με μεγάλες σταγόνες υγρασίας από τη διαφορά θερμοκρασίας τη νύχτα. Η ανάσα στον πρωινό αέρα αφήνει ένα συννεφάκι σε κάθε εκπνοή, καθαρίζοντας τα πνευμόνια και γεμίζοντας ενέργεια για την ημέρα που μόλις ξεκίνησε. Η οδηγός μου στον περίπατο σήμερα θα είναι η Μαρία Γιάννου, μια νέα κοπέλα η οποία εκπέμπει μια φωτεινή ενέργεια από την αγάπη της για τον τόπο. Ασχολούμενη η ίδια με τα κοινά, προσπαθώντας να δει και να αφουγκραστεί τα προβλήματα και ό,τι μπορεί να βελτιωθεί στην περιοχή, είναι η ιδανική ξεναγός. Αφού περνάμε από ένα αλώνι όπου στεγνώνει η διάσημη Κορινθιακή Σταφίδα, περπατάμε στα μερικώς χαρτογραφημένα μονοπάτια τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα μεταξύ των τριών Συνοικιών των Τρικάλων. Με λίγα βήματα απόσταση, βρίσκεται κανείς από μια γειτονιά, μέσα σε ένα πυκνό δάσος και μετά από λίγο πάλι σε ένα ξέφωτο με μια αυλή με άλογα. Η περιέργεια των εντυπωσιακών ιπποειδών μας κρατά για λίγο σε μια παράξενη επικοινωνία, δίπλα τους και μαζί τους, με έναν τρόπο που, μόνο τα ζώα μπορούν να προσφέρουν. Σαν να σταματά ο χρόνος, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι αυτή η έντιμη, διαφορετική συνεννόηση. Με δυσκολία απομακρυνόμαστε από το σημείο και συνεχίζουμε την κυκλική διαδρομή μέσα στο δάσος και όμως, τόσο κοντά στα σπίτια του χωριού, τα οποία παραμένουν αόρατα. Το νερό στα ρυάκια είναι λιγοστό λόγω του άνυδρου καλοκαιριού και τα υπερπηδούμε με ευκολία. Η σύντομη αυτή βόλτα τελειώνει στην αυλόπορτα της Αθανασίας Πολίτη, κατοίκου της περιοχής, η οποία με το πλατύ της χαμόγελο μας κερνάει, μεταξύ άλλων και όλη της την καλή διάθεση.

Μεσαία και Άνω Τρίκαλα

Τα Μεσαία Τρίκαλα είναι το πιο ζωντανό και πολυσύχναστο κομμάτι της περιοχής. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη προσφορά από καφέ κάθε είδους και γούστου, εστιατόρια, ταβέρνες, μαγαζιά με παραδοσιακά προϊόντα αλλά και πλανόδιοι πωλητές φρούτων, καρπών και μελιού. Η επισκεψιμότητα τα Σαββατοκύριακα αλλά και στις εορταστικές περιόδους, είναι τόσο μεγάλη που μπορεί ακόμη και η ανεύρεση πάρκινγκ να εξελιχθεί σε μια μικρή περιπέτεια. Η βόλτα με τα πόδια μέχρι τα Άνω Τρίκαλα δεν διαρκεί πολύ και αρκετοί είναι εκείνοι που την εντάσσουν στο πρόγραμμα της ημέρας. Περιπατητές με μπαστούνια βαδίσματος, με ειδικά παπούτσια και σακίδια στους ώμους, είναι μια συνήθης εικόνα. Η διαδρομή χωράει όλη την ιστορία της περιοχής. Σπίτια κλειστά και χτυπημένα από την πάροδο του χρόνου, επιχειρήσεις με ξύλινες πλατφόρμες οι οποίες κρέμονται πάνω από το δρόμο, κατάφυτες πλαγιές, ραχούλες, πηγές και βρύσες με πόσιμο νερό, ο Ιερός Ναός του Άγιου Γεράσιμου αλλά και το αναξιοποίητο σπίτι όπου γεννήθηκε, στα Άνω Τρίκαλα, καθώς και το ξενοδοχείο «Θεοξένια» ή ό,τι απέμεινε από αυτό, μετά από χρόνια λειτουργίας, ένδοξα, με επισκέπτες επώνυμους της εποχής, κυρίως της δεκαετίας του 1950. Ακόμη και ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ έχει φιλοξενηθεί εδώ εκείνα τα χρόνια. Το κέλυφός του έχει παραμείνει ανέπαφο, κατασκευή γερή, σχεδόν αθάνατη καθώς στο εσωτερικό του δεν έχει απομείνει τίποτα, κάνοντας την εικόνα να μοιάζει βγαλμένη από ταινία επιστημονικής φαντασίας.

Πολύ κοντά στον οικισμό, μόλις μερικά χιλιόμετρα μακριά, βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο αναψυχής της Ζήρειας. Ό,τι πρέπει για ήπιους, αρχάριους αλλά και φοβιτσιάρηδες σκιερ, αφού είναι περισσότερο ένα πάρκο παιχνιδιού με το χιόνι και λιγότερο μια πίστα απαιτήσεων. Το αναβατόριο, τους μήνες χωρίς χιόνι, μοιάζει εντυπωσιακό καθώς ανηφορίζει προς την κορυφή του λόφου, εκτός λειτουργίας, προδιαθέτοντας τον επισκέπτη για μια επίσκεψη την περίοδο των χιονοπτώσεων. Η θέα προς τη Ζήρεια από εδώ, είναι απλά υπέροχη. Τα έλατα, κυριαρχούν στην περιοχή, ως παράξενα γλυπτά, παραμορφωμένα από το βάρος του χιονιού που τα έχει διαμορφώσει και από τον δυνατό άνεμο που, ως φυσικός κομμωτής, τα έχει «χτενίσει» προς μια κατεύθυνση.

Λίγο πριν νυχτώσει, λίγο πριν η πείνα χτυπήσει ένα οριακό γαστρικό καμπανάκι, αποφασίζω να κατηφορίσω από τα Μεσαία Τρίκαλα προς τον Κάτω Συνοικισμό περπατώντας. Το βράδυ είναι γλυκό, η ψύχρα δεν διαπερνά το λεπτό μπουφάν, το σακίδιο στην πλάτη δεν είναι ιδιαίτερα βαρύ. Αν και υπάρχουν σηματοδοτημένα μονοπάτια μέσα από την πυκνή βλάστηση, αποφασίζω να μη ρισκάρω να χαθώ καθώς το σκοτάδι πέφτει απότομα και περπατώ όλο το δρόμο από την άσφαλτο. Περίπου 2,5 χιλιόμετρα, εύκολα, με τη βοήθεια της βαρύτητας, με θέα τον μωβ Κορινθιακό κόλπο μπροστά μου, με τον ήχο του γκιώνη να επιβάλλει την παρουσία του με την έλευση της νυχτερινής σιωπής και με την απόλαυση της ηθελημένης μοναχικότητας σε αυτόν τον σπάνιο περίπατο.
Μια ομορφιά.

Στο μεγάλο, βαρύ, ξύλινο τραπέζι της ταβέρνας των Άνω Τρικάλων, τα πιάτα και το περιεχόμενό τους προκαλούν δέος και ανυπομονησία. Στην παρέα έξι άνθρωποι, πέντε ντόπιοι και εγώ, μοιραζόμαστε φαγητό, κρασί, χαμόγελα, σκέψεις και προβληματισμούς. Με διάθεση αισιόδοξη και ιδέες ανάπτυξης. Τα Τρίκαλα Κορινθίας είναι ένας «εύκολος» προορισμός τριημέρου που συνδυάζει σχεδόν τα πάντα. Καλή διαμονή, φανταστικό φαγητό, ησυχία αλλά και φασαρία ενίοτε, φύση, διαδρομές, ζεστασιά και απόδραση. Τόσο κοντά στην Αθήνα, μα και τόσο διαφορετικά. Όπου, εύλογα, έρχεται η σκέψη ότι ο τουρισμός και τους υπόλοιπους μήνες πλην των καλοκαιρινών αλλά και των εορταστικών περιόδων, μπορεί να προσφέρει τις επιλογές, τις συγκινήσεις αλλά και την εξερεύνηση μιας χώρας η οποία δεν έχει κανένα λόγο να θέλει να μοιάσει σε καμία άλλη.