Υπάρχουν δρόμοι που σε πάνε απλά από το ένα σημείο στο άλλο και δρόμοι που σε μυούν σε έναν τόπο. Ο δρόμος προς τα Φιδάκια ανήκει ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία. Αφήνοντας πίσω το Καρπενήσι, την πρωτεύουσα της Ευρυτανίας, ο επισκέπτης στρίβει αριστερά στο όγδοο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού προς Αγρίνιο. Στη θέση «Μπαγασάκι», μια διακριτική πινακίδα δείχνει την κατεύθυνση, χωρίς φανφάρες, σαν να απευθύνεται μόνο σε όσους ξέρουν να κοιτούν προσεκτικά.
Από εκεί αρχίζει μια ασφαλτοστρωμένη διαδρομή, που κινείται ανάμεσα σε ελατοδάση τόσο πυκνά, που ο ήλιος καταφέρνει να χωθεί μέσα από τα κλαδιά σε λεπτές δέσμες χρυσού φωτός. Οι στροφές διαδέχονται η μία την άλλη, αριστερά, δεξιά, αριστερά ξανά, σαν φίδι που σκαρφαλώνει την πλαγιά. Και ακριβώς αυτή η ελικοειδής πορεία, λένε οι ντόπιοι, χάρισε στον οικισμό το όνομά του. Άλλοι αναζητούν πιο βαθιές ρίζες: στην αρχαία Φθία, την πατρίδα του Αχιλλέα, ή στο αγριόχορτο «φύδα» που φυτρώνει ανάμεσα στις πέτρες.
Στα 960 μέτρα υψόμετρο, ο δρόμος σταματά να ανηφορίζει. Τα Φιδάκια εμφανίζονται αιφνιδιαστικά, σφηνωμένα στην πλαγιά της Χελιδόνας σαν ένα πετρόχτιστο φρούριο που αψηφά τον χρόνο.
Πέτρα που μιλάει
Το χωριό δεν έχει μεγάλους δρόμους. Δεν θέλει. Τα σπίτια του στέκονται λες και είναι ακουμπισμένα ώμο με ώμο, χτισμένα από την τοπική γκρίζα πέτρα που εξορύσσεται από τα σπλάχνα του βουνού. Οι στέγες με τα παλιά κεραμίδια πήλινου χρώματος σχηματίζουν ένα οριζόντιο κύμα που ακολουθεί την κλίση του εδάφους. Ξύλινα μπαλκόνια προβάλλουν προς την απέναντι κοιλάδα, προσφέροντας σημεία θέασης σε έναν κόσμο που ξεδιπλώνεται κάτω σε αποχρώσεις πράσινου και γαλάζιου.
Αυτή η αρχιτεκτονική συμπύκνωση δεν είναι τυχαία. Είναι στρατηγική επιβίωσης. Όταν τα Φιδάκια χτίστηκαν, κάποια στιγμή γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, οι κάτοικοι ήξεραν ότι τους παραφυλούσαν κλέφτικες συμμορίες, λύκοι και χειμώνες που μπορούσαν να θάψουν έναν άνθρωπο κάτω από το χιόνι. Έτσι χτίστηκε ένας οικισμός που θυμίζει οχυρό: σπίτια σφηνωμένα το ένα δίπλα στο άλλο, καλντερίμια λιθόστρωτα που απαγορεύουν τα αυτοκίνητα, και μια κεντρική πλατεία όπου συγκεντρώνεται η κοινωνική ζωή.
Στο κέντρο της πλατείας δεσπόζει ο Ιερός Ναός της Γέννησης της Θεοτόκου. Χτισμένος τον 19ο αιώνα σε ρυθμό βασιλικής με τρούλο, ο ναός φιλοξενεί ένα εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο Ηπειρωτών τεχνιτών, και δάπεδο από σκαλιστές πέτρες. Τα υλικά μιλούν για μια εποχή που η Ευρυτανία ζούσε από την κτηνοτροφία και το εμπόριο, όταν οι βοσκοί κατέβαιναν στις χαμηλές πεδιάδες με τα κοπάδια τους και επέστρεφαν με χρυσάφι στις τσέπες τους. Σήμερα, οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι φροντίζουν τους κήπους τους και προσφέρουν φιλοξενία σε όσους αναζητούν κάτι πέρα από τις αστικές βολές. Το χωριό έχει ανακηρυχθεί διατηρητέος οικισμός, τίτλος που προστατεύει την αρχιτεκτονική του ακεραιότητα. Εν μέρει.
Τραπέζι με θέα στα Άγραφα
Στο «Οιχαλία», έναν από τους λίγους ξενώνες του χωριού, το τραπέζι στρώνεται με απλότητα που αφήνει τις πρώτες ύλες να μιλήσουν. Εδώ, η γαστρονομία δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με επινοήσεις, απλά τιμά το έδαφος. Το τσαλαφούτι ή κατίκι, είναι το εμβληματικό τυρί της Ευρυτανίας: κρεμώδης, ελαφρώς υφάλμυρος πολτός από αιγοπρόβειο γάλα που ωριμάζει φυσικά και απορροφά τα αρώματα του θυμαριού και της ρίγανης από τα βουνά. Απλωμένο σε χειροποίητο φύλλο μέσα σε μια χορτόπιτα ή τυρόπιτα που ψήνεται στη γάστρα, γίνεται μια γεύση που σε συνδέει με αιώνες παράδοσης.
Τα κρεατικά είναι ντόπια και άγρια, αρνί στη γάστρα, λουκάνικα με πράσο, αγριογούρουνο μαγειρεμένο με κρασί και δάφνη. Η μαγειρική φιλοσοφία είναι λιτή: λίγα υλικά, πολύ υπομονή. Το γεύμα κλείνει με γλυκά του κουταλιού, κυδώνι, καρύδι, βύσσινο, και ένα ποτήρι τοπικό τσίπουρο αρωματισμένο με μούρα, που οι ντόπιοι αποκαλούν απλά «μούρο».
Το μονοπάτι προς το μπαλκόνι
Η πραγματική κορύφωση του ταξιδιού δεν βρίσκεται μέσα στο χωριό, αλλά σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Τσαγκαράλωνα. Ένα φυσικό πλάτωμα που κρέμεται κυριολεκτικά πάνω από το κενό, τρία χιλιόμετρα από τον οικισμό. Το μονοπάτι ξεκινά από τα δυτικά όρια του χωριού και εισχωρεί ξανά στο ελατόδασος. Το έδαφος είναι απαλό από τη βελόνα των κωνοφόρων, και ο αέρας έχει αυτή την οξεία καθαρότητα που μπορείς να βρεις μόνο σε υψόμετρα άνω των 900 μέτρων. Το φως πέφτει σε λοξές γωνίες μέσα από τα ψηλά κλαδιά, δημιουργώντας μια χορογραφία σκιών που αλλάζει με κάθε βήμα. Η σιωπή είναι σχεδόν απόλυτη, μόνο ο ήχος του ανέμου που σφυρίζει μέσα από τις βελόνες των ελάτων, και κάποιο μακρινό κράξιμο αρπακτικού που σου υπενθυμίζει ότι αυτός ο κόσμος δεν ανήκει σε σένα. Βέβαια εδώ θα φτάσετε σε σχεδόν δέκα λεπτά και πολύ εύκολα με το αυτοκίνητο, αν κινηθείτε από το χωριό με κατεύθυνση προς την Αγία Βλαχέρνα.
Η λίμνη των χιλίων φιόρδ
Η πρώτη ματιά στη Λίμνη Κρεμαστών από τα Τσαγκαράλωνα είναι από αυτές τις στιγμές που σου κόβουν την ανάσα, κυριολεκτικά! Μπροστά σου απλώνεται μια υδάτινη οδύσσεια: 4,7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού που καταλαμβάνουν παλιές κοιλάδες, χαράδρες και ποτάμια, δημιουργώντας έναν λαβύρινθο από χερσονήσους, κολπίσκους και μικρά νησάκια.
Το νερό αλλάζει χρώμα ανάλογα με τον καιρό και την ώρα – από βαθύ μπλε το πρωί, σε σμαραγδένιο το μεσημέρι, και γκρι μολυβένιο όταν συννεφιάζει. Οι όχθες είναι απόκρημνες, βυθιζόμενες σχεδόν κάθετα στη λίμνη, δημιουργώντας ένα τοπίο που θυμίζει τα φιόρδ της Νορβηγίας. Γι’ αυτό εξάλλου και η Ευρυτανία, έχει χαρακτηριστεί «η Νορβηγία της Ελλάδας».
Από το ύψος του θεατή, η Γέφυρα της Επισκοπής, ένα σύγχρονο τεχνικό επίτευγμα που ενώνει την Ευρυτανία με την Αιτωλοακαρνανία, φαίνεται σαν ένα λεπτό σχοινί τεντωμένο πάνω από το νερό. Είναι η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι την κλίμακα: οι άνθρωποι χτίζουν μικρά θαύματα, αλλά η φύση χτίζει σύμπαντα.
Μια λίμνη που γεννήθηκε από πόνο
Όσο μαγευτική και αν είναι η θέα, η Λίμνη Κρεμαστών κρύβει κάτω από την επιφάνειά της μια ιστορία ξεριζωμού. Δεν υπήρχε πάντα εδώ. Γεννήθηκε το 1965, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή ενός γιγαντιαίου φράγματος ύψους 160 μέτρων στη θέση «Πήδημα του Κατσαντώνη», ενός από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Ο στόχος ήταν ο εξηλεκτρισμός της χώρας. Το τίμημα ήταν η βύθιση 20 χωριών.
Το σημαντικότερο θύμα ήταν η Επισκοπή, ένα ιστορικό χωριό που βρισκόταν στα σύνορα των δύο νομών. Μαζί με τα σπίτια και τα χωράφια, χάθηκε και ο βυζαντινός ναός της Παναγίας της Επισκοπής, που χρονολογείται από τον 8ο αιώνα. Πριν η λίμνη τον καταπιεί, αρχαιολόγοι απέσπασαν τις τοιχογραφίες του 11ου-13ου αιώνα και μετέφεραν το ξυλόγλυπτο τέμπλο στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Το πέτρινο κέλυφος του ναού παραμένει στον βυθό και αποτελεί ένα υποθαλάσσιο μνημείο. Εδώ σταματήσαμε όταν με τον επικεφαλής της Lake Tours Παναγιώτη Μακρή, κάναμε την βόλτα με σκάφος στη λίμνη. Ο Παναγιώτης, μας είπε την ιστορία και μας έδωσε στοιχεία για την περιοχή και τη δημιουργία της λίμνης.
Όταν ο Ηρακλής ήρθε στα βουνά
Η ιστορία της περιοχής απλώνεται πολύ πιο πίσω από τα βυζαντινά χρόνια. Στην τοποθεσία Καστρί, κοντά στα Φιδάκια, έχουν εντοπιστεί ερείπια αρχαίου τείχους και ίχνη οικισμού που ορισμένοι ερευνητές ταυτίζουν με την ομηρική Οιχαλία, την πόλη του βασιλιά Ευρύτου, του τοξότη που τόλμησε να προκαλέσει τον Ηρακλή σε αγώνα και πλήρωσε με την καταστροφή της πρωτεύουσάς του. Η αρχαιολογική ταύτιση παραμένει ανοιχτό ζήτημα, αλλά η στρατηγική θέση επιβεβαιώνει ότι αυτά τα βουνά δεν ήταν ποτέ έρημα. Κατοικούνταν, οχυρώνονταν, και έπαιζαν τον δικό τους ρόλο στα αρχαία δράματα.
Αυτή είναι η ομορφιά των τόπων που βρίσκονται στο τέλος του δρόμου. Δεν σε περιμένουν με πλακάτ και υποσχέσεις. Στέκονται εκεί, σιωπηλοί, αξιοπρεπείς, ανέγγιχτοι από τη φρενίτιδα του σύγχρονου κόσμου. Και αν είσαι διατεθειμένος να κάνεις τον κόπο να τους βρεις, θα σε ανταμείψουν με κάτι σπάνιο: την αίσθηση ότι, για λίγο, ο κόσμος επανέκτησε το νόημά του.
Πρακτικός Οδηγός
Πώς να πάτε: Από το Καρπενήσι, ακολουθήστε την επαρχιακή οδό προς Αγρίνιο. Στο 8ο χιλιόμετρο, στη θέση «Μπαγασάκι», στρίψτε αριστερά. Ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος αλλά γεμάτος στροφές (25 χλμ συνολικά).
Πότε να πάτε: Η άνοιξη και το φθινόπωρο είναι ιδανικές εποχές για πεζοπορία. Το Γεφύρι του Μανώλη είναι συνήθως ορατό από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο, όταν η στάθμη της λίμνης πέφτει. Ο χειμώνας προσφέρει μια μαγευτική εικόνα χιονισμένου χωριού, αλλά απαιτεί αντιολισθητικές αλυσίδες.
Πού να μείνετε: Ξενώνας «Οιχαλία» στο κέντρο του χωριού. Παραδοσιακή φιλοξενία με σπιτικό φαγητό.
Τι να δοκιμάσετε: Τσαλαφούτι (κατίκι), χειροποίητες πίτες, ντόπια λουκάνικα, αρνί στη γάστρα, γλυκά του κουταλιού, τσίπουρο με μούρα.
Δραστηριότητες: Πεζοπορία στα Τσαγκαράλωνα (3 χλμ από το χωριό), rafting στον Τρικεριώτη, Βόλτα στη Λίμνη Κρεμαστών, διαδρομές 4×4 προς απομονωμένες παραλίες της λίμνης.
Διαβάστε ακόμα:
Ένας πλήρης οδηγός για το Καρπενήσι: Πού θα φάτε, τι να δείτε, πού θα μείνετε
Tαξίδι στα βουνά της Ευρυτανίας
Mεγάλο Χωριό Ευρυτανίας: Όλες οι ταξιδιωτικές αρετές σε έναν προορισμό





