Αφήνοντας το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ στην είσοδο του Μεγαλοχωρίου, ο δρόμος που κατηφορίζει προς το κέντρο του οικισμού μοιάζει να έλκει τα βήματά σου. Μια μυστικιστική αύρα σε προδιαθέτει ότι βρίσκεσαι σε ένα από εκείνα τα σπάνια χωριά που, αν και σε mega σταρ τουριστικούς προορισμούς, παραμένουν μικρά ακατέργαστα διαμάντια. Κι ενώ από τη μία θέλεις να κρατήσεις την ανακάλυψή σου για τον εαυτό σου, σαν να έχεις αναλάβει το «ιερό χρέος» να διαφυλάξεις όσο το δυνατόν ανέγγιχτο το μέρος από τις ορδές τουριστών, ταυτόχρονα, θες να διαλαλήσεις ότι ακόμη και η Σαντορίνη της παγκόσμιας φήμης και προβολής, διαθέτει αυθεντικές γωνιές, μια ανάσα γνησιότητας ανάμεσα σε πισίνες υπερχείλισης με εκπληκτική ομολογουμένως θέα και στιλάτα καφέ μπαρ.
Στην προκειμένη, η αυθεντικότητα απαντάται μόλις 9 χιλιόμετρα από τα κοσμοπολίτικα Φηρά. Το Μεγαλοχώρι είναι το χωριό των περίτεχνων καμπαναριών που σχηματίζουν τις πιο πρωτότυπες αψίδες και τις πιο κινηματογραφικές εικόνες: παιδιών που παίζουν μπάλα από κάτω τους, άλλων που κατηφορίζουν περνώντας με το πατίνι τους, ζευγαριών που βολτάρουν χέρι-χέρι στο ρομαντικό σκηνικό, ντόπιων που απλά ζουν την καθημερινότητά τους διαβαίνοντας κάτω από ασβεστωμένους πύργους με καμπάνες. Είναι επίσης το χωριό δύο σπουδαίων οινοποιείων, ενός πρωτότυπου πολιτιστικού κέντρου και κυρίως των χαλαρών ρυθμών και του καφενέ-προορισμού, όπου οι συνδαιτημόνες γίνονται μια παρέα, πίνοντας ούζο σαντορινιό, δοκιμάζοντας χειροποίητους φρεσκομαγειρεμένους μεζέδες και μαθαίνοντας από τους ίδιους τους κατοίκους για ό,τι συμβαίνει στο νησί.
Το αφτιασίδωτο καφενείο, ένα στέκι για όλους
Στο δικό μας ανοιξιάτικο ταξίδι στη Σαντορίνη, αυτή ήταν και η πρώτη στάση, το «Παραδοσιακό Καφενείο Μεγαλοχώρι», με τη βοτσαλωτή αυλή, τα ανομοιόμορφα τραπέζια και τα πολύχρωμα μαξιλάρια, την έξω καρδιά ιδιοκτήτρια Μάγδα στην υποδοχή και δίπλα της τον πιστό της σκύλο Σα και τον λευκό γάτο Μπετόβεν, να πιστοποιούν αμέσως ότι βρισκόμαστε σε ένα χωριό φιλόξενο, απροσποίητο, σχεδόν ανέγγιχτο από το χρόνο. Παρότι το καφενείο-επίκεντρο της κοινωνικής ζωής του Μεγαλοχωρίου δεν λειτουργεί παρά λίγα μόνο χρόνια, φαίνεται να έχει να αφηγηθεί πολλές ιστορίες από τα παλιά. Ίσως είναι τα έπιπλα-οικογενειακά κειμήλια από τη Βέροια που γεμίζουν το εσωτερικό και που έφερε μαζί της η χαμογελαστή Μάγδα, ίσως κι εκείνα που της προσέφεραν οι ίδιοι οι κάτοικοι του χωριού όταν το κατάστημα γυναικείων αξεσουάρ που σκόπευε να ανοίξει στο σημείο αυτό, αποφάσισε να κάνει τελικά καφενείο.
Ίσως είναι η ιστορία της ίδιας της ιδιοκτήτριας, που μετά από σπουδές ψυχολογίας στα Γιάννενα και ενδυματολογίας και σκηνογραφίας στη Σχολή Βακαλό, αποφάσισε να αφήσει τόσο τη γενέτειρά της όσο και την Αθήνα για να εγκατασταθεί μόνιμα το 2014 στο νησί που της είχε κλέψει την καρδιά από το 1993, όταν είχε πρωτοέρθει στη Σαντορίνη για διακοπές. Ίσως είναι οι ιστορίες που μοιράζονται ντόπιοι και ταξιδιώτες τα καλοκαιρινά βράδια, όταν όλοι μαζεύονται γύρω από το κατακόκκινο πιάνο που βγαίνει στην αυλή για να πλημμυρίσει με τις μελωδίες του τα ασπρισμένα σοκάκια.
Την εποχή αυτή, συνηθισμένο θέμα συζήτησης για όποιον φτάνει στο νησί είναι αναπόφευκτα και η πρόσφατη σεισμική δραστηριότητα. Η αφοπλιστική απάντηση της Μάγδας είναι και η πιο χαρακτηριστική: καθώς μας δείχνει τα κρεμασμένα κολονάτα ποτήρια και τα πιάτα που μοιάζουν να ακροβατούν τακτοποιημένα στην παλιά σερβάντα, δηλώνει κατηγορηματικά «δεν έπεσε ούτε ένα, δεν έσπασε τίποτα απολύτως». «Ζημιές δεν υπήρξαν σε κανένα σπίτι» σπεύδουν να προσθέτουν κι οι Μεγαλοχωρίτες που ακούν τη συζήτηση κι επεμβαίνουν, θέλοντας να βάλουν τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.
«Μπορεί το φαινόμενο να ήταν ασυνήθιστο σε ένταση και συχνότητα, δεν νιώσαμε όμως τον πανικό που κάποιες φορές μετέδωσαν τα μέσα ενημέρωσης. Αυτό που ζήσαμε εμείς δεν είχε σχέση με αυτά που έδειχνε η τηλεόραση. Τις πρώτες μέρες κάποιοι κοιμήθηκαν σε αυτοκίνητα, άλλοι στα μπροστινά δωμάτια των σπιτιών, από το Μεγαλοχώρι όμως ελάχιστοι έφυγαν», συμπληρώνουν, δείχνοντάς μας μάλιστα τα στηθαία με τα οποία έχουν ενισχυθεί σπίτια των αρχών του 20ού αιώνα που είχαν αντέξει ακόμη και το μεγάλο σεισμό του 1956. Όντως, όλα γύρω μας πιστοποιούν την κανονικότητα -όχι την επιστροφή σε αυτή, αφού για τους κατοίκους το φαινόμενο δεν στάθηκε ικανό να αποσυντονίσει τους ρυθμούς τους. Η καθημερινότητα συνεχίζεται με τη γνώριμη ηρεμία.
Οι νόστιμοι μεζέδες πηγαινοέρχονται ασταμάτητα από την κουζίνα στα τραπέζια, μαζί με μπίρες από τις μικροζυθοποιίες της Σαντορίνης και ούζο που αποστάζεται στο νησί. Στον μαρμάρινο πάγκο που σκεπάζει ένα ακόμη ξύλινο μπουφέ από τη Βέροια, δίσκοι γεμίζουν με ντοματοκεφτέδες, φάβα και τηγανητά κεφτεδάκια, αχνιστή μανιταρόσουπα, σιγομαγειρεμένη τηγανιά που κάνει όλο το καφενείο να μοσχοβαλά και βουτυράτο ξινόχοντρο που έρχεται απ΄ευθείας από την Κρήτη. Όλα από τα χέρια της φιλόξενης Μάγδας -με δύο ακόμη κοπέλες να βοηθούν το καλοκαίρι-, που άνετα θα μοιραστεί το τραπέζι μαζί σας αλλά και θα σας συμβουλεύσει να αφήσετε χώρο για το καταπληκτικό γλυκό του κουταλιού σταφύλι και τα παραδοσιακά μελιτίνια της κυρίας Μαργαρίτας από το γειτονικό χωριό.
Από τα αψιδωτά καμπαναριά στα εξαιρετικά οινοποιία
Από το καφενείο του Μεγαλοχωρίου δεν φεύγεις αποχαιρετώντας, αλλά δίνοντας την υπόσχεση πως θα ξανάρθεις. Μια υπόσχεση που ανυπομονείς να τηρήσεις, διαπιστώνεις κατηφορίζοντας για να βρεθείς μπροστά στις πιο χαρακτηριστικές εικόνες του οικισμού. Πρόκειται για τα θεαματικά καμπαναριά, όπως της Ζωοδόχου Πηγής ή την πυραμιδοειδή αψίδα με έξι καμπάνες σε τρία επίπεδα, σίγουρα από τις πιο εντυπωσιακές όψεις της μη τουριστικής Σαντορίνης. Η μικρή πλατεία λίγο πιο κάτω, είναι το σημείο όπου λαμβάνουν χώρα γιορτές και έθιμα με την ενθουσιώδη συμμετοχή όλου του χωριού, όπως η ύψωση του Λαζάρου το Σάββατο πριν την Κυριακή των Βαΐων, από τα πιο πολυαναμενόμενα της πασχαλινής περιόδου στο νησί.
Ανηφορίζοντας χωρίς προσανατολισμό, σε σοκάκια στρωμένα με πέτρα και σκαλιά που τυφλώνουν από την αντανάκλαση του ήλιου στο λευκό, φτάνεις σε ζωηρόχρωμους μπλε ή κάτασπρους τρούλους, αλλά και στο μεγαλοπρεπή ναό των Αγίων Αναργύρων, τα ονόματα των οποίων είναι γραμμένα σε καθένα από τα δίδυμα κωδωνοστάσια που επιβλέπουν όλο το χωριό και που θα θαυμάσετε από την αυλή του παραδοσιακού καφενείου. Εικόνες σαν αυτές, μαζί με μία ακόμη περίτεχνη πύλη-καμπαναριό -αυτή των Εισοδίων της Θεοτόκου ή Παναγίας της Τρανής με το εξαιρετικό ξυλόγλυπτο τέμπλο, τις παλιές ρωσικές εικόνες από τον Οδησσό και το μεταβυζαντινό καλεντάρι με τις 365 μινιατούρες αγίων – μία για κάθε ημέρα του χρόνου, του σκαρφαλωμένου ψηλά Αγίου Αντωνίου ή του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου που στέκει αγέρωχο στο μονοπάτι που οδηγεί στην παραλία της Πλάκας και ατενίζει την Καλντέρα, συνθέτουν την εικόνα ενός χωριού εκπληκτικής αρχιτεκτονικής.
Αν η αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική δημιουργεί τις πρώτες εντυπώσεις θαυμασμού και ξυπνά την επιθυμία για εξερεύνηση ανάμεσα στα δαιδαλώδη σοκάκια με τους ψηλούς τοίχους που κάποτε προστάτευαν από τους πειρατές, είναι τα δύο οινοποιεία του χωριού που έρχονται να προσθέσουν τη διάσταση της απόλαυσης και της γνωριμίας με τη μοναδικότητα του σαντορινιού αμπελώνα και τη σπουδαία οινική παράδοση του ηφαιστειογενούς νησιού. Και τα δύο ονόματα, Βενετσάνος και Γαβαλάς συγκαταλέγονται στους κορυφαίους εκπροσώπους της οινικής κουλτούρας και ιστορίας της Σαντορίνης, προσφέροντας τη δυνατότητα επίσκεψης στους χώρους τους και δοκιμής μερικών από τις κορυφαίες ποικιλίες που έχουν κάνει το ελληνικό κρασί διάσημο σε κάθε γωνιά της γης.
Ακριβώς πάνω από τον όρμο του Αθηνιού, εκεί όπου το 1949 η οικογένεια Βενετσάνου κατασκεύασε σε επικλινές έδαφος το πρώτο βιομηχανικό οινοποιείο της Σαντορίνης, η οινογνωσία ξετυλίγεται σε ένα εκπληκτικό σκηνικό τεσσάρων επιπέδων. Μέσα από θολωτούς μουσειακούς χώρους και πέτρινους υπόσκαφους διαδρόμους, οδηγείστε σε τραπέζια που λούζονται στο φως και προσφέρουν θέα στην καλντέρα που κόβει την ανάσα, για να γευτείτε τη γευστική πολυπλοκότητα του Ασύρτικου, να μάθετε από που παίρνει το όνομά του το Νυχτέρι, να ξαφνιαστείτε με το ημίξηρο ροζέ, να απολαύσετε γουλιά-γουλιά το ολόγλυκο Vinsanto, συνοδεύοντας με εδέσματα που αναδεικνύουν καθέναν από τους μοναδικούς οίνους του ιστορικού οινοποιείου.
Στη γραφική αυλή ή στην ταράτσα του οινοποιείου Γαβαλάς από την άλλη, το οινικό ταξίδι εκτυλίσσεται ανάμεσα στους χώρους παραγωγής με τον εξοπλισμό σύγχρονης τεχνολογίας και τα παλιά πετρόκτιστα κελάρια ή τα πατητήρια της κάναβας που ακολουθεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της αρχαίας Θήρας. Εδώ παρουσιάζεται η ιστορία μιας από τις παλαιότερες οικογένειες οινοποιών της Σαντορίνης και οι αγώνες πέντε γενιών για την ανάδειξη του αμπελώνα του νησιού και την αναβίωση σπάνιων γηγενών ποικιλιών όπως το «Κατσανό», το «Μαυροτράγανο» και το «Βουδόματο, που εκπροσωπούν τρεις από τους έντεκα οίνους που φέρουν την ετικέτα Γαβαλάς, διαθέσιμους για δοκιμή σε μια σειρά διαφορετικών πακέτων που περιλαμβάνουν και τα ανάλογα συνοδευτικά.
Το πρωτότυπο πολιτιστικό κέντρο
Κρυμμένη στα στενά του Μεγαλοχωρίου, μια παλιά κάναβα έχει μεταμορφωθεί θεαματικά σε έναν χώρο όπου η μουσική, η μυθολογία, οι τέχνες και η ιστορία συναντιούνται και ζωντανεύουν μέσα από μια μοναδική σκοπιά. Είναι η ματιά του μουσικού, ερευνητή και κατασκευαστή παραδοσιακών και αρχαίων οργάνων Γιάννη Πανταζή, που με τη σύζυγό του διατηρούν έναν πολυχώρο ο οποίος λειτουργεί ταυτόχρονα ως έκθεση αρχαίων μουσικών οργάνων, εργαστήρι και χώρος παραστάσεων με ένα τακτικά εναλλασσόμενο καλλιτεχνικό πρόγραμμα.
Στην πραγματικά υπέροχη θολωτή κάναβα θα μυηθείτε σε ήχους ξεχασμένους, θα αναγνωρίσετε τις μελωδίες μιας τσαμπούνας, μιας άρπας, μιας γκάιντας -όλα δια χειρός Γιάννη Πανταζή-, θα δοκιμάσετε να κατασκευάσετε το δικό σας φλάουτο, θα μελετήσετε ιστορικά και μουσικά συγγράμματα στη μικροσκοπική θολωτή βιβλιοθήκη, θα γνωρίσετε την ιστορία του οικήματος που λειτουργούσε ως αποθηκευτικός χώρος κρασιού μέσα από τη σχετική φωτογραφική έκθεση, και μια γαλήνια καλοκαιρινή βραδιά, με ένα ποτήρι κρασί Σαντορίνης πλάι σας, θα αφήσετε το χρόνο να σταματήσει για λίγο στην πλαισιωμένη από ένα μίνι βοτανικό κήπο, πέτρινη αυλή. Μοναδικές εμπειρίες και μικρές στιγμές που δικαιολογούν γιατί αυτή η χαμηλών τόνων γωνιά της Σαντορίνης, αξίζει να ονομάζεται Μεγαλοχώρι.
Διαβάστε ακόμα:
Πύργος Σαντορίνης: Ένας λαβύρινθος κυανόλευκων τόνων αφηγείται ιστορίες για πειρατές
Ο Σκάρος στο Ημεροβίγλι, το καστέλι του Εμπορείου -Περιήγηση στην άλλη πλευρά της Σαντορίνης