Στην ανατολικότερη γωνία του Εθνικού μας χάρτη, κάτω από τον βαρύ όγκο της γείτονος Τουρκίας, αγκαλιασμένη από τα νερά της Μεσογείου, η Μεγίστη, πιο γνωστή ως Καστελόριζο, περιμένει τον ταξιδιώτη να έρθει μέχρι εδώ για να τον γεμίσει με χρώμα, μυρωδιές, ιστορίες και αναμνήσεις.
Το ταξίδι
Είναι ένας από αυτούς τους προορισμούς οι οποίοι κάθε χρόνο σχεδόν, ανήκουν στους επιθυμητούς. Αλλά, αν δεν κατάγεται κάποιος από εδώ, ή έστω από τη Ρόδο, δεν μπαίνει εύκολα σε προτεραιότητα επίσκεψης. Το Καστελόριζο δεν είναι κοντά. Το αντίθετο, ανήκει στους πιο απομακρυσμένους τόπους από το κέντρο της Ελλάδας. Ίσως όμως ακριβώς για αυτό να είναι και τόσο ελκυστική η ιδέα του ταξιδιού μέχρι εδώ. Η δική μου αφορμή ήταν ένα, σχεδόν, ξεχασμένο ανοιχτό αεροπορικό εισιτήριο για οποιονδήποτε προορισμό εσωτερικού μετά από ένα απρόβλεπτο συμβάν με αεροπορική εταιρία, πριν από έναν χρόνο. Πέντε κιλά πραμάτεια όλα κι όλα στο μικρό σακίδιο και αναχώρηση από τον αερολιμένα Αθηνών για τη Ρόδο (δεν είχε απευθείας πτήση για το Καστελόριζο) με στόχο το επιβατηγό πλοίο της επομένης. Η διανυκτέρευση στην πόλη της Ρόδου μου δίνει μια παράταση της προσδοκίας για τον τελικό προορισμό αλλά είναι και μια καταπληκτική μετάβαση από την καθημερινότητα στην περιπέτεια του ταξιδιού.
Ο παραλιακός δρόμος για το λιμάνι βουίζει από την πρωινή κίνηση αλλά μετά την είσοδο στο πολύ μεγάλο πλοίο, επέρχεται αυτόματα η ηρεμία της αίσθησης της απόδρασης. Έλληνες είναι οι περισσότεροι επιβάτες, με προφανή την καταγωγή τους από το νησί του Καστελόριζου, αν κρίνω από τις κουβέντες που ανταλλάσσουν. Ανταγωνίζονται σε ένταση φωνής τους Ιταλούς, οι οποίοι είναι η δεύτερη πολυπληθέστερη εθνικότητα μέσα στο πλοίο. Οι δυτικοί μας γείτονες έχουν μια τεράστια αγάπη για τα Δωδεκάνησα, έτσι κι αλλιώς και για ιστορικούς λόγους. Το δρομολόγιο του πλοίου από τη Ρόδο για το Καστελόριζο δεν είναι καθημερινό. Διαρκεί τρεισήμισι ώρες χωρίς ενδιάμεση στάση, αφού δεν υπάρχει κάποιο λιμάνι στο μεταξύ. Η ελαφριά συννεφιά και η υγρασία θολώνουν λίγο την εικόνα των τουρκικών παράλιων στα αριστερά, ένα μοτίβο μόνιμο μέχρι την άφιξη.
Λίγα λεπτά πριν τη στροφή προς τα δεξιά και την είσοδο στο λιμάνι, το πλοίο ηχεί την κόρνα του με περηφάνεια, θα έλεγε κάποιος, καθώς περνά δίπλα από την ιστορική νησίδα Ρω. Πριν την είσοδο στον φυσικό και προστατευμένο κόλπο της Μεγίστης, ένα πολεμικό πλοίο με ελληνική σημαία στέκει υπομονετικά λίγο πιο έξω αφού, όπως θα παρατηρήσω σε λίγο, το λιμάνι δεν έχει χώρο για τη μανούβρα του επιβατηγού αλλά και το αγκυροβόλι του πολεμικού ταυτόχρονα. Το γκρίζο, πεντακάθαρο στρατιωτικό σκάφος, ένδειξη και της εγγύτητας της Μεγίστης στα σύνορα με την Τουρκία, θα ξαναμπεί στο λιμάνι μετά την αναχώρηση του επιβατηγού/οχηματαγωγού. Αυτό, παρεμπιπτόντως, είναι και το μόνο βαρετό χρωματικά στοιχείο κατά την άφιξη στο λιμάνι. Είχα δει φωτογραφίες σε οδηγούς αλλά και εικόνες από την ταινία “Mediterraneo”, η οποία είχε γυριστεί εδώ και είχε προσφέρει την καλύτερη διαφήμιση στον τόπο, αλλά η φυσική παρουσία γεμίζει τον επισκέπτη με μια πλημμύρα χρωμάτων, υπέροχης αρχιτεκτονικής και ατόφιας αισθητικής.
Ο μιναρές στα αριστερά, το κάστρο των Ιωαννιτών Ιπποτών από πάνω με την μεγάλη ελληνική σημαία να κυματίζει σε περίοπτη θέση, η ολόλευκη σκάλα στο μέσο του λιμανιού, τα τακτοποιημένα αγκυροβολημένα ιστιοφόρα, τα χαμηλά πολύχρωμα κτίσματα, το γαλαζοπράσινο των νερών και όλα αυτά στη σκιά του απότομου πέτρινου και χωμάτινου, κοκκινωπού υψώματος, συνθέτουν μια εικόνα ψεύτικη, ζωγραφιστή, σχεδόν κοροϊδευτική. Το Καστελόριζο είναι πολύ όμορφο και το ξέρει.
Το νησί
Το δωμάτιο που θα με φιλοξενήσει τις επόμενες ημέρες, είναι καλαίσθητο, ήσυχο διακοσμητικά, φιλόξενο και διακριτικό, αφού δε βρίσκεται μπροστά στο νερό, κάτι που είναι δύσκολο να είναι διαθέσιμο χωρίς πολύμηνο προγραμματισμό. Το νησί είναι πολύ μικρό, ο οικισμός, χωρισμένος βέβαια σε μικρότερα κομμάτια, μόνο ένας και η χωρητικότητα, τους πολύ ελκυστικούς καλοκαιρινούς μήνες, περιορισμένη. Αρχές Ιουνίου τα πράγματα είναι ακόμη εύκολα και πιο προσιτά.
Η βόλτα μέσα στα στενά είναι μια χρωματική πανδαισία, η αρχιτεκτονική θυμίζει παντού θεατρικό σκηνικό και κάποιοι κάτοικοι βάζουν κυριολεκτικά τις τελευταίες πινελιές, πριν την επίσημη έναρξη της τουριστικής σεζόν. Το νησί προσφέρει μια εγγύτητα, μια διαρκή επαφή των ανθρώπων μεταξύ τους χάρη στο μέγεθός του, προσδίδοντάς του εύκολα τον όρο του θέρετρου.
Ξαπλώστρες και ομπρέλες είναι τοποθετημένες μπροστά στα ενοικιαζόμενα αλλά και στα ιδιόκτητα κτίρια της προκυμαίας, σκάλες εξόδου από το νερό βρίσκονται παντού ανά διαστήματα, τα ιστιοπλοϊκά είναι δεμένα δίπλα στα τραπέζια των εστιατορίων, οι ζωές, οι επιθυμίες και οι συνήθειες των ανθρώπων συνωστίζονται και μοιράζονται αρμονικά. Η καρδιά του οικισμού βρίσκεται στο μέσο του κόλπου, στην αγορά, όπου σχεδόν όλα τα καφέ, μπαρ και σνακ-μπαρ μοιράζονται το χώρο. Σημείο συνάντησης των ντόπιων αλλά και των συχνών επισκεπτών, με τη μυρωδιά του καφέ αλλά και τους ήχους μουσικής lounge αλλά και τύπου «Budha Bar» να κυριαρχούν. Τα τουρκικά πλοιάρια αρχίζουν να καταφτάνουν από νωρίς, όμορφα πλοιάρια, διαφόρων τύπων, φέρνοντας τους ημερήσιους επισκέπτες από απέναντι, από το Κας.
Η απόσταση είναι τόσο μικρή που, τη νύχτα, όταν η ατμόσφαιρα είναι πολύ καθαρή, σχεδόν ενώνονται τα φώτα και οι στεριές των δύο τόπων σε μια ειρηνική οφθαλμαπάτη. Στο νησί, εκτός από τους ολοένα αυξανόμενους αριθμούς Τούρκων επισκεπτών, αυτές τις ημέρες βρίσκονται και οι γιατροί, μια περιοδική επίσκεψη με επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων στο κτίριο του πολυδύναμου ιατρείου του νησιού αλλά και περίπου τριακόσιοι Ιταλοί, από το Μιλάνο, καλεσμένοι στο γάμο ενός ζευγαριού, επίσης Ιταλών. Η ατμόσφαιρα, για καλή μου τύχη, είναι χαρούμενη, αισιόδοξη, ολοζώντανη και, όσον αφορά τους Ιταλούς και λίγο… αλκοολική. Καλαίσθητες συγκεντρώσεις, τραπεζώματα, ομαδικές βουτιές αλλά και πάρτι, συνθέτουν το γαμήλιο ιταλικό τριήμερο.
Στον τοίχο του εστιατορίου που επιλέγω να δειπνήσω το βράδυ, κρέμεται μια μεγέθυνση φωτογραφίας του οικισμού, τραβηγμένης το 1905. Η εικόνα μαρτυρά έναν τόπο πλούσιο, πολυπληθή, περίπου 14.000 κάτοικοι ζούσαν τότε εδώ, πριν ο ρους της Ιστορίας αλλάξει πολλές φορές τους αριθμούς, τα μεγέθη, τα πλούτη και ξεχωρίσει τους φίλους από τους εχθρούς, τους συμμάχους από τους καταπατητές και λεηλάτες και διώξει πολλούς προς την καινούρια τους πατρίδα, την Αυστραλία.
400 σκαλοπάτια
Επτά το πρωί. Ησυχία και σχετική δροσιά απλώνονται πάνω από το νησί. Ξεκινώ με βήμα ταχύ την ανάβαση προς το πεδίο ψηλά, 400 σκαλιά πάνω από τον οικισμό. Η κλίση είναι απότομη, απαιτητική. Το μονοπάτι και τα σκαλιά είναι φροντισμένα, καθαρά από επικίνδυνα για γλίστρημα χαλικάκια. Ξέπνοος καθώς ανεβαίνω, παρατηρώ τον αριθμό των σκαλοπατιών γραμμένο με μπλε χρώμα ανά πενήντα ή και εκατό, δίνοντας, ανάλογα στη διάθεση του πεζοπόρου, είτε κουράγιο είτε απογοήτευση για την απόσταση μέχρι την κορυφή. Η θέα όμως αποζημιώνει και συγχωρεί. Ο ήλιος στα ανατολικά χρυσίζει τα νερά και ζωγραφίζει τις σκιές των βραχονησίδων που συνθέτουν το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης, από την Ψωραδιά, το τοπικό, ιστορικά, σανατόριο, μέχρι τον Άγιο Γεώργιο αλλά και το τελευταίο ελληνικό νησί, τη Στρογγυλή.
Απέναντι, η Τουρκία, υπερβολικά χτισμένη με τη δική της ερμηνεία της τουριστικής ανάπτυξης, οι δικές της βραχονησίδες και ανάμεσα στις δύο χώρες το σκάφος της διεθνούς συνοριοφυλακής το οποίο κινείται νωχελικά, ελέγχοντας το πέρασμα. Στο κατέβασμα συναντώ τους επόμενους «προσκυνητές» του μονοπατιού, ίσως όχι τόσο πιστούς, αν κρίνω από τις εκφράσεις των προσώπων τους. Στη βάση της σκάλας, στρίβω δεξιά με κατεύθυνση το Μανδράκι, πίσω από τη σκιά του Κάστρου των Ιωαννιτών. Πανέμορφες μονοκατοικίες βρίσκονται διάσπαρτες, κάποιες με κήπους περιποιημένους, άλλες όμως αφημένες στην τύχη τους και στη φθορά του χρόνου, αφού πολλοί ιδιοκτήτες δεν ζουν εδώ. Κατεβαίνω στην βοτσαλωτή παραλία περνώντας δίπλα από τον «Πασά», τη δεξαμενή νερού, απλή απέριττη στην όψη, με καμπυλωτό τρούλο και όχι πια λειτουργική.
Αυτή και άλλες δεξαμενές διάσπαρτες σε διάφορα σημεία του νησιού, μαρτυρούν μια εποχή, όχι τόσο πίσω χρονικά, όπου οι κάτοικοι συλλέγαν το βρόχινο νερό. Ανεβάζω ρυθμό στο βήμα μου για να προλάβω το ραντεβού με τον καπετάνιο Αντώνη Πατινιώτη, ο οποίος θα με μεταφέρει, με δική του πρωτοβουλία, στη Γαλάζια Σπηλιά, ένα από τα πιο σημαντικά ταξιδιωτικά αξιοθέατα του νησιού. Η βάρκα σχίζει την επιφάνεια της θάλασσας με ταχύτητα και με μια σιγουριά η οποία μαρτυρά τον αριθμό των διαδρομών που έχει κάνει υπό τον κυβερνήτη της. Περνάμε δίπλα από την Ψωραδιά, κάτω από τον Λυκιακό τάφο, τον Άγιο Γεώργιο στα αριστερά μας και, λίγο αργότερα δεχόμαστε την εντολή από τον καπετάνιο Αντώνη, να ξαπλώσουμε ανάσκελα στη βάρκα, καθώς η είσοδος στο σπήλαιο είναι πολύ χαμηλή.
Και εκεί ξαφνικά, ο κόσμος αλλάζει, μέσα στη γαλάζια απόχρωση, την κρυστάλλινη καθαρότητα των νερών, τους σχηματισμούς και τα κοράλλια στα βράχια, την ησυχία, πέρα από τον ελαφρύ παφλασμό και το χορευτικό λίκνισμα της βάρκας. Η στιγμή είναι σχεδόν ευλαβική και ο Αντώνης φροντίζει να τονίσει αυτή τη σπουδαιότητα, μένοντας σιωπηλός και μιλώντας μόνο όπου χρειάζεται για να εξηγήσει κάτι πολύτιμο ως πληροφορία. Καθώς επιστρέφουμε στο λιμάνι, χαιρετάμε τους επόμενους σε άλλες βάρκες οι οποίοι θα ζήσουν την ιδιαίτερη αυτή εμπειρία.
Οι άνθρωποι
Αρχές Ιουνίου με τα σχολεία ακόμη σε λειτουργία, την τουριστική σεζόν μόλις να έχει αρχίσει να προσπαθεί να βγει από το κουκούλι του χειμώνα, τις προετοιμασίες και τις καθαριότητες σε πλήρη εξέλιξη, οι άνθρωποι στο νησί είναι σε υπερδιέγερση. Κάποιοι από αυτούς απλώς συνεχίζουν τη ζωή όλου του χρόνου, με εργασίες και ασχολίες ανεξάρτητες του τουρισμού. Τα σκέφτομαι όλα αυτά καθώς κάθομαι στο σκαλί μπροστά στο ατελιέ του Αλέξανδρου Ζυγούρη, στην αριστερή άκρη της εισόδου του κόλπου, μετά το κλειστό ξενοδοχείο. Ο Αλέξανδρος είναι γλύπτης, καλλιτέχνης της πέτρας, εκφραστής του λόγου, της φιλοσοφίας αλλά και της ησυχίας. Της τέχνης εκφρασμένης χωρίς τη χρησιμότητα των λόγων απαραίτητα.
Το ατελιέ του δεν είναι προνομιακό μόνο χάρη στην καλαισθησία που του έχει προσδώσει ο ίδιος, με το λαμπρό φως του ήλιου να φωτίζει μέχρι μέσα τα έργα αλλά και τις σκέψεις του, αλλά και λόγω της θέσης του με θέα ολόκληρο τον υπόλοιπο οικισμό. Καθώς μου προσφέρει τον καφέ που μόλις έφτιαξε στη βιδωτή, τόσο ιταλική, συσκευή του εσπρέσο, μοιράζομαι μαζί του την εμπειρία μου από την επίσκεψη στα μελίσσια του Νικόλα Μαλτέζου, ψηλά πάνω από το φανταστικό αεροδρόμιο του νησιού αλλά και απέναντι από το Φρούριο του Παλαιόκαστρου, όπου αλλάξαμε κάποιες θέσεις στις κυψέλες, ελέγξαμε την παραγωγή μελιού αλλά και μιλήσαμε για τη μελισσοκομία, έχοντας φορέσει, φυσικά, τις προστατευτικές στολές.
Ο Νικόλας Μαλτέζος μού εξήγησε την αγάπη για αυτήν την απασχόληση, τη δική του αλλά και των παιδιών που τον επισκέπτονται και μαθαίνουν αυτήν τη συγκεκριμένη πρωτογενή παραγωγή. Τις εικόνες από την επίσκεψή μου στα μελίσσια, καθώς το τοπίο είναι ξερό και άγριο, με εμάς ντυμένους με τις απαραίτητες στολές, κάτω από τον πολύ ζεστό ήλιο του πρωινού, καθώς κινούμαστε αργά και προσεκτικά σαν σε αργή κίνηση, μόνο με σκηνές από ταινία επιστημονικής φαντασίας μπορώ να τις παρομοιάσω. Ακριβώς απέναντι από το ατελιέ, σε κολυμβήσιμη απόσταση, δεσπόζει ο μιναρές από το Τζαμί –Μουσείο, το μπαρ «Φάρος», το καφέ -μπαρ «Κάβος» του ευγενέστατου και πολύ φιλόξενου Χρήστου Δούλου, το Αρχαιολογικό -Ιστορικό- Λαογραφικό Μουσείο, απαραίτητη επίσκεψη για κάθε ταξιδιώτη, το Κάστρο των Ιωαννιτών αλλά και ολόκληρη η προκυμαία καθώς το βλέμμα ταξιδεύει προς τα δεξιά. Ουδέν κρυπτόν…
Η ημέρα μου τελειώνει πάνω από ένα πιάτο με τον υπέροχο τοπικό μεζέ της ψιλής γαρίδας, κατακόκκινης, σχεδόν διάφανης αλλά πεντανόστιμης, προσπαθώντας να εξηγήσω το γρίφο του Καστελόριζου και της γοητείας του. Από το αινιγματικό χαμόγελο του Πάτερ Γεώργιου, ο οποίος κάθεται δίπλα στην απορροφημένη από την τεχνολογία πολύ νέα γενιά στον πάγκο έξω από τα «Πλατάνια», μέχρι τον πολύ ενδιαφέρων λαβύρινθο στο μυαλό αλλά και στο χώρο του Πανταζή Χούλη και του πολύ σπάνιου μουσείου γρίφων του. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, θα προσπαθήσω πάντως.
Διαβάστε ακόμα:
Καστελόριζο: 5 τοπ πεζοπορικές διαδρομές στην πιο μακρινή γωνιά της Ελλάδας
Καστελόριζο: Το νησί των γρίφων με τη (Μεγίστη) μαγεία στη Γαλάζια Σπηλιά
Ένα μπλε-ηλεκτρίκ θαύμα στο νότιο Αιγαίo: Βόλτα με φουσκωτό στη Γαλάζια Σπηλιά του Καστελόριζου