Ψάξτε στα σοκάκια της Μεντίνα της Ταγγέρης για να ανακαλύψετε τη μοναδική ατμόσφαιρα που περιγράφει η ταινία «Τσάι στη Σαχάρα» του Μπερτολούτσι, εμπνευσμένη από το βιβλίο The Sheltering Sky του βραβευμένου συγγραφέα Πολ Μπόουλς.

24

Στο βόρειο Μαρόκο, εκεί όπου συναντώνται τα νερά της Μεσογείου και του Ατλαντικού, βρίσκεται μια πόλη-λιμάνι της οποίας η μοίρα καθορίστηκε από τη στρατηγική της θέση, για την οποία τη διεκδίκησαν και την κατέλαβαν πολλοί. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, άλλωστε έχει συμβεί σε δεκάδες άλλες πόλεις του κόσμου. Στο πρόσφατο παρελθόν, την ταυτότητά της σφράγισε μια μοναδική παραξενιά της ταραχώδους ιστορίας της, που την έκανε μεταξύ 1923 και 1956 Ελεύθερη Ζώνη, προσελκύοντας ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου -αλλά κυρίως Ευρωπαίους. Από τραπεζίτες και εμπόρους, μέχρι καλλιτέχνες, τυχοδιώκτες και κατασκόπους πέρασαν, έμειναν ή ξαναέφυγαν από την πόλη, όπου όλα -εκτός από το έγκλημα ή την απόλυτα αντικοινωνική συμπεριφορά- επιτρέπονταν.

Ο πρωτοποριακός συγγραφέας Γουίλιαμ Μπάροουζ, θεωρούμενος ένας από τους εμπνευστές της beat generation, έγραψε το 1959, εμπνευσμένος από την περίοδο που έζησε στην Ταγγέρη, το περίφημο μυθιστόρημα «Γυμνό Γεύμα». Αλλά ήταν ο μοντερνιστής Αμερικανός μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος Πολ Μπόουλς εκείνος που δημιούργησε τη ρομαντική, ονειρική, σχεδόν εξωπραγματική εικόνα της Ταγγέρης, την οποία πολλοί άνθρωποι έψαξαν να βρουν στα χρόνια που ακολούθησαν. Στο αριστούργημά του The Sheltering Sky, που κυκλοφόρησε το 1949, οι τρεις πρωταγωνιστές εκπροσωπούν ανθρώπους που αποφάσισαν τότε ότι πρέπει «να φύγεις από την πατρίδα σου για να βρεις την πατρίδα σου».

Όσοι φθάνουν σήμερα στο νέο κομμάτι της πόλης, έχοντας στο μυαλό τους αυτές τις εικόνες, έρχονται αντιμέτωποι με τη νέα πραγματικότητα. Η αναμόρφωσή της, που ξεκίνησε περίπου το 2010, φέρει μεν και πάλι τη σφραγίδα των Ευρωπαίων, αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο εξευρωπαϊσμός ξεκίνησε με την απομάκρυνση του εμπορευματικού λιμανιού και συνεχίστηκε με την ανακατασκευή και διαμόρφωση της μεγάλης προκυμαίας Corniche, που φιλοξενεί εστιατόρια, καφέ και μαγαζιά. Οι αστικές παραλίες καθαρίστηκαν και απέκτησαν πάρκα με δέντρα και γρασίδι, η Μεντίνα έγινε πιο ασφαλής. Μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις υλοποιούνται ήδη, ή ανακοινώνονται η μία μετά την άλλη, με στόχο να γίνει η Ταγγέρη η πιο σύγχρονη πόλη στο Μαρόκο, κάνοντας πολλούς να αναρωτιούνται αν αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να απωλέσει οριστικά την αυθεντική της ψυχή.

Ανάμεσα σε αυτούς είναι και οι ηλικιωμένοι expats που παρέμειναν εδώ μετά την εποχή της Διεθνούς Ζώνης, κάνοντας διάφορες δουλειές. Συναντιούνται σε γεύματα που παραθέτουν σε βίλες με πισίνες, καπνίζουν ακόμη χασίς και τρώνε εκλεκτά εδέσματα. Όταν, ωστόσο, φτάνει η ώρα να τους ρωτήσεις για το παρελθόν τους και τους λόγους που τους έφεραν ως εδώ, ποτέ δεν θα σου μιλήσουν ανοιχτά.

Η περίφημη Διεθνής Ζώνη που καθόρισε την ταυτότητα της Ταγγέρης

Όσοι έχουν δει την ταινία «Τσάι στη Σαχάρα», βασισμένη στο μυθιστόρημα The Sheltering Sky του Πολ Μπόουλς, σε σκηνοθεσία Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, με πρωταγωνιστές τη Ντέμπρα Γουίνγκερ και τον Τζον Μάλκοβιτς, έχουν μπει στην ατμόσφαιρα της Ταγγέρης στην περίοδο του περίφημου Interzone, όπως το αποκαλούσε ο Μπάροουζ. Τότε που έγινε ένας τόπος όπου σχεδόν όλα επιτρέπονταν. Η μποέμ ζωή με εξωτικό φόντο προσέλκυσε κάθε λογής μετανάστες, κυρίως Ευρωπαίους, που έρχονταν εδώ για να επανεφεύρουν τον εαυτό τους και να δημιουργήσουν μια νέα ταυτότητα – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Κτισμένη σε ιδιαίτερα στρατηγική θέση στην άκρη της Αφρικής, με θέα προς το Στενό του Γιβραλτάρ και τα παράλια της Ισπανίας, από τα οποία την χωρίζουν περίπου 8 ναυτικά μίλια, η Ταγγέρη είναι η «πύλη προς το Μαρόκο». Η ιστορία της ξεκινά από την εποχή των Φοινίκων, που την ίδρυσαν γύρω στον 10ο αιώνα π.Χ., και στη ρωμαϊκή εποχή (1ος αι. π.Χ. -5ος αι. μ.Χ.) έγινε σημαντικό λιμάνι. Στη συνέχεια πέρασε στον έλεγχο των Βανδάλων, αργότερα των Βυζαντινών και τον 8ο αιώνα την κατέλαβαν οι Άραβες. Τότε η Ταγγέρη εντάχθηκε στον ισλαμικό κόσμο και έγινε ξανά σημαντικό εμπορικό λιμάνι που συνέδεε το Μαρόκο με την Ανδαλουσία και τη Μεσόγειο.

Η στρατηγική θέση της πόλης τράβηξε την προσοχή των Ευρωπαίων. Το 1471 καταλήφθηκε από τους Πορτογάλους, οι οποίοι ενίσχυσαν τα τείχη της. Στα τέλη του 16ου αιώνα πέρασε στους Ισπανούς και το 1661 παραχωρήθηκε στους Άγγλους ως μέρος της προίκας της Αικατερίνης της Μπραγκάνσα στον Κάρολο Β΄ της Αγγλίας. Ωστόσο, οι Άγγλοι δυσκολεύτηκαν να διατηρήσουν τον έλεγχο και το 1684 η Ταγγέρη πέρασε στους Μαροκινούς. Τους επόμενους αιώνες βρέθηκε στο επίκεντρο συγκρούσεων και ανταγωνισμών, καθώς σουλτάνοι, τοπικοί άρχοντες και ξένες δυνάμεις προσπαθούσαν να την ελέγξουν.

Το 1923 οι αποικιακοί ανταγωνισμοί λύθηκαν με έναν διεθνή συμβιβασμό και την υπογραφή μιας συμφωνίας, με βάση την οποία η πόλη δεν θα ανήκε πλήρως σε καμία κυρίαρχη δύναμη. Έτσι, έως το 1956 τη διοικούσαν από κοινού διάφορες χώρες – η Γαλλία, η Ισπανία, η Βρετανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Πορτογαλία και αργότερα οι ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε λοιπόν η περίφημη Διεθνής Ζώνη, με δικό της καθεστώς, νομοθεσία και διοικητικά όργανα, ένα είδος κρατιδίου με διεθνή εποπτεία. Παρείχε φορολογικά πλεονεκτήματα και αποτέλεσε εμπορικό και οικονομικό κέντρο με ελευθερία κίνησης κεφαλαίων.

Εκείνο το διάστημα ήταν που η Ταγγέρη έγινε πόλος έλξης για καλλιτέχνες, τυχοδιώκτες, παράνομους, συγγραφείς, ζωγράφους, κατασκόπους και διάφορους άλλους που αναζήτησαν εκεί καταφύγιο. Έγινε ένας τόπος όπου τίποτα δεν ήταν απαγορευμένο. Το σεξ, η πορνεία, τα ναρκωτικά, η ομοφυλοφιλία-όλα επιτρέπονταν. Η πόλη εξελίχθηκε σε ένα ατέλειωτο πεδίο ασυδοσίας και απολαύσεων για τους ηδονιστές, ανεκτική σε όλους αυτούς που κατέληξαν να δημιουργήσουν εκεί ένα απολύτως δικό τους σύμπαν.

Πολλοί πέρασαν από την Ταγγέρη εκείνη την περίοδο: από τον Ντελακρουά μέχρι τον Ζενέ, τον Κέρουακ, τον Τένεσι Ουίλιαμς και τον Ματίς, που βρήκε την έμπνευσή του στο «απαλό φως, τα φωτεινά χρώματα και την εξωτική αρχιτεκτονική». Ειδικά από τη δεκαετία του 1950, κόσμος κατέκλυσε μαζικά την πόλη. Ο Έρολ Φλιν, η Άβα Γκάρντνερ, η κληρονόμος της Woolworth, Μπάρμπαρα Χάττον, και ο Φράνσις Μπέικον συνέβαλαν στο να καθιερωθεί η εικόνα της «πόλης της ακολασίας». Το 1956, με την ανεξαρτησία του Μαρόκου, η Διεθνής Ζώνη καταργήθηκε και η Ταγγέρη ενσωματώθηκε πλήρως στο νέο κράτος.

Η Μεντίνα της Ταγγέρης

Στην εξαιρετική εκπομπή της σειράς Parts Unknown, ο διάσημος σεφ και ταξιδιώτης Άντονι Μπουρντέν, που έφυγε από τη ζωή το 2018 στη Γαλλία, αναζητά μέσα στα δρομάκια της Μεντίνα τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα που ενέπνευσε συγγραφείς όπως ο Πολ Μπόουλς και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ. Ο Μπάροουζ, εμβληματική μορφή της αμερικανικής λογοτεχνίας και σημαντική επιρροή για τη γενιά των Beat, βρέθηκε στην Ταγγέρη στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σε μια περίοδο προσωπικής αναζήτησης και δημιουργικής έντασης. Εκεί έζησε για αρκετό καιρό, γράφοντας μέρος του εμβληματικού «Γυμνού Γεύματος», έργου που καθιέρωσε τη φήμη του ως ενός από τους πιο τολμηρούς και ανατρεπτικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. «Η Ταγγέρη είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη στον κόσμο όπου -εκτός από σοβαρά εγκλήματα ή πράξεις βίας- μπορείς να κάνεις ακριβώς αυτό που θέλεις», έγραφε, περιγράφοντας με τον δικό του τρόπο την ελευθερία και την ατμόσφαιρα της πόλης.

Η Διεθνής Ζώνη της Ταγγέρης υπήρξε για δεκαετίες σημείο συνάντησης ευγενών, καλλιτεχνών και συγγραφέων από όλο τον κόσμο. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά καφέ της, το θρυλικό Tingis στο Petit Socco, υπήρξε αγαπημένο στέκι πολλών ξένων επισκεπτών και καλλιτεχνών. Η πλατεία, που κάποτε είχε αποκτήσει φήμη για τις πιο αμφιλεγόμενες πλευρές της ζωής της πόλης, έχει σήμερα ανανεωθεί, παραμένοντας όμως τόπος παρατήρησης της καθημερινότητας της Μεντίνας για όσους απολαμβάνουν έναν καφέ ή το παραδοσιακό τσάι με μέντα.

Η Grand Socco (Place du Grand 9 Avril 1947), με το σιντριβάνι και τους φοίνικες, σηματοδοτεί την είσοδο στη Μεντίνα από την πύλη Bab el Fass. Εκεί δεσπόζει το ιστορικό art deco σινεμά Rif, που άνοιξε το 1938 και από το 2006 λειτουργεί ως Cinémathèque de Tanger – ένας ζωντανός χώρος αφιερωμένος στην τέχνη του κινηματογράφου, που φιλοξενεί προβολές, εκθέσεις και εργαστήρια. Στην ίδια πλατεία βρίσκεται και το καφέ La Terrasse, όπου οι κάτοικοι περνούν τις ώρες τους απολαμβάνοντας το ποτό ή το παιχνίδι τους. Από την ταράτσα του, η θέα στη Μεντίνα γίνεται μαγευτική, ιδιαίτερα την ώρα που ο ήλιος δύει και τα χρυσά και πορτοκαλί χρώματα αγκαλιάζουν την πόλη, ξυπνώντας τη χαρακτηριστική αίσθηση της Ταγγέρης που για δεκαετίες γοήτευσε ταξιδιώτες και δημιουργούς.

Η Μεντίνα είναι ο παλιός κόσμος που κατοικεί δίπλα στον σύγχρονο και, για να εξερευνήσεις αυτόν τον λαβύρινθο από σοκάκια και αδιέξοδα, με τους επίδοξους ξεναγούς να παραμονεύουν σε κάθε στροφή, χρειάζεται χρόνος. Καθώς περπατάς, ακούς τις φωνές των εμπόρων που διαλαλούν τα προϊόντα τους και βλέπεις καθημερινές σκηνές που μοιάζουν αμετάβλητες στο πέρασμα των αιώνων. Η αγορά της Μεντίνα (σουκ) είναι από τις καλύτερες στο Μαρόκο, γεμάτη θησαυρούς για ταξιδιώτες αλλά και για ντόπιους. Προσφέρει μια γεύση από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής στο Μαρόκο, με το παζάρεμα να παραμένει στην πρώτη γραμμή.

Στα μαγαζιά θα βρεις τα πάντα: μπαχαρικά, υφάσματα, χαλιά, δερμάτινα είδη, κοσμήματα. Οι πάγκοι με τις φρέσκες πρώτες ύλες είναι εντυπωσιακοί, περιλαμβάνοντας από ψάρια, φρούτα και λαχανικά μέχρι παραδοσιακά τυριά φτιαγμένα από κατσικίσιο γάλα. Οι μυρωδιές των μπαχαρικών μπλέκονται με τη θαλασσινή αύρα που φτάνει από το λιμάνι – άλλωστε, η Ταγγέρη δεν έπαψε ποτέ να είναι μια παραθαλάσσια πόλη, και πολλοί ντόπιοι εξακολουθούν να ζουν από τη θάλασσα. Στα ψαράδικα και σε στέκια όπως το περίφημο Restaurant Popular, ή Popeye, φτάνουν καθημερινά τα ψάρια που αλιεύονται με παραδοσιακές τεχνικές παράκτιας αλιείας.

Ένα κατάστημα που ξεχωρίζει στο σουκ είναι η Boutique Majid, ο ιδιοκτήτης της οποίας έχει εμπειρία πολλών ετών στο εμπόριο έργων τέχνης και αντικών. Τους χώρους γεμίζουν εκατοντάδες αντικείμενα -από χαλιά και ξυλόγλυπτα μέχρι παλιές πόρτες και περίτεχνα κοσμήματα, η τιμή των οποίων καθορίζεται ανάλογα με το βάρος τους. Προέρχονται όχι μόνο από το Μαρόκο αλλά και από όλη τη Βόρεια Αφρική, και τα αγοράζουν, μεταξύ άλλων, συλλέκτες από διάφορα μέρη του κόσμου.

Ανάβαση στην Kasbah

Στο ψηλότερο σημείο της Μεντίνα βρίσκεται η Kasbah, η οχυρωμένη ακρόπολη που προστάτευε την πόλη. Οι σημερινές κατασκευές χρονολογούνται μεταξύ 15ου και 17ου αιώνα, όταν η Ταγγέρη πέρασε διαδοχικά στον έλεγχο των Πορτογάλων, των Άγγλων και των Μαροκινών. Στην καρδιά της Kasbah λειτουργεί το Μουσείο Μεσογειακών Πολιτισμών, στεγασμένο στο πρώην παλάτι του σουλτάνου Dar el Makhzen, με συλλογές που αφορούν την ιστορία της περιοχής από την προϊστορική εποχή έως τον 19ο αιώνα. Οι πλακόστρωτες αυλές, οι ξυλόγλυπτες οροφές και τα κομψά σιντριβάνια είναι εξίσου εντυπωσιακά με τους θησαυρούς που φιλοξενεί το μουσείο, όπως ρωμαϊκά ψηφιδωτά από το Volubilis, φοινικικά αντικείμενα και μαροκινά έργα χειροτεχνίας. Αξιοσημείωτο είναι το μωσαϊκό της Αφροδίτης από το Volubilis, καθώς και οι παλαιοί χάρτες της Ταγγέρης. Με ένα σύντομο περπάτημα προς το βορειότερο άκρο του φρουρίου βρίσκεσαι στο ωραιότερο σημείο πανοραμικής θέας, που φτάνει μέχρι το Στενό του Γιβραλτάρ και τα παράλια της Ισπανίας.

Η κουλτούρα των καφέ

Καμία επίσκεψη στην Ταγγέρη δεν είναι ολοκληρωμένη αν δεν περάσεις από το Café Hafa, το οποίο γιόρτασε τα εκατοστά του γενέθλια το 2021. Στα τραπέζια του έχουν καθίσει οι περισσότερες προσωπικότητες που πέρασαν από την Ταγγέρη, συμπεριλαμβανομένων των Rolling Stones. Εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για τους ταξιδιώτες, στεγασμένο σε ένα παραδοσιακό κτίριο, καθόλου πολυτελές, αλλά με μεγάλο του ατού τη θέα από τις κλιμακωτές βεράντες που απλώνονται ως το Στενό του Γιβραλτάρ. Άλλο ένα καφέ με ιστορία είναι το Grand Café de Paris, στην πλατεία της Γαλλίας. Υπήρξε, εκτός από στέκι συγγραφέων, και χώρος συνάντησης καλλιτεχνών και δημοσιογράφων.

Ένα ακόμη δημοφιλές καφέ των διανοουμένων και των μποέμ από την Ευρώπη και την Αμερική είναι το Gran Café Central, στο Petit Socco: ιδρύθηκε το 1813 και από τη βεράντα του μπορεί κανείς να χαζέψει την κίνηση στην παλιά πόλη. Μια ακόμη καλή -και λιγότερο τουριστική- επιλογή είναι το Café Baba, που λειτουργεί από το 1940 στη Μεντίνα, ξεχωρίζοντας για το ανεπιτήδευτο, μποέμ ύφος του.

Διαβάστε ακόμα:

4 εμπειρίες που αποδεικνύουν ότι το κεντρικό Μαρόκο είναι ένας ονειρεμένος προορισμός

Aθήνα-Τιφλίδα-Καππαδοκία-Μαρόκο: Ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στη λαϊκή, το χρωματιστό σταυροδρόμι των Ανθρώπων

Ταξίδι στο Σεφσάουεν: Το «μπλε μαργαριτάρι» του Μαρόκου