Στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, στο χωριό Πάγοι, η Helena έχει δημιουργήσει έναν κήπο όπου μας προσκαλεί να μαζέψουμε βότανα και άλλους θησαυρούς της μεσογειακής φύσης και να δημιουργήσουμε μαζί μείγματα ευεργετικά για τη γυναικεία ευεξία.

28

Μόλις κάθεται στον ξύλινο πάγκο κρατώντας ένα μεγάλο μπουκέτο από βότανα που ευωδιάζουν σαν μεσογειακό λιβάδι, συγκεντρώνει γύρω της τα παιδιά και τους γονείς που μέχρι τότε απασχολούνται σε διαφορετικές δραστηριότητες στον χώρο. Αρχίζει να δίνει οδηγίες εναλλάξ στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά, με υπομονή και μεθοδικότητα -και ενώ τα δύο αγοράκια της ζουζουνίζουν ανάμεσά μας- ώστε μέχρι το τέλος του εργαστηρίου να έχουμε όλοι μας από δύο γυάλινα μπουκαλάκια με περιεχόμενο που παρασκευάσαμε εξ ολοκλήρου από φυσικά υλικά: ένα άρωμα και ένα μείγμα που, όπως μας εξηγεί, μπορούμε να πάρουμε «όποτε, ας πούμε, νιώθουμε λίγο αδιάθετοι».

Όταν γνωρίζω τη Helena Fabel, σε εκείνο το οικογενειακό εργαστήρι στο Colibri Spirit Festival στην Κέρκυρα, μαθαίνω ότι είναι καλλιτέχνιδα από την Ολλανδία που πλέον ζει μόνιμα με τους γιους της στο χωριό Πάγοι, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, όπου εργάζεται ως αγρότισσα. Στον κήπο που έχει δημιουργήσει, Wombgarden, καλλιεργεί φυτά που χρησιμοποιεί ως αφεψήματα και ως έλαια σώματος με ελαιόλαδο δικής της παραγωγής, τα οποία ανταποκρίνονται σε διάφορες ανάγκες της γυναικείας ευεξίας, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής. Οι επισκέπτες μπορούν να τα δοκιμάσουν, να τα αγοράσουν ή ακόμα και να συμμετάσχουν στη διαδικασία παρασκευής τους, αν και η πιο αποκαλυπτική εμπειρία που θα αποκομίσουν μπορεί να είναι τελικά η ιστορία ζωής της οικοδέσποινάς τους.

Ένα ταξίδι ανταλλαγής ιστοριών

Τα πρώτα ενήλικα χρόνια της βρίσκουν τη Helena στην πατρίδα της, την Ολλανδία, στο Άμστερνταμ, όπου ασχολείται με τις παραστατικές τέχνες. Εκεί αρχίζει να παίρνει μορφή στο μυαλό της ένα προσωπικό πρότζεκτ που συνδυάζει θέατρο, χορό, τραγούδι και αφήγηση με το παρελθόν της οικογένειάς της στο ναυτικό. Παρακολουθεί μαθήματα ιστιοπλοΐας, παίρνει ένα σκάφος εννέα μέτρων και το 2011 φεύγει για τον γύρο του κόσμου, με σκοπό να κάνει στάση σε διάφορα λιμάνια, να συλλέγει και να παρουσιάζει τοπικούς θρύλους, μύθους αλλά και ιστορίες απλών ανθρώπων. «Εκείνη η αποστολή έχει για μένα και πολιτικό χαρακτήρα: είναι η εποχή που το ακροδεξιό κόμμα του Geert Wilders δυναμώνει τη φωνή του με το αντιμεταναστευτικό σύνθημα “Δεν χωράμε άλλους”. Οπότε λέω, εντάξει, φεύγοντας θα κάνω χώρο για κάποιον που έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμένα να έρθει εδώ».

Παίρνοντας κατά γράμμα τη συμβουλή ενός Γάλλου αρχιτέκτονα που έχει γνωρίσει σε ένα παλαιότερο ταξίδι της στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, «οι νεότερες γενιές να επισκεφτούμε πολιτισμούς εκτός Ευρώπης που αυτή τη στιγμή έχουν περισσότερη σοφία από τον δικό μας», σχεδιάζει να καταλήξει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ξεκινάει όμως από τα κοντινά λιμάνια, όπως της Αμβέρσας, πλέοντας άλλοτε μόνη και άλλοτε με φίλες. Όπου ρίχνει άγκυρα, σχηματίζεται ένα ετερόκλητο πλήθος από «καλλιτέχνες, εργάτες του λιμανιού, ανθρώπους του τσίρκου, περιπλανώμενους και χαμένες ψυχές» και δίνει παραστάσεις με τον φανταστικό χαρακτήρα που έχει δημιουργήσει (Fabel), με σκηνικά, με κιθάρα και άλλα μουσικά όργανα.

«Στο μεταξύ, προσκαλώ τους ανθρώπους να μοιραστούν τις δικές τους θαυματουργές ιστορίες, σαν να λέμε τους δικούς τους μύθους. Είναι πολύ συγκινητικό το να καταγράφεις με προσοχή και αγάπη ιστορίες ανθρώπων που δεν θεωρούνται ξεχωριστοί αλλά “συνηθισμένοι” και μετά να δημιουργούνται συναισθηματικοί δεσμοί μεταξύ τους».

Τέσσερις μήνες αργότερα, βρίσκεται στον γαλλικό νότο. Αλλά ενώ ετοιμάζεται να διασχίσει τον ωκεανό με προορισμό τη Βραζιλία, τραυματίζει το πόδι της και οι συστάσεις των γιατρών είναι ξεκάθαρες: πρέπει να ακινητοποιηθεί για έναν μήνα.

Σε γαλλικό αμπελώνα

Στην παραμονή της στη νότια Γαλλία, ερωτεύεται με έναν άντρα που έχει κληρονομήσει ένα κτήμα με αμπελώνα από τους γονείς του. «Η μητέρα του ήταν η μάνατζερ των Monty Python». Η οικογένεια θέλει να το πουλήσει χτυπημένη από την οικονομική κρίση, ωστόσο η Helena και ο σύντροφός της αποφασίζουν να προσπαθήσουν να τον κρατήσουν. «Ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα παραμυθένιο κάστρο, να φτιάχνουμε κρασί, να ανοίγουμε μια γκαλερί τέχνης και να προσκαλούμε καλλιτέχνες. Κάνω όμορφα πράγματα. Νιώθω πολύ ευτυχισμένη».

Η Helena όμως είναι από τους ανθρώπους που μπορούν να δουν κάτω από την επιφάνεια ακόμα και των πιο γυαλιστερών πραγμάτων, εντοπίζοντας τις ρωγμές τους. Ζει με αυτό τον ονειρεμένο για πολλούς τρόπο, αλλά «δεν καταφέρνω να δεθώ με εκείνη τη γη». Στα ατελείωτα χιλιόμετρα αμπελώνων, εκεί που κάποιος μπορεί να βλέπει αγροτική ανάπτυξη, εκείνη αρχίζει να ονειρεύεται μια Μεσόγειο αναδασωμένη και παραδομένη ξανά στα χέρια της άγριας φύσης. Άλλωστε, καθώς κάνουν αισθητές τις επιπτώσεις τους η οικονομική κρίση και η κλιματική αλλαγή, αντιλαμβάνεται ότι το σημερινό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο σε βάθος χρόνου. «Νιώθω βαριά την ευθύνη να κάνω κάτι με νόημα, που θα κάνει τη διαφορά». Σε εκείνη τη φάση της ζωής της έρχεται πιο κοντά στα φυτά, μελετώντας τη σχέση τους με τη γη και το τοπίο, αποξηραίνοντάς τα και ενσωματώνοντάς τα στη ρουτίνα της.

Η Μαρία του Δάσους

Στον γαλλικό νότο γνωρίζει μια γυναίκα που ζει στα βουνά, τη Marie de la Foret, Μαρία του Δάσους. «Μένει σε ένα ταπεινό σπίτι μέσα σε έναν πλούσιο κήπο περμακουλτούρας, που δημιούργησε από ένστικτο και μετά από μελέτες με πολλούς ανθρώπους. Είναι ογδόντα χρονών, στη ζωή της έχει έρθει σε επαφή με πολλά διαφορετικά γυναικοκρατούμενα προγράμματα και συμμετέχει σε μια κολεκτίβα διάσωσης σπόρων. Για μένα, που βρίσκομαι σε μια διαδρομή όπου προσπαθώ να καταλάβω τι θέλω και πώς μπορώ να συνεισφέρω στη γη ως γυναίκα, ως καλλιτέχνιδα, ως προστάτιδά της, είναι εξαιρετικά σημαντικό το ότι μού μεταδίδει τις γνώσεις της».

Πρόγονοι της Helena, ένας λαός ναυτικών και αποικιοκρατών που είχε διαρκώς το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα, αναζητώντας εδάφη και πλουτοπαραγωγικούς πόρους πέρα από τον ορίζοντα. «Η Ολλανδία είναι μια τεχνητή χώρα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, έχει χλωρίδα αλλά δεν είμαστε ιδιαίτερα δεμένοι με τη γη». Για αιώνες, είναι οι άντρες αυτοί που ανοίγουν τον δρόμο, ενώ οι γυναίκες ακολουθούν «χωρίς να αναφέρονται πουθενά». Προσπαθώντας λοιπόν να τοποθετήσει σε ένα νέο πλαίσιο την κληρονομιά της, αρχίζει να αναζητά απαντήσεις στον κόσμο των φυτών και ιδιαίτερα «στα πιο απλά είδη της Ευρώπης, με θεραπευτικές ιδιότητες, που φυτρώνουν παντού και στα οποία δεν δίνουμε ιδιαίτερη σημασία».

Πέντε χρόνια μετά, η σχέση της με τον Γάλλο έχει τελειώσει. Η Helena φεύγει από τους αμπελώνες και συνεχίζει να ταξιδεύει, εκτός Ευρώπης: στην Αφρική, στην Αυστραλία, στα δάση του Αμαζονίου.

Από το Βερολίνο μέχρι την Κέρκυρα

Όταν συνδέεται ερωτικά με έναν ηθοποιό και χορευτή από το Βερολίνο και μένει έγκυος στο πρώτο τους παιδί, μετακομίζει μαζί του στη γερμανική πόλη, για να έχει έναν τοκετό στο σπίτι, όπως τον ονειρεύεται. Το ζευγάρι θέλει να δημιουργήσει ένα εργαστήριο που θα συνδυάζει την τέχνη με τη φύση, την επιστήμη και με αφηγήσεις από διάφορες κουλτούρες. Αρχίζει να αναζητά την έδρα του σε διάφορες χώρες, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία.

Μέχρι που οι γονείς του συντρόφου της τούς προτείνουν τη βόρεια Κέρκυρα, την περιοχή του Αρίλλα, που οι ίδιοι έχουν γνωρίσει μέσα από τη διεθνή κοινότητα πνευματικότητας και ευεξίας του Colibri Spirit Festival που έχει αναπτυχθεί εκεί. Όταν επισκέπτονται το νησί, «είμαι τριών μηνών έγκυος στον δεύτερο γιο μου. Ερωτευόμαστε το μέρος». Η Helena ερωτεύεται, επίσης, τα άγρια τριαντάφυλλα που ευδοκιμούν εκεί. «Βλέπουμε γερακίνες να πετάνε και χελώνες και δέρματα φιδιού και νιώθω ότι σε αυτό τον τόπο μπορώ να αφοσιωθώ για μια ζωή». Μετακομίζουν στην Κέρκυρα όταν ο δεύτερος γιος τους είναι μόλις τεσσεράμισι μηνών. «Σε ένα τροχόσπιτο. Αρχίζουμε από το μηδέν. «Ακολουθούμε το κίνημα των νεο-ρομαντικών πυρηνικών οικογενειών από την κεντρική Ευρώπη που θέλουν να επιστρέψουν στη φύση».

Για ακόμα μία φορά η Helena επιχειρεί να δει τη ζωή της από τη σκοπιά ενός τρίτου και αρχίζει να νιώθει, κατά κάποιον τρόπο, σαν λευκός αποικιοκράτης, καθώς με τον σύντροφό της έχουν στη διάθεσή τους κάποια χρήματα που τους τοποθετούν σε θέση υπεροχής συγκριτικά με άλλους. «Ταυτόχρονα όμως προσπαθώ να είμαι επιεικής με τον εαυτό μου, διαφορετικά θα έπρεπε να μείνω σε έναν ολλανδικό βάλτο και να μη μιλάω. Όλοι μετακινούμαστε και μεταναστεύουμε ανά τον πλανήτη αναζητώντας τη θέση μας, τον ρόλο μας, τις δυνατότητές μας απέναντι σε όλες τις πολιτικές, πολιτισμικές, κλιματικές, περιβαλλοντικές προκλήσεις. Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε».

Σταδιακά αρχίζει να συνειδητοποιεί πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζει τον κόσμο από τον σύντροφό της. Εκείνος ικανοποιείται από την επαφή του με τη διεθνή κοινότητα του Αρίλλα, εκείνη λαχταρά να γνωρίσει σε βάθος και την τοπική κουλτούρα της Κέρκυρας, όπως έχει κάνει σε κάθε ταξίδι της. Εκείνος θέλει να αποκτήσει γη, εκείνη να της παραδοθεί. Η Helena νιώθει να περιορίζεται στον ρόλο της συζύγου και της μητέρας των παιδιών του, αισθάνεται το σπίτι τους σαν μια ανδροκρατούμενη περιοχή.

Ο κήπος ως μήτρα

Οι εντάσεις στη σχέση τους κλιμακώνονται, μέχρι που έρχεται η ρήξη αφού, κόντρα στη δική του επιθυμία, η Helena αποφασίζει να φέρει το σκάφος της από τη νότια Γαλλία, όπου έχει προσαράξει και ρημάζει για χρόνια. Μετά τον χωρισμό τους, αισθάνεται σαν εξόριστη, μόνη με δύο μικρά παιδιά σε έναν ξένο τόπο. Όταν όμως βρίσκει «ένα όμορφο σπίτι με μεγάλο κήπο, με πολύ όμορφα φυτά» και αρχίζει να δημιουργεί τον Wombgarden, έναν κήπο όπου καλλιεργεί και περισυλλέγει φυτά με «θεραπευτικές ιδιότητες» για την γυναικεία ευεξία μπαίνει σε μια διαδικασία επούλωσης. Θέτει σε εφαρμογή όσα έχει μάθει, και συνεχίζει να μαθαίνει και από γυναίκες της περιοχής όπως η κερκυραϊκής καταγωγής βοτανοθεραπεύτρια Ελένη Χριστοφοράτου. Η φροντίδα του κήπου της «γίνεται ένας δρόμος για να ξαναβρώ τις αξίες και τη δύναμή μου ως γυναίκα και δημιουργός».

Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η διαδρομή της από την καλλιτεχνική σκηνή του Άμστερνταμ μέχρι την αγροτική ζωή της Κέρκυρας. Σήμερα, πέρα από τον Wombgarden, εργάζεται και στο αγρόκτημα παραγωγής βιολογικού ελαιολάδου Dr Kavvadia, «που μου έχει δώσει την ευκαιρία να διευρύνω την κοινότητά μου γνωρίζοντας οικογένειες της περιοχής». Απολαμβάνει την επαφή και με τη διεθνή κοινότητα του Αρίλλα και με το χωριό Πάγοι, όπου «πηγαίνω σε πανηγύρια και στην εκκλησία τις Κυριακές». Λειτουργεί, όποτε της δίνεται η ευκαιρία, σαν γέφυρα ανάμεσα σε αυτούς τους κόσμους, που μόλις έχουν αρχίσει να γνωρίζονται αλλά είναι σίγουρη ότι μπορεί να δώσει πολλά ο ένας στον άλλο.

Στο ταξίδι μου στην Κέρκυρα δεν προλαβαίνω να επισκεφτώ τον κήπο της, αλλά μου περιγράφει την εμπειρία σαν να είμαι εκεί: «Στους επισκέπτες δείχνω τα φυτά και τους μιλάω γι’ αυτά. Μπορούν να τα αγγίξουν, να τα μυρίσουν, να κάνουν μόνοι τους τη συγκομιδή. Φτιάχνουμε μαζί ένα τσάι με όσα ξεχωρίζουν εκείνη τη στιγμή. Γιατί, στην τελική, ο καθένας μας έχει διαφορετική σχέση μαζί τους. Αυτό είναι, νομίζω, το μεγαλύτερο πάθος μου: να φέρω σε επαφή τους άλλους με την ιδιαίτερη σχέση που μπορούν να καλλιεργήσουν με τα φυτά γύρω τους».

Info

Δείτε γωνιές του κήπου της Helena Fabel και επικοινωνήστε μαζί της στο Instagram.

Διαβάστε ακόμα:

Ένας νέος, εναλλακτικός προορισμός στη βόρεια Κέρκυρα -Εμπειρίες ευεξίας στη Φύση

Ανεξερεύνητοι Τόποι: Βίδο, το γραφικό και καταπράσινο νησάκι που ατενίζει η πόλη της Κέρκυρας

5 ιστορικές εκκλησίες που αξίζει να γνωρίσετε στην παλιά πόλη της Κέρκυρας