Παρόλο που και η Λέσβος έχει μπει πλέον σε τροχιά τουριστικής ανάπτυξης, κάποιοι οικισμοί, ειδικά στο βόρειο και στο δυτικό τμήμα της, διατηρούν αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία τους μέσα στον χρόνο. Ένας από αυτούς είναι η ημιορεινή Φίλια, όπου γνωρίσαμε την Ελένη Σιβρή, μια γυναίκα που αρκεί να συναντήσεις μία φορά για να μην ξεχάσεις ποτέ, καθώς μέσα από τις γνώσεις που μοιράζεται απλόχερα σού μεταδίδει την αγάπη για τον τόπο της και τις παραδόσεις του.

28

Αυτή η αγάπη την έφερε πριν από έντεκα χρόνια πίσω στο μέρος όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει, αυτή τη φορά μαζί με τον σύζυγό της, Δημήτρη και τον τριών ετών τότε γιο τους, Στρατή. Αν και μετά τις σπουδές της είχε φτιάξει τη ζωή της στην Αθήνα, όπου και εκείνη και ο σύζυγός της εργάζονταν σε τράπεζα, ποτέ δεν σταμάτησε να ονειρεύεται την επιστροφή στο νησί.

«Το αγαπημένο μου μέρος ήταν στο χωράφι του παππού. Εκεί υπήρχαν δύο τριανταφυλλιές, που οι ντόπιοι έβαζαν για να τα προστατεύουν τα αμπέλια, στην άκρη τους -ήταν σαν φύλακας άγγελός τους, γιατί προειδοποιούσαν για ασθένειες» θυμάται. «Η γιαγιά με έστελνε να μαζεύω τριαντάφυλλα για να φτιάχνει λιβάνι και ροδόσταγμα».

Ο τόπος των ροζ τριαντάφυλλων

Το ροδόσταγμα, όπως εξηγεί, παράγεται με «έναν παραδοσιακό τρόπο όπου πρεσάρουν τα ροδοπέταλα για πάρα πολλές ώρες σε ήπια θερμοκρασία, για να αρχίσουν να στάζουν, να βγάζουν από μέσα τον χυμό τους». Σε αντίθεση με το ροδόνερο δεν διαλύεται σε νερό και έχει πιο ισχυρή δράση, αν και τα δύο προέρχονται από το τριαντάφυλλο και έχουν παρόμοιες χρήσεις στη ζαχαροπλαστική (όπου αρωματίζουν γλυκά και ροφήματα), καθώς και καλλυντικές-φαρμακευτικές χρήσεις (καθαριότητα και ενυδάτωση του δέρματος, αντιμετώπιση ήπιων φλεγμονών σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων).

Στη Φίλια, το ροδόσταγμα είναι συνυφασμένο με σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις. Με αυτό ραίνουν, για παράδειγμα, τον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή ή το σπίτι των νεόνυμφων όταν διασχίζουν για πρώτη φορά το κατώφλι του ως παντρεμένοι. «Το καλό μας γλυκό, τα γεμάτα, τα αμυγδαλωτά μας, τα οποία κάναμε σε γάμους και σε πολύ ιδιαίτερες στιγμές, είχαν άρωμα τριαντάφυλλο, γιατί στην πούδρα αμυγδάλου με ζάχαρη έβαζαν ροδόσταγμα ως αρωματική ουσία. Στα παλιά σπίτια βλέπεις εντοιχισμένα ροδοστάλια -το ειδικό γυάλινο σκεύος όπου το διατηρούσαν».

Οι αυλές του χωριού στολίζονται από τριανταφυλλιές της οικογένειας Rosa damascena, που βγάζουν τα ρόδα της Δαμασκού, «ευρέως διαδεδομένα για τις φαρμακευτικές και αρωματικές ιδιότητές τους», τα λεγόμενα μαγιάτικα τριαντάφυλλα με το χαρακτηριστικό ροζ χρώμα, τα οποία όμως πλέον «αποτελούν ενδημικό είδος στη Φίλια, γιατί μετά από πολλούς αιώνες έχουν αναπτύξει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά» όπως επισημαίνει η Ελένη, αναφερόμενη σε ανάλυση του προφίλ τους που πραγματοποιήθηκε «σε συνεργασία με πανεπιστημιακά ιδρύματα».

Με το τριαντάφυλλο συνέδεσε λοιπόν από παιδί μερικές από τις ομορφότερες αναμνήσεις της, αλλά και την «προκοπή και δημιουργικότητα της γιαγιάς μου, που με έκανε να το θαυμάσω και να το αγαπήσω πάρα πολύ, να πιστέψω ότι είναι ένα πραγματικά πολύτιμο προϊόν της λεσβιακής γης».

Το όνειρο γίνεται πραγματικότητα

Με την ιδέα μιας νέας ζωής στην ύπαιθρο φλέρταρε ανέκαθεν και ο σύζυγός της, ο οποίος αν και δεν μεγάλωσε στη Λέσβο –έχει μόνο καταγωγή από το νησί– ονειρευόταν να ασχοληθεί με την κτηνοτροφία. Το έναυσμα ήρθε από ένα πρόγραμμα εθελούσιας εξόδου της τράπεζας, στο οποίο ο Δημήτρης αποφάσισε να συμμετάσχει.

Ένα βασικό κίνητρο να κάνουν το μεγάλο βήμα ήταν ο γιος τους, «γιατί σκεφτόμουν ότι στην Αθήνα δεν θα είχε καμία σύνδεση με τη γη του, ούτε με τη γιαγιά, τον παππού και τα ξαδέρφια του, τους οποίους θα βλέπαμε κάθε καλοκαίρι για δύο εβδομάδες -και αν. Η μνήμη δεν χτίζεται με φωτογραφίες αλλά με το τσουρέκι που φτιάχνει η γιαγιά τη Μεγάλη Πέμπτη και μυρίζει όλο το σπίτι, με το τριαντάφυλλο που μαζεύεις, με τη μυρωδιά της ντοματιάς. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κλαίει γιατί μια μυρωδιά μού θύμισε την παιδική ηλικία μου. Και ήθελα πολύ το παιδί μου να συνδεθεί βαθιά με τον τόπο. Να αγαπήσει τα «Ξύλα» (συρτός Λέσβου), να τα ακούει και να του σηκώνεται η τρίχα, κι ας μη μείνει εδώ μεγαλώνοντας. Γιατί πέρα από την ποιότητα ζωής, αυτά είναι η ταυτότητά μας».

Σήμερα ο Στρατής, έφηβος πλέον, κουβαλάει γνώσεις που δεν θα είχε αποκτήσει ποτέ αν είχε μεγαλώσει στην Αθήνα: «Ξέρει τι είναι καλλιεργητική φροντίδα. Ξέρει τα είδη των φυτών και τις θεραπευτικές ιδιότητές τους. Ξέρει για τη φροντίδα των ζώων. Ξέρει την ουσία των πραγμάτων».

Όπως παραδέχεται όμως η Ελένη, το δικό της μεγαλύτερο κίνητρο ήταν η προσωπική επιθυμία της. «Σκεφτόμουν ότι δεν θα ζήσω 350 χρόνια για να πάω συνταξιούχος πλέον στο νησί να πίνω τσαγάκι. Η επιστροφή ήταν ο καημός μου, αυτό που ήθελα πραγματικά να κάνω».

Νέα ζωή, νέες προκλήσεις

Δεν ήταν φυσικά όλα στρωμένα με ροδοπέταλα. Στο νησί πλέον, η οικογένεια πέρασε τα πρώτα χρόνια στο νοίκι γιατί δεν την περίμενε εκεί κάποιο ιδιόκτητο ακίνητο. Στο μεταξύ η Ελένη πάλευε να υλοποιήσει την επιχειρηματική ιδέα της: «Ήταν σαν να έχεις μπροστά σου ένα τεράστιο παζλ με πάρα πολλά κομμάτια και να μην ξέρεις από πού να το πιάσεις».

Η μεγαλύτερη δυσκολία της ήταν ότι είχε διαρραγεί η αλυσίδα της γνώσης της γης, «την είχε σπάσει η προηγούμενη γενιά, των γονιών μας, που θεωρούσε ότι δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθείς με τα χωράφια -ότι ειδικά για τα κορίτσια, ήταν ντροπή». Για την καλλιέργεια των τριανταφυλλιών, ειδικότερα, δεν υπήρχε το know-how, γιατί «δεν είχαν καλλιεργηθεί ποτέ μαζικά, ήταν απλά διάσπαρτες σε αυλές, αλλά η αντιμετώπισή τους είναι εντελώς διαφορετική όταν έχεις πολλές μαζί σε δύο-τρία στρέμματα». Ακόμα και η γιαγιά της, το πρόσωπο που την είχε εμπνεύσει να αγαπήσει τα μαγιάτικα τριαντάφυλλα, δεν ήταν πια στη ζωή όταν η οικογένεια μετακόμισε στη Φίλια.

Η Ελένη, αν και πηγαία επικοινωνιακή, αγωνίστηκε και για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Στους κρατικούς φορείς όπου απευθύνθηκε για υποστήριξη, παρόλο που συνάντησε ανθρώπους «που πραγματικά βοηθούν», χρειάστηκε να προσπαθήσει να τους πείσει ότι δεν επιδιώκει να κάνει κάποια «αρπαχτή» («προφανώς είναι κάτι σύνηθες») ούτε ότι ζει σε ένα ροζ συννεφάκι. Ακόμα και στην τοπική κοινότητα του χωριού της αντιμετωπίστηκε αρχικά με επιφύλαξη. Στους συγχωριανούς της φαινόταν παράξενο το θέαμα μιας γυναίκας που είχε επιστρέψει από την πόλη και τώρα έβγαινε καθημερινά στα βουνά, «μαζί με το σακίδιο και το παιδί, το οποίο τότε ήταν υπερβολικά μικρό για να πάει στο νηπιαγωγείο». Θέλησε να συστήσει μια ΚοινΣΕπ, αλλά διαπίστωσε ότι ο κόσμος είχε απομακρυνθεί τόσο από τη γη, που πλέον θεωρούσε αποτρεπτικά δύσκολη μια καλλιέργεια «στην οποία δεν μπαίνουν μηχανήματα, όπου όλα είναι με το χέρι» όπως εκείνη των τριανταφυλλιών.

Η αναγνώριση

Σταδιακά με τη βοήθεια ενός μηχανολόγου μηχανικού κατάφερε να κάνει μια πατέντα για να παίρνει το ροδόσταγμα (μια πρέσα για ροδοπέταλα, κατά κάποιον τρόπο) και, καθώς επιλέχθηκε να λάβει mentoring και, σε κάποιες περιπτώσεις, χρηματοδότηση από διάφορα προγράμματα (όπως «Νέα Γεωργία Νέα Γενιά» με την υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, Πρόγραμμα EWA για γυναίκες στον αγροδιατροφικό κλάδο, πρόγραμμα Equall της Τράπεζας Πειραιώς), άρχισε σιγά σιγά να χτίζει τεχνογνωσία, υλικοτεχνικό εξοπλισμό, δικτύωση. Κάπως έτσι η οικοτεχνία της, Filia Rose, πήρε μορφή. Μικρές επιτυχίες οδήγησαν σε μεγαλύτερες: για παράδειγμα, μέσα από το πρόγραμμα «Νέα Γεωργία Νέα Γενιά» κατάφερε να αγοράσει έναν αποστακτήρα αιθέριων ελαίων για να παράγει το ροδόνερο με το οποίο το 2024 ταξίδεψε στο Λονδίνο, στον διαγωνισμό Mediterranean Taste Awards (MTA), και απέσπασε ασημένιο βραβείο.

Σήμερα η Filia Rose, πέρα από το ροδόσταγμα και το ροδόνερο, παράγει και άλλα προϊόντα, όλα βασισμένα στον πλούτο και την παράδοση της λεσβιακής γης, πολλά ακόμα με εγχώριες και διεθνείς διακρίσεις, όπως το ξίδι με τριαντάφυλλο («μια συνταγή που είχε χαθεί τελείως: μου την είπε μια γιαγιά, την οποία είχε πάρει από τη δική της γιαγιά») και το πετιμέζι από σταφύλι με εκχύλισμα αρμπαρόριζας.

Ανατολές ήλιου σε ανοιχτούς ορίζοντες

Την ημέρα της συνέντευξής μας ετοιμάζεται να υποδεχτεί μια ομάδα Βρετανών bird watchers για ένα πικνίκ ανάμεσα στις περίπου διακόσιες σήμερα τριανταφυλλιές της. Το κτήμα της στη Φίλια είναι ανοιχτό, εξηγεί, σε όποιον θέλει να ξεναγηθεί και να ζήσει μια πιο βιωματική εμπειρία στη φύση -μάλιστα ανήκει και στο δίκτυο Open Farm. Ιδιαίτερα τώρα την άνοιξη, που οι τριανταφυλλιές είναι ανθισμένες και πλημμυρίζει από χρώματα και αρώματα, είναι ομορφότερο από ποτέ.

«Κάποια τριαντάφυλλα δεν τα μαζεύω αλλά τα αφήνω να τα δουν οι επισκέπτες, να τα μυρίσουν, να τα κόψουν μόνοι τους» περιγράφει. Στα μελλοντικά σχέδιά της είναι να αξιοποιήσει και το σπιτάκι του παππού της, μέσα στο κτήμα, μαζί με τα αυθεντικά εργαλεία και σκεύη. «Το κτήμα είναι σε υπέροχο σημείο, σε πέτρινες αναβαθμίδες, βλέπει όλο το χωριό αμφιθεατρικά. Και καθώς καλλιεργούμε βιολογικά, με πιστοποίηση από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου ότι προστατεύουμε τους επικονιαστές, είναι ένα αυθεντικό τοπίο της λεσβιακής υπαίθρου, με αγριολούλουδα παντού».

Ένα τοπίο που η ίδια έχει την ευλογία να απολαμβάνει καθημερινά και να παρακολουθεί καθώς αλλάζει σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. «Αυτή την εποχή πρέπει πριν καλά καλά χαράξει να έχεις μπει στο χωράφι, να έχεις συλλέξει με το χέρι τα τριαντάφυλλα, να γυρίσεις πίσω και να τα μαδήσεις πολύ γρήγορα, για να μη χάσουν τα πτητικά τους». Στη συνέχεια, ανάλογα με το αν θέλει να φτιάξει ροδόνερο ή ροδόσταγμα, τα βάζει είτε στον άμβικα είτε αντίστοιχα στο μηχάνημα-πατέντα και για τις επόμενες ώρες μπαινοβγαίνει στο εργαστήριο και επιβλέπει τη διαδικασία. «Το ροδόνερο είναι έτοιμο πιο γρήγορα, το ροδόσταγμα θέλει πολλές ώρες». Τον υπόλοιπο χρόνο της τον αφιερώνει στη φροντίδα του σπιτιού και του παιδιού, που «αν δεν κάτσεις να το διαβάσεις θα πει: εντάξει, δεν έχουμε τίποτα, και θα παίξει με το κινητό του, ενώ εσύ θα βάλεις τη φωνή ως γνήσια Ελληνίδα μαμά» αστειεύεται.

Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσει μια ώρα της ημέρας που απολαμβάνει ιδιαίτερα, είναι η αυγή, όταν μπαίνει στο κτήμα να μαζέψει τριαντάφυλλα. Τη φαντάζομαι να εργάζεται μέσα στα χρώματα της ανατολής του ήλιου -όταν οι άνθρωποι της πόλης είτε ακόμα κοιμόμαστε είτε τρέχουμε να προλάβουμε τις πρωινές ρουτίνες μας- και στην ανοιχτωσιά της υπαίθρου και ζηλεύω λίγο. Σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου, καταλήγει: «Τότε είναι που νιώθω ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, ο πιο τυχερός, που κάνει την πιο ωραία δουλειά στον κόσμο».

Info

Site: www.filiarose.com, Facebook: Filia Rose, Instagram: filiarose.lesvos

Διαβάστε ακόμα:

Aγιάσος: Αυθεντική, πολύχρωμη, ζωντανή

Στη Σκάλα Συκαμιάς στη Λέσβο, όπου ο χρόνος έχει σταματήσει

Πλωμάρι: Tαξίδι στην «πρωτεύουσα του ούζου»