Μια τυχαία ματιά στο προφίλ του Μελαχρινού αρκεί για να με ιντριγκάρει ο κόσμος του. Η αύρα του ίδιου αλλά και του περιεχομένου του, με βάζει σε θέση παρατηρητή. Στην αρχή παρατηρώ την φύση, την τέχνη και τον ίδιο να παίζει πιάνο στα πανέμορφα φυσικά τοπία της χώρας μας. Με μια δεύτερη ανάγνωση όμως, αντιλήφθηκα ότι αυτό που παρατηρώ και βιώνω, μαζί με τον Μελαχρινό, δεν είναι μόνο τα τοπία, αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις, τα λαογραφικά στοιχεία του τόπου και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οι ανθρώπινες σχέσεις που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μου.
Παιδικά χρόνια και ταξίδια με το βαν, ο πιανίστας 1900 και η ανθρώπινη επαφή, αλλά πρώτα από όλους ο Μελαχρινός Βελέντζας. Αναρωτιέμαι, ποιος είναι ο πιανίστας με τα ομορφότερα φόντο στα βίντεό του;
«Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Με αφετηρία αυτό το σημείο του χάρτη, ταξιδεύω από μικρός. Μεγάλωσα με έναν πατέρα, που με έμαθε από παιδί να απορώ. Παίζαμε ένα ατέλειωτο παιχνίδι: «Πώς γράφεται αυτή η λέξη;» Ανάλαφρα, η κάθε ερώτηση θα γεννούσε την επόμενη και πατέρας και γιος θα γλιστρούσαμε από ετυμολογία σε ετυμολογία δίνοντας νόημα στις στιγμές. Με βάφτισαν Μελαχρινό. Μικρός ήμουν κατάξανθος κι έτσι από νωρίς κατάλαβα ότι οι τίτλοι στη ζωή δεν έχουν και πολλή σημασία. Άρχισα το πιάνο στα 6 μου και συνεχίζω ακόμη. Σπούδασα Διεθνείς Σχέσεις, γιατί εκεί στα 18 μου ήθελα να γίνω πρέσβης και μου άρεσαν οι γλώσσες. Ακολούθησαν δύο μεταπτυχιακά, ένα στις Πολιτιστικές Σπουδές στο Πάντειο και το δεύτερο στην Ιρλανδία πάνω στο ρόλο της μουσικής στη διαφήμιση. Κι εκεί ακριβώς στα τριάντα μου, μπήκε στη ζωή μου το θέατρο. Μετά από λίγο, έφτιαξα τη δική μου εταιρεία ανεξάρτητης καλλιτεχνικής έρευνας και παραγωγής για να μπορώ να προσπαθώ όσα ονειρεύομαι».
Πώς από τις Διεθνείς σχέσεις έφτασες στον πιανίστα 1900, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ γιατί το Lemon; Πώς είναι να ερμηνεύεις αυτόν τον ρόλο και αν υπάρχουν στοιχεία δικά σου που να τέμνουν την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή; Θέτω το ερώτημα στον Μελαχρινό και η απάντηση του μου ανοίγει νέους κύκλους ερωτήσεων.
«Στην πρώτη μου επαφή με τον πιανίστα 1900, τα κοινά μας στοιχεία ήταν το πιάνο, η σχέση με τη μουσική και η αγάπη για τη θάλασσα και ταξίδια. Ωστόσο, στο πέρασμα του χρόνου συνειδητοποίησα ότι επέλεξα αυτή την ιστορία και για έναν άλλο λόγο: ο 1900 εγκαταλείφθηκε σε ένα καράβι και μέσα σε εκείνον τον περιορισμένο χώρο βρήκε τον τρόπο να γίνει απεριόριστος. Πιστεύω πολύ στη δύναμη της έλλειψης ως πηγή δημιουργίας. Να ξεκινάς από το τίποτα ή έχοντας χάσει κάτι και από αυτό το σημείο να δημιουργείς μία δυνατότητα για εσένα και τους γύρω σου. Είναι και αυτό που έχω ανάγκη να κάνω πηγαίνοντας σε όλα αυτά τα αποκεντρωμένα μέρη: να συναντήσω ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση συχνά σε μία πολιτιστική εμπειρία και μαζί να μοιραστούμε κάτι».
Η έλλειψη ως πηγή δημιουργίας είναι κάτι το οποίο με έκανε να συνειδητοποιήσω τι κινητήριος δύναμη είναι για έναν άνθρωπο, και δη καλλιτέχνη, το να χάνει ή να αφήνει κάτι πίσω του. Ο Μελαχρινός αφήνει καθημερινά πίσω του πόλεις, χωριά, ανθρώπους. Φεύγοντας από κάθε μέρος που επισκεπτόμαστε, αφήνουμε ένα δικό μας κομμάτι πίσω ή παίρνουμε ένα κομμάτι του τόπου εκείνου μαζί μας; Μοιράζομαι αυτές τις σκέψεις μαζί του, και μου απαντάει με τις δικές του σκέψεις.
«Κάθε ταξίδι είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε αυτό που φέρει ο ταξιδευτής και τις ιστορίες των ανθρώπων και του τόπου που θα συναντήσει. Γίνεται μνήμη που την κουβαλάμε σε κάθε επόμενο ταξίδι μας. Αυτό που μου συμβαίνει συχνά είναι ότι στον κάθε φορά διαφορετικό τόπο συναντώ ένα δικό μου κομμάτι. Που με έναν τρόπο δεν ανήκει μόνο σε εμένα, αλλά είναι κομμάτι μιας συλλογικής αφήγησης. Νομίζω ότι οι τόποι με τους οποίους συνδεόμαστε περισσότερο, είναι εκεί όπου κομμάτια της ύπαρξής μας καθρεφτίζονται. Ή εκεί, όπου κάτι νέο θα γεννηθεί. Μία συνάντηση, ένας έρωτας, η ανάσυρση κάποιας μνήμης. Ζούμε πια σε ένα μονοσήμαντο κόσμο γεμάτο ανθρώπους-μονάδες, όπου κάθε μέρα χάνουμε τη δυνατότητά μας να παραμένουμε ρευστοί, ευάλωτοι και εύθραυστοι. Τα ταξίδια λοιπόν είναι ένας υπέροχος τρόπος να διατηρούμε τη μνήμη από αυτό το «εύθραυστον» που φέρουμε εντός μας, γιατί μας υπενθυμίζουν ότι ό,τι ζούμε, δεν είναι παρά μία μετάβαση ανάμεσα σε όσα ζήσαμε και σε όσα θα βιώσουμε. Ένας παροντικός χρόνος, που ποτέ δε μπορούμε να τον γευτούμε στον απόλυτο βαθμό. Έτσι είναι η ανθρώπινη ύπαρξη: ανολοκλήρωτη και ελλιπής. Γι’ αυτό και μας συγκινεί».
«Νομίζω ότι οι τόποι με τους οποίους συνδεόμαστε περισσότερο είναι εκεί όπου κομμάτια της ύπαρξής μας καθρεφτίζονται» σημειώνει ο Μελαχρινός. Την σκέφτηκα αρκετά αυτή την φράση και δεν σας κρύβω ότι ενώθηκαν αμέσως σκόρπιες δικές μου σκέψεις, συνδέθηκαν τα συναισθήματα μου με τον τόπο που αγαπώ περισσότερο από όλους. Τον ρωτώ ποιο φυσικό περιβάλλον που έχει παρουσιάσει το Lemon, μένει στην μνήμη σου ζωντανό και τι το ξεχώρισε από τα υπόλοιπα. Πού καθρεπτίστηκε η δική του ύπαρξη.
«Αυτό το καλοκαίρι, παρέα με το πιάνο μου διασχίσαμε τα βουνά των Αγράφων. Φτάσαμε μέχρι τη Λίμνη Στεφανιάδα. Το βράδυ, όταν ολοκληρώσαμε το στήσιμο της παράστασης, το πιάνο έστεκε στην άκρη του χωμάτινου υψώματος. Γύρω μας απλωνόταν η επιβλητική ησυχία της λίμνης με ένα αχνό φως να λούζει την επιφάνεια του νερού. Με θυμάμαι να ψιθυρίζω: «Σαν παραμύθι είναι». Έκλεισα τα μάτια μου και άκουγα τους ήχους της λίμνης. Ησυχία και απουσία ανθρώπινης παρέμβασης. Ήχους που θα συναντούσαν την ανάγκη μου για αφαίρεση, απλότητα και σύνδεση».
Η σύνδεση είναι η έννοια που λείπει περισσότερο από ποτέ από τις συμπληρωμένες μας ανάγκες. Καλύτερα από εμένα το θέτει ο πεζογράφος μας, Αντώνης Σαμαράκης: «Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα». Και είναι τόσο αντιστρόφως ανάλογα τα μεγέθη γύρω μας, που η αποξένωση και η ανθρώπινη απομάκρυνση είναι θέματα που απασχολούν την μεγαλύτερη μερίδα κόσμου. Ο Μελαχρινός όμως έρχεται σε επαφή με ανθρώπους σε κάθε παράστασή του, ποια συνάντηση από τις τόσες να του έχει μείνει όμως;
«Αρχές Ιούλη του ‘24. Στους καταρράκτες της Παλαιοκαρυάς, κοντά στα Τρίκαλα. Καταμεσήμερο. Λίγο πιο μακριά από το σημείο που το πιάνο θα ακουμπούσε το σώμα του, σταματάει ένα αυτοκίνητο. Βλέπω έναν ηλικιωμένο άνθρωπο να βγαίνει αργά αργά από αυτό και να περπατάει κουτσαίνοντας ελαφρά προς το μέρος μας στηριζόμενος στην ξύλινη μαγκούρα του. «Τι κάνετε;» τον ρώτησα χαρούμενος. Με κοιτούσε αλλά δεν απαντούσε. «Γιατί έρχεστε εδώ;». Δεν μπορούσε να μιλήσει με ευκολία. Είχε τραχειοτομία. Άνοιγε το στόμα του αργά και σταθερά για να καταλαβαίνω τις σχεδόν άηχες λέξεις του. Ο ήχος από τα νερά του καταρράκτη θα έντυνε κάθε γράμμα της φράσης του: «Επειδή δε μιλάω έρχομαι εδώ. Μου αρέσει να ακούω. Το νερό. Μου αρέσει να ακούω το νερό». Του έδειξα το πιάνο. «Έλα κάτσε εδώ!». «Μπορώ;» με ρώτησε. «Για σένα είναι το πιάνο εδώ. Σε περίμενε». Τα μάτια του χαμογέλασαν. «Είναι βαρύ το πιάνο;» με ρώτησε. «Έχω συνηθίσει» του είπα. «Είσαι κουρασμένος;» τον ρώτησα. «Ναι. Αλλά μου αρέσει εδώ. Ξεκουράζομαι εδώ!».
Το τυχαίο στη ζωή μας είναι φορές που δεν είναι και τόσο τυχαίο. Όσα έχω ζήσει γίνονται ιστορίες που τις ξαναζώ καθώς τις αφηγούμαι και τις μοιράζομαι».
Τι άλλα σχόλια ακούς από τους ανθρώπους που έρχεσαι σε επαφή; Τι σκέφτεται ο κόσμος με τον οποίον συνομιλείς σε τέτοιες τυχαίες συναντήσεις; Από όσα βλέπουμε στα post σου, είναι σαν να σε περίμεναν για να ακουστούν, να περίμεναν έναν άνθρωπο να μιλήσουν αληθινά. Σου ανοίγονται και άλλοι, μοιράζονται σκέψεις και συναισθήματα μαζί σου;
«Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για παρέα και αληθινό μοίρασμα. Ξέρετε, είναι πονηρή η εποχή: έντεχνα μας οδηγεί στο να αποσυνδεόμαστε, ενώ την ίδια στιγμή είναι η ίδια που μας πουλά αμέτρητους τρόπους και δίκτυα για να συνδεθούμε. Ειδικά στην επαρχία, όπου ταξιδεύω με την τέχνη μου, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για τη δημιουργία πραγμάτων. Η εγκατάλειψη και η παραμέληση που υπάρχει σε αυτά τα μέρη είναι πολιτική επιλογή. Τον Σεπτέμβριο του ’23 ταξίδεψα μέχρι το Νεοχώρι της Λευκάδας, ένα ορεινό χωριό με 25 μόνιμους κατοίκους. Την προηγουμένη της παράστασης, ρώτησα τους ντόπιους εάν υπάρχει κάποιο παιδί στον τόπο αυτό. «Ένα. Μόνο ένα» μου απάντησαν. Το απόγευμα το έφεραν οι γονείς του και το μωρό κάθισε πάνω στο πιάνο. Καθώς με κοιτούσε και το κοιτούσα κι εγώ, ήταν σαν εκείνο το μωρό να έφερε όλες τις πιθανότητες του κόσμου: την ομορφιά, τη δημιουργία, τη ματαίωση. Η ζωή είναι οι επιλογές μας. Με συγκινεί λοιπόν να παλέψω για τη δημιουργία μίας δυνατότητας. Γι’ αυτό το ένα και μοναδικό παιδί που όλοι οι άνθρωποι φέρουμε μέσα μας». Συνεχίζω τις ερωτήσεις πάνω στο θέμα των ανθρώπινων σχέσεων -καθώς όλη η τέχνη του Μελαχρινού είναι ανθρωποκεντρική και αξίζει να της δοθεί ο χώρος που της πρέπει- τον ρωτάω λοιπόν σχετικά με τις ανάγκες των ανθρώπων και ότι τις αντιλαμβάνεται εκείνος. Ποια είναι η ανάγκη που βγαίνει στο προσκήνιο μέσα από την επαφή σου μαζί τους; «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες μέχρι εδώ». Αυτό είναι κάτι που έρχεται αρκετά συχνά στα χείλη των ανθρώπων που συναντώ» μου απαντά, και συνοψίζει άθελά του όλη την επιβράβευση που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να αντιληφθεί πως κάτι κάνει καλά.
Τον πάω πίσω, εκεί από όπου όλα ξεκίνησαν και δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ. Όσοι σε παρακολουθούμε στα social media έχουμε δει σε αναρτήσεις πως τα παιδικά σου χρόνια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα ταξίδια. Πιστεύεις αυτό έχει επηρεάσει την μετέπειτα ζωή σου ως ενήλικα στην σχέση σου με αυτά;
«Με θυμάμαι να ταξιδεύω πάντα. Και είναι ενδιαφέρον αυτό που συμβαίνει με τα ταξίδια: μπορεί να πας ένα ταξίδι σε ένα μέρος, όμως ίσως να μη μετακινηθείς μέσα σου, να μη συμβεί και κάτι. Και από την άλλη, να παραμένεις στο ίδιο μέρος, μα ψυχικά να υπάρξει μία μετακίνηση, μία ενεργοποίηση της φαντασίας σου. Το ιδανικό για εμένα είναι η παράλληλη μετακίνηση σώματος και ψυχής. Αυτό θυμάμαι να μου συμβαίνει στα ταξίδια της παιδικής μου ηλικίας: τότε που με εκείνο το βανάκι, που ο αεικίνητος πατέρας μου είχε μεταμορφώσει σε ένα αυτοσχέδιο σπιτάκι για να το μεταφέρουμε και να μεταφερθούμε με αυτό σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Χωριό-χωριό, κωμόπολη-κωμόπολη. Θα καθόμουν στη θέση του συνοδηγού και θα κρατούσα στα παιδικά μου χέρια έναν από εκείνους τους παλιούς χάρτες, που για να συμπληρωθεί όλη η εικόνα της περιοχής και των δρόμων όπου θα βρισκόμασταν θα έπρεπε πάντα να γυρίζω τη σελίδα. Το GPS εκείνης της εποχής ήταν οι προφορικές αφηγήσεις των ντόπιων: «Όλο ευθεία και στο τέλος του δρόμου θα κάνετε αριστερά!». Να προχωράς μπροστά κρατώντας όσα έχεις ζήσει και μαθαίνοντας από αυτά. Βίωμα παιδικό που ενυπάρχει στην τέχνη μου και στον τρόπο που σχετίζομαι με τους ανθρώπους που συναντώ σε όλα αυτά τα ταξίδια».
Όσο προχωράς μπροστά και κρατώντας όσα έχεις ζήσει, κοιτάζοντας φυσικά πίσω για τον απαραίτητο αναστοχασμό, έχεις ξεχωρίσει κάποιο αγαπημένο μέρος που έχεις επισκεφτεί μικρός; Έχεις επιστρέψει σε αυτό με το Lemon ή Το Όνειρο ή μόνος; Ήταν η ίδια αίσθηση με τότε;
«Τα ανέμελα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’90 μας θυμάμαι με τον μικρότερο αδερφό μου χαρούμενους σε αμέτρητες παραλίες, να παίζουμε παιχνίδια μέχρι να κουραστούμε. Θυμάμαι τη στιγμή του σούρουπου. Εκεί που το φως θα άλλαζε και ο ήλιος θα χανόταν στην αγκαλιά της θάλασσας. Κι ο πατέρας μου, στην αθέατη πλευρά της εικόνας, θα κατέγραφε σε φιλμ Kodak εκείνες τις στιγμές. Θα τις βλέπαμε με ανυπομονησία στις αρχές του φθινοπώρου. Φωτογραφίες κουνημένες, θολές. Που σήμερα δε θα προλάβαιναν να εμφανιστούν. Όλα τότε έπαιρναν το χρόνο τους και τα λάθη μας συνέδεαν. Το αγαπημένο μου μέρος είναι το άθροισμα όλων εκείνων των στιγμών: ένας ψυχικός χωρο-χρόνος, τον οποίο επισκέπτομαι συχνά με νοσταλγία, αλλά χωρίς βάρος. Κάτι που μου συμβαίνει πολλές φορές όταν ταξιδεύω είναι το εξής: έχω την αίσθηση πως στον τόπο που μόλις έχω φτάσει, έχω υπάρξει και στο παρελθόν. Αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Στην ψυχοθεραπεία που το έχω συζητήσει, καταλαβαίνω ότι αυτό που ονομάζουμε μνήμη είναι φορές που είναι ξεκάθαρη και άλλες που θολώνει από τις κατασκευές με τις οποίες τη φορτίζουμε καθώς αφηγούμαστε την εμπειρία μας. Μία ξεκάθαρη μνήμη λοιπόν που έχω είναι τα parking της Εθνικής Οδού (όχι αυτά με τα πολυκαταστήματα, αλλά εκείνα τα πιο μικρά), όπου θυμάμαι να διανυκτερεύουμε με το βανάκι μας. Όταν ξαναπερνάω από αυτά τα σημεία, κάνω μία στάση και συναντώ ξανά εκείνο το βανάκι με τον πατέρα και τα δύο μικρά παιδιά».
Ας υποθέσουμε ότι μπαίνεις είτε στο βανάκι των παιδικών σου χρόνων, είτε στο βανάκι για τις παραστάσεις, από όσα μέρη έχεις επισκεφτεί, σε ποιο θα μπορούσες να ζήσεις μόνιμα; «Μου αρέσει πάρα πολύ η Τσαγκαράδα στο Πήλιο» μου απαντάει και είναι πραγματικά ένας τόπος μαγικός. «Ταξίδεψα εκεί με το Lemon το ’24, όπου παίξαμε σ’ ένα θεατράκι στην αυλή του σπιτιού της Καρέζη. Ο συνδυασμός βουνού και θάλασσας είναι κάτι που με γοητεύει. Οι άνθρωποι εκεί είναι καλόκαρδοι και φιλόξενοι. Το να μείνω μόνιμα εκτός Αθήνας είναι κάτι που σκέφτομαι το τελευταίο διάστημα. Η συχνή επαφή με τη φύση και ένα πιο ήσυχο περιβάλλον είναι πλέον προτεραιότητες».
Ποια είναι τα επόμενα σχέδια για εσένα και το Lemon; Που θα μπορέσουμε να δούμε την λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον Μελαχρινό και τον πιανίστα 1900 και όχι μόνο να παίρνει μορφή;
«Το Lemon θα ταξιδέψει σε Πύργο, Καρπενήσι και Άργος, ενώ το Φεβρουάριο το καράβι μας θα αγκυροβολήσει τα Σαββατοκύριακα στην Αθήνα και το ΠΛΥΦΑ για να αφηγηθούμε όσα έχουμε ζήσει αυτά τα 8 χρόνια. Ταυτόχρονα, ξεκινάει ένα άλλο ταξίδι, «Το Όνειρο» : ένα σκηνικό συμβάν (όπως το ονομάζω) γεμάτο μουσική, αφηγήσεις και θεατρικότητα, που θα παρουσιάζεται σχεδόν αποκλειστικά σε φυσικά τοπία. Εκεί, στο όριο θεάτρου και πραγματικότητας, δε θα υπάρχει καμία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη σκηνή και τους θεατές. Με αφορμή ιστορίες που έχω γράψει και τη συνοδεία του πιάνου, όσοι βρεθούν σε αυτά τα σημεία του χάρτη θα έχουν τη δυνατότητα να μοιραστούν στο «εδώ και τώρα» με κάθε εκφραστικό τους μέσο είτε ένα όνειρο που είδαν πρόσφατα είτε τι ονειρεύονταν να γίνουν όταν ήταν παιδιά».
Και κάτι τελευταίο, αφού μας ρωτάς και εσύ όταν προμηθευόμαστε τα εισιτήριά μας για την παράσταση, δεν μπορώ να σε αποχαιρετήσω πριν να σε ρωτήσω. Μελαχρινέ, εσύ που νιώθεις ευτυχισμένος;
«Εκεί όπου μπορώ να μοιραστώ τα πράγματα. Ό,τι κι αν καταφέρουμε στη ζωή μας, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία εάν δεν αποτελεί μέρος του ταξιδιού μας προς τη σύνδεση και την επαφή με τους ανθρώπους. Έτσι κι αλλιώς, σε αυτό το ταξίδι που λέγεται ζωή, ερχόμαστε μόνοι και φεύγουμε μόνοι. Οπότε, έχουμε αυτή τη μοναδική ευκαιρία να μοιραστούμε τη διαδρομή».
Από τον Μελαχρινό θα κρατήσω την αγάπη του για το πιάνο και την ανάγκη για σύνδεση με τους ανθρώπους. Νιώθω πως το πιάνο του, είτε πάνω σε ρόδες είτε στη σκηνή, μοιάζει πάντα να ψάχνει εκείνο το άγγιγμα, μουσικό ή ανθρώπινο, που ενώνει.
Διαβάστε ακόμα:
3 ανοιξιάτικα road trips από την Αθήνα, 3 playlists για τον δρόμο
Ελληνικά τραγούδια που μοιάζουν με «χάρτες» των νησιών και των πόλεων





