Η Φουρνά Ευρυτανίας έγινε πριν από περίπου έναν χρόνο γνωστή σε όλη την Ελλάδα, χάρη στο viral κάλεσμα που απεύθυναν η δασκάλα και ο ιερέας της προς οικογένειες που θα ενδιαφέρονταν να μετεγκατασταθούν εκεί. Η Βασιλική και ο σύζυγός της, Στέφανος, παρόλο που δεν έχουν καταγωγή από την περιοχή, τόλμησαν όχι μόνο να κάνουν μια νέα αρχή μαζί με τα έξι παιδιά τους, αλλά και να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση.

23

Οι τέσσερις εποχές υπάρχουν ακόμα στην Ευρυτανία. Στα μέσα Οκτωβρίου, τα φυλλοβόλα δέντρα που βρίσκονται σε χαμηλότερο υψόμετρο έχουν αρχίσει ήδη να γυμνώνονται, ενώ, καθώς αφήνεις πίσω σου την Εθνική Οδό Λαμίας-Καρπενησίου και αρχίζεις να ανηφορίζεις, συναντάς το πυκνό ελατόδασος τυλιγμένο στην ομίχλη. Περίπου σαράντα λεπτά μετά τη διασταύρωση και τέσσερις ώρες από την Αθήνα, σε υποδέχεται η Φουρνά, το χωριό που το καλοκαίρι του 2024 απασχόλησε ξαφνικά το πανελλήνιο. Ήταν μετά τον Δεκαπενταύγουστο, όταν η εκπαιδευτικός που υπηρετούσε εκεί, Παναγιώτα Διαμαντή, και ο ιερέας, πατέρας Κωνσταντίνος, απηύθυναν διαδικτυακή πρόσκληση σε οικογένειες από όλη την Ελλάδα να μετεγκατασταθούν στο χωριό, με αντάλλαγμα βασικές παροχές, όπως σπίτι και εργασία τουλάχιστον για έναν από τους δύο γονείς. Έγνοια τους ήταν να κρατήσουν ανοιχτό το δημοτικό σχολείο, που κινδύνευε να κλείσει ελλείψει παιδιών.

Η αγγελία τους έγινε viral, έφτασε να αναδημοσιευτεί όχι μόνο σε τοπικά, αλλά και σε εθνικά μέσα ενημέρωσης, και τα μηνύματα και τηλεφωνήματα ήταν χιλιάδες. Η πρώτη οικογένεια που υποδέχτηκε το χωριό, τον Σεπτέμβριο του 2024, ήταν της Βασιλικής Εμμανουήλ, του Στέφανου Κωστόπουλου και των έξι παιδιών τους, πέντε αγοριών και ενός κοριτσιού, από 14 έως δύο ετών. Μέχρι το καλοκαίρι του 2025 ακολούθησαν ακόμα δύο. Τα παιδιά, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από εννέα που ήταν στις αρχές της περσινής σχολικής σεζόν, έφτασαν φέτος τα 22. Όχι μόνο δεν έκλεισε το δημοτικό, αλλά άνοιξε ξανά και το νηπιαγωγείο. Η πρωτοβουλία της Νέας Ζωής στο Χωριό αποτελεί πλέον πανελλήνιο πρότυπο συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αποκέντρωση και την τόνωση της περιφέρειας.

Κάθε οικογένεια που πήρε την τολμηρή απόφαση να ξεκινήσει μια Νέα Ζωή στο Χωριό, όπως είναι το όνομα της ΑΜΚΕ που ίδρυσαν η εκπαιδευτικός και ο ιερέας της πρωτοβουλίας, είχε σοβαρούς λόγους να αφήσει την παλιά. Η Βασιλική και ο Στέφανος, πέρα από τα οικονομικά προβλήματα που στο παρελθόν τούς είχαν αναγκάσει να μεταναστεύσουν για ένα διάστημα από τα δυτικά προάστια της Αθήνας στη Γερμανία, αντιμετώπιζαν και το bullying του πρωτότοκου αγοριού τους, του Βαγγέλη. Στην πρώτη τους διερευνητική επίσκεψη στη Φουρνά, ήταν αρκετό να τον δουν να αγκαλιάζεται από τα άλλα παιδιά του χωριού, για να νιώσουν ότι είχαν βρει το καινούριο σπίτι τους.

Έναν χρόνο αργότερα, έχουν ανοίξει το δικό τους εστιατόριο-καφέ, με τη βοήθεια μιας επιδότησης για νέες γυναίκες, που εξασφάλισε η Βασιλική από τον ΟΑΕΔ. Σερβίρει ό,τι λέει το όνομά του («Λίγο απ’ όλα») και βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο του χωριού, λίγο πριν από την πλατεία. Στη βροχερή φθινοπωρινή ημέρα που φτάνουμε στη Φουρνά, μας υποδέχεται σαν ζεστό σπιτικό. Όχι μόνο λόγω της αναμμένης σόμπας, αλλά και για την κυριολεκτικά οικογενειακή ατμόσφαιρά του.

Στο πωλητήριο της εισόδου (το «μικρό μαγαζάκι», όπως μάς λέει η Βασιλική ότι το αποκαλούν εδώ), πλάι στα όσπρια, το τσάι του βουνού και τις παραδοσιακές χυλοπίτες, πωλούνται χειροποίητα μπρελόκ και εικονίσματα, φιλοτεχνημένα από την ίδια πάνω σε φλούδες δέντρων από το υλοτομείο του χωριού. Πορτοφόλια και τσάντες, πλεγμένες δεξιοτεχνικά από τα χέρια της μαμάς της. Φυσικά καλλυντικά, με την υπογραφή της αδερφής της (εγκεκριμένα για διάθεση στο εμπόριο, όπως διευκρινίζει η Βασιλική). «Μαμαδίσιος» τραχανάς από τη μητέρα του αγοριού της αδερφής της.

Στην κουζίνα μαγειρεύουν η Βασιλική και η μαμά της, ενώ ο Στέφανος εξυπηρετεί χαμογελαστός τους πελάτες. Αυτή την ώρα, μερικές παρέες ντόπιων, δύο καθηγήτριες που έχουν έρθει για το μεσημεριανό τους και λίγοι επισκέπτες του Σαββατοκύριακου. Ακόμα και τα παιδιά της οικογένειας μπαινοβγαίνουν στα διαλείμματά τους από το παιχνίδι στην πλατεία (το ψιλόβροχο σε αυτά τα μέρη δεν συνιστά λόγο να κλειστείς μέσα).

Το μενού αλλάζει κάθε εβδομάδα, αλλά το παστίτσιο, ως διαχρονικό μπεστ σέλερ, αποτελεί σταθερή αξία. Τα μαγειρευτά είναι το δυνατό χαρτί: εμείς δοκιμάζουμε κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες-λουκούμι. Σε όλα τα πιάτα όμως, και στα γλυκά, δίνουν έμφαση στα προϊόντα της περιοχής και στις χειροποίητες συνταγές. «Ό,τι βρούμε σε φρούτα, ανάλογα με την εποχή -είτε κυδώνι είτε λεμόνι είτε μανταρίνι- το κάνουμε μαρμελάδα ή γλυκό του κουταλιού. Ακόμα και στις κρέπες και τις βάφλες μας, θα βάλουμε ντόπιο αυγό».

Τα κρεατικά είναι από τον Άγιο Γεώργιο Τυμφρηστού και τον Τυμφρηστό, δύο κοντινά χωριά με παράδοση στην κτηνοτροφία. Η φέτα έρχεται από το Καρπενήσι. Το κρασί είναι από τη Λαμία, το τσίπουρο από τη Φουρνά. «Αυτή η περιοχή έχει παραγωγή σε μεγάλη ποικιλία: κάστανα, αμύγδαλα, δαμάσκηνα, μήλα, βατόμουρα…» λέει η Βασιλική.

Ενώ συζητάμε, περαστικοί σταματούν και ανοίγουν την πόρτα του μαγαζιού για να πουν απλώς ένα «γεια», ενώ οι πελάτες, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοια μικρά, ανεπιτήδευτα στέκια, παρεμβαίνουν σαν να είμαστε όλοι μια παρέα. Η Βασιλική θυμάται πως, όταν πριν από περισσότερο από έναν χρόνο έφτασε στο χωριό το φορτηγό της μετακόμισής τους, οι κάτοικοι τούς υποδέχτηκαν με διάφορα δώρα, όπως αυγά, κρέας και μέλι.

Η ίδια ανέπτυξε στενή φιλία με τη γυναίκα του πατέρα Κωνσταντίνου, τη Χρυσούλα. «Από την πρώτη στιγμή δέσαμε σαν αδελφές. Μέχρι να ανοίξει το μαγαζί, πηγαίναμε κάθε απόγευμα τα παιδιά στις κούνιες -μαζί και με μια άλλη νέα μαμά. Μετά, εκείνη με διάφορες δουλειές, εγώ λόγω του μαγαζιού, αραιώσαμε, αλλά όποτε μιλάμε στο τηλέφωνο, με το “τι κάνεις;” καταλαβαίνει η μία αν συμβαίνει κάτι στην άλλη. Η Χρυσούλα είναι αληθινή».

Τους τελευταίους μήνες η κοινότητα της Βασιλικής και του Στέφανου διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο: υποδέχτηκαν στη Φουρνά τη μητέρα της Βασιλικής και την αδερφή της, την Κατερίνα, μαζί με τα δύο παιδιά της, που μεγαλώνει ως μονογονέας. «Ήρθαν και άλλες δύο οικογένειες, Φουρνιώτες. Ζούσαν στη Λαμία και, αφού είδαν το χωριό τους να ξαναζωντανεύει, επέστρεψαν. Υπάρχουν και άλλοι που σκέφτονται να το κάνουν».

Επομένως, οι δράσεις της Νέας Ζωής στο Χωριό (που υιοθέτησε και ένα ακόμα χωριό, τη Ζίτσα Ιωαννίνων, το οποίο υποδέχτηκε πρόσφατα την πρώτη του οικογένεια) έχουν και έμμεσο αντίκτυπο. Ωστόσο, μια εκπαιδευτικός και ένας ιερέας δεν μπορούν να κάνουν τα πάντα. Οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν ακόμα προκλήσεις. Καθώς το αγροτικό ιατρείο παραμένει άδειο από τον Μάρτιο του 2025, αναγκάζονται να οδηγούν περίπου μία ώρα μέχρι το Καρπενήσι ή, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, να περιμένουν το ασθενοφόρο. Επιπλέον, το σπίτι στο χωριό που παραχωρήθηκε δωρεάν στη Βασιλική και τον Στέφανο χρειάζεται δαπανηρές επισκευές για να είναι βιώσιμο.

«Η ζωή μου ξεκινάει στις επτά το πρωί» λέει η Βασιλική. «Θα ξυπνήσουμε τα παιδιά, θα τα ετοιμάσουμε για το σχολείο. Ο Βαγγέλης έχει κανονίσει με τους συμμαθητές του να βρεθούν στην πλατεία του χωριού και να πάνε μαζί στο γυμνάσιο [βρίσκεται σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από το κέντρο]. Εμείς πηδάμε τα κάγκελα του δημοτικού, γιατί το σπίτι μας είναι ακριβώς από κάτω!». Η δουλειά στο μαγαζί αρχίζει γύρω στις 11.30-12.00 το πρωί, αλλά δεν έχει ωράριο: τελειώνει όταν φύγουν και οι τελευταίοι πελάτες. «Μπορεί να τραβήξει και μέχρι τη μία η ώρα το βράδυ».

Η πελατεία το καλοκαίρι πολλαπλασιάζεται. Τον χειμώνα, οι κάτοικοι του χωριού «σπάνε» στα δύο εστιατόρια και το καφενείο του – υπάρχει και ένα τρίτο εστιατόριο που ανοίγει μόνο τα Σαββατοκύριακα. «Φέτος έχουμε και πολλούς νέους καθηγητές, τουλάχιστον επτά, που έχουν νοικιάσει σπίτι εδώ». Άλλοι σταθεροί πελάτες είναι οι πυροσβέστες, αλλά και οι κυνηγοί που έρχονται τον χειμώνα και μένουν στον ξενώνα της Φουρνάς, ίσως ακόμα και για έναν μήνα. Επιπλέον, αν και το χωριό δεν βρίσκεται πάνω στις πιο δημοφιλείς τουριστικές διαδρομές της Ευρυτανίας, γίνεται η βάση για πεζοπόρους που εξερευνούν τα μονοπάτια της περιοχής. «Το καλύτερο είναι στο Ζαχαράκι».

Στα διαλείμματα από τη δουλειά, η Βασιλική και ο Στέφανος απολαμβάνουν την ομορφιά και τον πλούτο του τοπίου, που παραμένει σχεδόν αναλλοίωτο από ανθρώπινες παρεμβάσεις, και βλέπουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν ελεύθερα και ασφαλή δίπλα στο ελατόδασος, μακριά από το καυσαέριο, την κίνηση, την πολυκοσμία, τις πολυκατοικίες.

Σχεδιάζουν να βγάλουν τραπεζάκια σε έναν γειτονικό υπαίθριο χώρο, ώστε και οι πελάτες τους να χαίρονται την ομορφιά της φύσης. Για αυτή τη φθινοπωρινή μέρα, πάντως, το εσωτερικό του μαγαζιού είναι ό,τι πρέπει. Φεύγοντας, νιώθουμε σαν να ήμασταν καλεσμένοι για φαγητό σε σπίτι φίλων και δίνουμε την υπόσχεση να επιστρέψουμε με την πρώτη ευκαιρία. Μία φορά στη Φουρνά δεν είναι ποτέ αρκετή.

Διαβάστε ακόμα:

Ταξίδι στο Καρπενήσι, στην καρδιά της Ευρυτανίας

Απόδραση στο Mεγάλο Χωριό, έναν παράδεισο στην καρδιά της Ευρυτανίας

Tαξίδι στα βουνά της Ευρυτανίας