Ο Λουκάς Βακάλης, ή «παππούς-Λουκάς» όπως τον αποκαλούν οι κάτοικοι του Μεσοτόπου Λέσβου, ενός απομονωμένου χωριού στα δυτικά του νησιού, αφού συνταξιοδοτήθηκε από την ξυλουργική αφοσιώθηκε στην τέχνη που αγαπάει περισσότερο, την οποία τώρα μεταδίδει στις επόμενες γενιές.

16

Δεν υπάρχουν διαδικτυακές ανακοινώσεις ούτε καν αφίσες στους δρόμους για αυτό το εργαστήριο. Η είδηση κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα στο χωριό, όπου άλλωστε όλοι γνωρίζονται με κάποιον τρόπο μεταξύ τους: o Λουκάς Βακάλης έχει ανοίξει το εργαστήριό του και υποδέχεται τα πρωινά όποιο παιδί, είτε ντόπιων είτε επισκεπτών, ενδιαφέρεται να γνωρίσει την τέχνη της ξυλογλυπτικής. Χωρίς δίδακτρα, χωρίς καμία υποχρέωση από την πλευρά της οικογένειας.

Την πρώτη φορά ο γιος μου, ο 10χρονος Φίλιππος, πηγαίνει από περιέργεια, γιατί οι φίλοι του έχουν κολλήσει και βρίσκονται εκεί καθημερινά, σε σημείο που έχουν μεταθέσει πιο αργά το υπόλοιπο πρόγραμμα των καλοκαιρινών διακοπών τους (μπάνιο, φαγητό, παιχνίδι). Αμέσως κολλάει κι εκείνος. Μαθαίνουμε ότι το εργαστήριο ανοίγει ακόμα και Κυριακές και αργίες. Μέσα στις τρεις εβδομάδες των διακοπών μας ολοκληρώνει σχεδόν μόνος του δύο έργα ξυλογλυπτικής: ένα καράβι και μια εξωτική παραλία με φοίνικες.

Η παραλία είναι πολύ διαφορετική από εκείνες της βορειοδυτικής Λέσβου, όπου κυριαρχούν οι γυμνοί ηφαιστειογενείς βράχοι. Είναι όμως φτιαγμένη από ένα δέντρο χαρακτηριστικό του νησιού, την ελιά. «Το ξύλο της δουλεύεται καλά, αλλά επειδή έχει πολλά νερά και χρώματα δεν μπορείς να κάνεις με αυτό, ας πούμε, μια αγιογραφία», μου εξηγεί ο Λουκάς Βακάλης, σε μια επίσκεψή μου στο εργαστήριό του, όπου επιχειρώ να καταλάβω γιατί η ξυλογλυπτική γίνεται για τους μικρούς μαθητές του πιο δελεαστική κι από μια πρωινή βουτιά.

Μια τοπική παράδοση γεννιέται

Άλλα ξύλα που χρησιμοποιεί είναι η καρυδιά, ο ευκάλυπτος και ο πλάτανος, δέντρα που ευδοκιμούν στην περιοχή, η οποία μπορεί να φαίνεται άγονη εκ πρώτης όψεως, αλλά καθώς αρχίζεις να την εξερευνάς, ιδιαίτερα γύρω από τα χωριά της, ανακαλύπτεις κατάφυτες ρεματιές πλούσιες σε νερό, σαν πράσινα αιμοφόρα αγγεία που την τροφοδοτούν με ζωή. Ο κ. Λουκάς παίρνει υλικά από αγρότες μετά τα κλαδέματα, μία από τις ανεπιτήδευτες waste free πρακτικές που συναντάς ακόμα στην επαρχία. Άλλα, όπως η οξιά, τα αγοράζει. Κάθε ξύλο έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και προσφέρεται για διαφορετικές παραστάσεις.

Ένα ιδανικό υλικό για ξυλογλυπτική είναι η φλαμουριά, η οποία όμως σπανίζει εδώ. Όπως σπανίζει και η τέχνη του σε αυτόν τον τόπο. Όταν μάλιστα ο κ. Λουκάς αναζήτησε γνώμες για τα ξυλόγλυπτά του, χρειάστηκε να απευθυνθεί σε καλλιτέχνες του χωριού από παρεμφερή πεδία, όπως οι ζωγράφοι Γαβριήλ Χονδρέλλης και Μαρία Ζουμπουνέλλη, καθώς και ο χαράκτης Γιάννης Πιπίνης.

Από τη θάλασσα στα ξυλόγλυπτα κύματα

Η πρώτη του επαφή με την ξυλογλυπτική ήταν από τον ξυλουργό πατέρα του, Γρηγόρη Βακάλη, τον οποίο «όταν ήμουν μικρός, ας πούμε έξι, επτά χρονών, παρακολουθούσα να κάνει ολόγλυφα καΐκια». Όποτε δεν είχε σχολείο, «ερχόμουν εδώ, έπαιρνα κάποια τετράγωνα ξύλα και τα έκανα βάρκες». Αργότερα, εμπνεύστηκε κι από άλλους. Όπως από έναν βοηθό του πατέρα του, τον Χρήστο Παπάζογλου, τον οποίο «καθόμουν και έβλεπα να σκαλίζει τα καλοκαίρια και «έκλεβα» την τέχνη του, που λένε». Ή από έναν καθηγητή αγγλικών του, «που ήταν και χαράκτης. Επειδή τα χέρια μου πιάνανε, όταν έκανε ένα χαρακτικό με φόντο εγώ το σκάλιζα και το έκανα σαν θάλασσα». Μεγαλώνοντας ο κ. Λουκάς έγινε ναυτικός, μηχανικός σε καράβια, και άρχισε να ταξιδεύει, αλλά «όταν παντρεύτηκα είδα ότι θάλασσα και οικογένεια δεν ταιριάζουν», έτσι αποφάσισε να ρίξει μόνιμα άγκυρες στο χωριό και διαδέχτηκε τον πατέρα του στο ξυλουργείο.

Η τέχνη της αφαίρεσης

Στον ελεύθερο χρόνο του έκανε κάποια απλά ξυλόγλυπτα που δώριζε σε πελάτες, όπως γοργόνες και καΐκια, αλλά το πρώτο απαιτητικό έργο το ολοκλήρωσε στη διάρκεια μιας μεγάλης κακοκαιρίας στο χωριό, «το ’87, αρχές Μαρτίου, που κράτησε περίπου είκοσι μέρες. Είχα ετοιμάσει ένα ξύλο και λέω, ευκαιρία να δοκιμάσω αν πάνε τα χέρια μου. Έκανα την Αγία Βαρβάρα». Απασχολημένος με τον καθημερινό αγώνα του βιοπορισμού, αφοσιώθηκε στην ξυλογλυπτική μετά τη συνταξιοδότησή του, πριν από περίπου δέκα χρόνια. Σήμερα συνεχίζει να μεταμορφώνει το ξύλο σε αγιογραφίες, πορτρέτα προσωπικοτήτων όπως ο Άρης Βελουχιώτης και ο Νίκος Μπελογιάννης, καθώς και εικόνες από τη φύση, όπως πουλιά, άλογα, λουλούδια, θαλασσινά και ορεινά τοπία.

Οι πιο εύκολες παραστάσεις, όπως τα τοπία, «είναι δικιάς μου έμπνευσης». Άλλες, πιο λεπτομερείς, όπως ένα άλογο, «δεν πάει το χέρι μου να τις σχεδιάσω με το σκαρπέλο». Μεγεθύνει λοιπόν τις εικόνες της επιλογής του στον υπολογιστή και τις τυπώνει. Στερεώνει ένα καρμπόν πάνω στο ξύλο, από πάνω την εικόνα και τη σχεδιάζει. Αφού αποτυπωθεί στο καρμπόν, σε χρώματα διαφορετικής έντασης ανάλογα με το βάθος κάθε περιοχής, πιάνει το σκαρπέλο. Χαράσσει το ξύλο και κατόπιν το σκαλίζει. Όπως κάθε γλυπτική, έτσι και η ξυλογλυπτική είναι η τέχνη της αφαίρεσης, οι πινελιές της είναι τα ροκανίδια που αποσπώνται από το ξύλο. Τα έργα του κ. Λουκά είναι επίσης αφαιρετικά, στις φυσικές αποχρώσεις του υλικού. Μόνο το γαρύφαλλο του Νίκου Μπελογιάννη έχει τονίσει με λίγο κόκκινο. Η αξία κάθε έργου είναι ανεκτίμητη, καθώς αποτελεί αποτέλεσμα αμέτρητων ωρών κοπιαστικής εργασίας. Κάποια ξυλόγλυπτα, ωστόσο, τα έχει δωρίσει σε ιδρύματα και συλλόγους, όπως τα δέκα πορτρέτα ηρώων του ’21 που κοσμούν το σχολείο του Μεσοτόπου.

Μαθήματα υπομονής

Την ημέρα της επίσκεψής μου στο εργαστήριο, ο Φίλιππος συνοδεύει τη συζήτησή μας με το ρυθμικό χτύπημα του σκαρπέλου. Περιστασιακά ο δάσκαλός του τον καθοδηγεί όπου χρειάζεται, διακριτικά και ήρεμα, χωρίς να γίνεται παρεμβατικός, δίχως να τον πιέζει. Ο κ. Λουκάς απηύθυνε το κάλεσμα αρχικά στα παιδιά του χωριού. «Πέρυσι το καλοκαίρι λέω στη διευθύντρια του σχολείου: μπορώ να προσφέρω αφιλοκερδώς μαθήματα ξυλογλυπτικής σε όσα παιδιά έρθουν. Σκέφτηκα, γιατί να μην κινήσω το ενδιαφέρον τους; Πού θα δουν ξυλογλυπτική τα μωρά; [όπου “μωρά” τα παιδιά κάθε ηλικίας, άλλωστε στη Λέσβο υπάρχει και η χαϊδευτική προσφώνηση “μωρέλι μ’”]». Και καταλήγει: «Πρέπει να μεταδίδονται παντού όλες οι γνώσεις».

Κάποια παιδιά ήρθαν μόνο για μία μέρα: «Τους έδωσα να δοκιμάσουν τα εργαλεία, τα σκαρπέλα, κουράστηκαν». Άλλα συνέχισαν να έρχονται. Μερικά, με το που έκλεισαν τα σχολεία το καλοκαίρι του 2025, επέστρεψαν για δεύτερη χρονιά, φέρνοντας μάλιστα μαζί φίλους και συγγενείς. Επτά-οκτώ δημιούργησαν έναν σταθερό πυρήνα μαθητών. Οι μεγαλύτεροι φοιτούν στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, ενώ ο μικρότερος μόλις τελείωσε το νηπιαγωγείο. «Ο Κυριάκος έκανε φέτος έναν λαγό να περπατάει». Ο δάσκαλος δηλώνει εντυπωσιασμένος από την αφοσίωση ενός τόσο μικρού παιδιού, που δουλεύει σκυφτό πάνω από ένα κομμάτι ξύλο. Η ξυλογλυπτική είναι απαιτητική. «Δεν θέλει νεύρα, δυνατά χτυπήματα, αλλά υπομονή και προσήλωση. Να φαντάζεσαι πώς θα είναι το αντικείμενο που κάνεις». Όποτε ο κ. Λουκάς βλέπει ένα παιδί να κουράζεται, το προτρέπει να ξεκουραστεί για μία ημέρα και να επιστρέψει, αν θέλει, τη μεθεπόμενη. «Τους λέω: απουσίες δεν βάζουμε!».

Ο γιος μου, πάντως, ακόμα και κάποια πρωινά των διακοπών που ξυπνάει κουρασμένος, επειδή, ας πούμε, κοιμηθήκαμε πιο αργά το προηγούμενο βράδυ, μας ζητάει επίμονα να τον φέρουμε στο εργαστήριο. Η αφοσίωση που καλλιεργεί αβίαστα σε κάποιους μαθητές του ο κ. Λουκάς είναι ένα ακόμα από τα έργα τέχνης του.

Διαβάστε ακόμα:

Λέσβος: Ένα ανεξερεύνητο πολύτιμο νησί

Στη Σκάλα Συκαμιάς στη Λέσβο, όπου ο χρόνος έχει σταματήσει

Στα βήματα του Αριστοτέλη: Ο υγρότοπος της Καλλονής με τα φλαμίνγκο και τη μεγάλη ιστορία