Το «Τριανταράκι» στο χωριό Τριαντάρος της Τήνου δε χρειάζεται συστάσεις, αφού από το 2017 που άνοιξε έχει μία επιτυχημένη κι ανοδική πορεία. Σε αυτό το άρθρο, όμως, εστιάζουμε στη Μαλβίνα και τον Γιάννη, την κόρη και τον πατέρα που είχαν μία ρομαντική ιδέα και υλοποίησαν μία επιτυχημένη επιχείρηση. Πράγματι, το «Τριανταράκι» διατηρεί μία ρομαντική διάθεση, η οποία εναρμονίζεται πλήρως με το χωριό της Τήνου και τη θέα μπροστά του, χωρίς παράλληλα να χάνει τη «μοντερνιά» του.

27

Πόσο ρομαντικά, λοιπόν, ξεκίνησαν όλα;

«Τελείως ρομαντικά», απαντάει πρώτη η Μαλβίνα, η οποία άφησε τη ζωή της στην Ιρλανδία, όπου σπούδασε σχέδιο μόδας, για να μετακομίσει στην Τήνο με σκοπό να βοηθήσει στην επιχειρηματική ιδέα του πατέρα της να ανοίξει ένα καφενείο στο νησί.

«Στην Τήνο ερχόμασταν από μικρά παιδιά, γιατί οι γονείς μας είχαν αγοράσει σπίτι εδώ. Όταν κάποια στιγμή μετακόμισαν μόνιμα, εγώ τότε σπούδαζα στο εξωτερικό κι έπεσε μία ιδέα από τον πατέρα μου ότι θα ήταν πολύ ωραίο να είχαμε ένα καφενείο. Τότε, τυχαία, σε μία βραδινή βόλτα στον Τριαντάρο, βρήκαμε τον χώρο όπου ήταν παλιά το καφενείο του χωριού. Ένα γκρεμισμένο κτήριο, που ακόμη και οι ίδιοι οι ντόπιοι μάς έλεγαν με αγάπη να μην το προχωρήσουμε γιατί θα καταστραφούμε, αφού δεν πατάει κανείς στα χωριά της Τήνου».

«Εγώ υπήρξα επιχειρηματίας στον κλάδο του ρούχου, με πολύ μεγάλο βιογραφικό. Πέρασα, μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, τη μεγάλη οικονομική κρίση και με ορμητήριο το σπίτι μας στην Τήνο προέκυψε αυτή η ιδέα», συμπληρώνει ο κύριος Γιάννης. «Και τότε λειτούργησε το ρομαντικό κομμάτι, όταν είδαμε μία παλιά ταβέρνα σ’ έναν σκοτεινό δρόμο και δίπλα το παλιό καφενείο, που όχι μόνο ήταν σχεδόν γκρεμισμένο, αλλά ανήκε και σε πέντε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, τους οποίους έπρεπε να πείσουμε. Δεν ψάχναμε να ανοίξουμε μαγαζί, αλλά να δούμε κάτι που θα μας πει “θέλω να με φτιάξεις”».

Τελικά, όντως, οι ντόπιοι είχαν δίκιο σε αυτό που έλεγαν στους «Αθηναίους», όπως τους αποκαλούσαν στην αρχή, ότι δηλαδή τα χωριά της Τήνου δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο πόλο έλξης για τους τουρίστες. Το «Τριανταράκι», όμως, βρήκε τον δημιουργικό τρόπο να ανοίξει τον δρόμο προς τα χωριά της Τήνου.

«Ήμασταν οι πρώτοι που βάλαμε την ιδέα του brunch και είχαμε ένα εξαιρετικά καλό timing σε αυτό που προσφέραμε στο κοινό. Έτσι, το “Τριανταράκι” έγινε κάτι σαν είδος μαγαζιού, αφού όλοι έλεγαν ότι θέλουν να ανοίξουν κάτι σαν το “Τριανταράκι”», σχολιάζει η Μαλβίνα, με τον πατέρα της να συμπληρώνει: «Πήγαμε να κάνουμε μία μικρή δουλίτσα και τελικά έγινε μεγάλη δουλειά».

Η αφορμή για να αφήσουν την πόλη και να μετακομίσουν στην Τήνο

Τις περισσότερες φορές προκύπτει μία αλλαγή ή μία πρόταση στη ζωή μας, που μας κάνει να έχουμε αρχικά αμφιβολίες, αλλά αν τολμήσουμε, μπορεί να έχουμε πάρει την καλύτερη απόφαση της ζωής μας. Κάπως έτσι, λοιπόν, έγινε μία επαγγελματική πρόταση στη μητέρα της Μαλβίνας και σύζυγο του κυρίου Γιάννη, από την Τράπεζα του νησιού. Το συζήτησαν, την αποδέχθηκαν κι έτσι μετακόμισαν στο εξοχικό τους στην Τήνο.

Ωστόσο, η πρώτη επαφή με το νησί ήρθε όταν η μητέρα της Μαλβίνας πρότεινε στον Γιάννη να πάνε διακοπές στην Τήνο. Ο Γιάννης ήταν αρνητικός, καθώς θεωρούσε πως ήταν πολύ συντηρητική και θεοκρατική επιλογή διακοπών για νέους ανθρώπους, κι αντέδρασε. Κι όμως, εκείνο το καλοκαίρι πήγαν οικογενειακές διακοπές στην Τήνο, το επόμενο καλοκαίρι κάπου αλλού και το τρίτο κατά σειρά καλοκαίρι αγόρασαν το σπίτι τους στο νησί.

Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν εύκολα στην αρχή και η πορεία χαράχθηκε με πολλές αλλαγές μέχρι τη σημερινή μορφή της. Το «Τριανταράκι», ως χώρος, ανήκε σε πέντε ιδιοκτήτες μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι προσπαθούσαν, με θετική διάθεση, να πείσουν τον Γιάννη και τη Μαλβίνα ότι αυτό που είχαν στο μυαλό τους δε θα πετύχει. Από την άλλη, όμως, στήριξαν την ιδέα, συμμετέχοντας σε ένα μέρος της κατασκευής, όταν είδαν πόσο αποφασισμένοι ήταν πατέρας και κόρη. Οι ίδιοι άνθρωποι σήμερα καμαρώνουν για το παλιό, γκρεμισμένο καφενείο που έγινε… «Τριανταράκι»!

Η συνεργασία πατέρα και κόρης ως ένα αμοιβαίο δίδαγμα

«Η Μαλβίνα ήταν εκείνη που προώθησε την ιδέα και νομίζω ότι η επιτυχία οφείλεται, στο μεγαλύτερο ποσοστό, στην ακτινοβολία της. Εγώ είμαι στα πιο λειτουργικά θέματα και η Μαλβίνα είναι η ψυχή», λέει ο μπαμπάς Γιάννης.

«Εγώ πάλι λέω το αντίθετο, αφού ο οραματισμός ήταν δικός του. Ξεκίνησα με τη λογική ότι θα έρθω να βοηθήσω και μετά θα φύγω για να συνεχίσω επαγγελματικά το σχέδιο μόδας που σπούδασα. Απλά ήταν τόσο δημιουργικό και μου έδινε τόσο μεγάλη ελευθερία στη δημιουργία, που με κράτησε».

Και μπορεί και οι δύο να παραδέχονται πως η συνεργασία με την οικογένεια έχει τις δυσκολίες της, γιατί τα όρια δεν είναι από την αρχή ξεκάθαρα, αλλά σήμερα η ωραιότερη ώρα της ημέρας είναι ο πρωινός καφές που απολαμβάνουν μαζί, ακολουθώντας το δικό τους τελετουργικό και κάνοντας το δικό τους «μίτινγκ» (ή κι εκτός εισαγωγικών).

«Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος, γιατί ανεξάρτητα από το τι έχω μάθει στη ζωή μου, ακόμη μαθαίνω. Τρελαίνομαι να έχω κοντά μου έναν νέο άνθρωπο σαν τη Μαλβίνα, που πιστεύω ότι μου δίνει πολλά περισσότερα από εκείνα που μπορεί να αντλεί εκείνη από εμένα. Είναι μεγάλη υπόθεση να μαθαίνεις συνέχεια, σε κρατάει ζωντανό. Η Μαλβίνα είναι γρήγορη, έχει πολύ καλή κριτική σκέψη και τη συμβουλεύομαι για πολλά πράγματα. Να πω και κάτι εδώ, οι παλιοί μένουν συχνά σε κάποια στερεότυπα και δεν μπορούν να τα ξεπεράσουν εύκολα. Οπότε, εκεί έρχεται ένας νέος άνθρωπος και σου λέει να το δεις από μία άλλη οπτική».

Η Μαλβίνα, εκτός από την επιχειρηματικότητα και το πώς να τρέχει μία επιχείρηση, έμαθε από τον πατέρα της, Γιάννη, να «πιστεύει περισσότερο στον εαυτό της και να τολμάει κάποια πράγματα, που στο παρελθόν θα φοβόταν, όπως είναι η έκθεση». «Ο πατέρας μου μού έμαθε να τολμάω και το ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Πάντα υπάρχει λύση και τρόπος, αρκεί να είσαι ανοιχτός να τα βρεις».

Τριανταράκι: Μία οικογενειακή, αλλά και άκρως προσωπική υπόθεση

«Το μαγαζί είναι αρκετά προσωπική υπόθεση. Ποτέ δεν κάναμε ή δεν βάλαμε κάτι που δεν το προτιμούμε εμείς. Ναι μεν επιχείρηση, αλλά με τη διατήρηση του ρομαντικού στοιχείου. Το κοινό μας ξεκίνησε αρκετά νεανικό, όταν ήμουν κι εγώ πιο νέα, σε μία διαφορετική φάση ζωής. Σήμερα έχουμε πολλές οικογένειες -και χάρη στην παιδική χαρά που βρίσκεται μπροστά- και επισκέπτες 30+. Είναι σαν το προφίλ του μαγαζιού να μεγαλώνει μαζί μας. Όταν μεγάλωσα κι έκανα παιδί, ξαφνικά σαν να μεγάλωσε μαζί μου και το “Τριανταράκι”. Ίσως γιατί μπορώ πλέον να εντοπίσω πιο εύκολα τι χρειάζονται οι άνθρωποι στην ίδια περίοδο ζωής μ’ εμένα».

Το προφίλ του μαγαζιού παραμένει πιστά το ίδιο από το 2017 που ξεκίνησε, με φιλοσοφία άκρως ανθρωποκεντρική. Το προσωπικό που εργάζεται φέτος το καλοκαίρι στο «Τριανταράκι» είναι το ίδιο με πέρυσι, με τον Γιάννη και τη Μαλβίνα να δίνουν μεγάλη σημασία στην επικοινωνία και τη διάδραση με την ομάδα τους. «Φέτος, για παράδειγμα, διαβάζουμε Νίτσε και μαζευόμαστε μετά για να τα σχολιάζουμε!», λέει ο κύριος Γιάννης.

Οι αγαπημένες γωνιές στην Τήνο (εκτός από το Τριανταράκι)

Για τον Γιάννη είναι η παραλία όπου μεγάλωσαν τα κορίτσια του, ο Άγιος Ιωάννης (Πόρτο). «Ήμασταν εκεί από το πρωί έως το βράδυ, κάναμε βουτιές, παίζαμε με την άμμο… Βέβαια, υπάρχουν κι εκπληκτικά χωριά στο νησί, όπως ο Πάνορμος, η Καρδιανή, τα Υστέρνια, τα καθολικά χωριά και ο Πύργος, που μοιάζει ολόκληρος σαν ένα χωριό-μουσείο χάρη στο Μουσείο του Χαλεπά, στα μαρμάρινα σπίτια και τον χαρακτηριστικό κεντρικό πλάτανο».

Για τη Μαλβίνα είναι δύο γωνιές. Το χωριό Βώλαξ, όπου την πήγαινε ο πατέρας της μαζί με την αδερφή της πίσω από τις χαρακτηριστικές πέτρες, στη μέση του πουθενά, έκλειναν τα φώτα του αυτοκινήτου κι έλεγαν ότι αφουγκράζονται κάτω από τα αστέρια, σε μία αφέγγαρη νύχτα. «Και είναι και η πιο αγαπημένη μου παραλία στην Τήνο, ο Άγιος Μάρκος. Όσες φορές έχω ζοριστεί, είναι το μέρος που θα πάω για να μου φύγουν όλα».

Κλείνοντας, μιλήσαμε λίγο για την αποκέντρωση και την Αθήνα, που η Μαλβίνα αγαπά να επισκέπτεται συχνά αλλά όχι για να μείνει πια. «Παρόλο που μεγάλωσα στην Αθήνα και είμαι γνήσια Αθηναία, όπως με αποκαλούσαν στην αρχή οι άνθρωποι της Τήνου, δε θα έκανα ποτέ ανάλογη δουλειά εκεί. Δεν μπορώ να το δω καθαρά επαγγελματικά και δε θα μπορούσα να αντέξω αυτή την πίεση. Επιλέγω την ηρεμία, την άμεση επαφή με τη φύση, τους φίλους μου εδώ, την καθημερινότητα που δε σταματά να με εντυπωσιάζει με την οικειότητα και τους αργούς ρυθμούς».

Από μία οικογένεια που επέλεξε την αποκέντρωση, τόσο από τα νεαρά μέλη της όσο κι από τα μεγαλύτερα, η συμβουλή είναι μία: «Να ρισκάρεις! Δεν έχεις να χάσεις και τίποτα, είναι μία εμπειρία που μπορεί να είναι θετική αλλά μπορεί κι αρνητική. Βρες, όμως, πρώτα το μέρος που θα σου έχει μιλήσει και θα σ’ έχει κάνει να νιώσεις ότι έχει κάτι εκεί για εσένα».

Διαβάστε ακόμα:

Εξερευνώντας τα Υστέρνια: Μοναδικές εμπειρίες σε νέα και παλιά στέκια

Εξερευνώντας την πόλη της Τήνου: Οι άνθρωποι που την μεταμορφώνουν

Στον Πύργο της Τήνου μια τέχνη διατηρείται ακόμα ζωντανή