Ο Γιώργος Τσακίρης μας προσκαλεί στο εργαστήρι του στο Αχλαδοχώρι Μακεδονίας, να δούμε από κοντά παραδοσιακές βελέντζες στις οποίες έχει παρέμβει εικαστικά ενώ δοκιμάζουμε ένα ποτήρι κρασί δικής του παραγωγής. Αρχικά, ωστόσο, μπορούμε να επισκεφτούμε τη νέα ομαδική έκθεση για τη σύγχρονη υφαντική τέχνη «Μίτοι για την εποχή μας», όπου συμμετέχει με ένα έργο του, στην Αθήνα, στο Lofos Art Project.

29

Παιχνίδι στο πάτωμα, φωλιασμένοι ανακούρκουδα στο μαλλιαρό πέλος, να αναζητάμε ίσως τουβλάκια ή αυτοκινητάκια χαμένα ανάμεσα στα κρόσσια. Δεν χρειάζεται να ανήκουμε σε παλαιότερες γενιές για να έχουμε τέτοιες παιδικές αναμνήσεις –πολλοί από εμάς έτυχε να μεγαλώσουμε σε σπίτια ντυμένα με βελέντζες, ιδιαίτερα αν οι γονείς και οι παππούδες μας κατάγονταν από χωριά ορεινά ή της βόρειας Ελλάδας όπου, ειδικά στο παρελθόν, το κρύο του χειμώνα δεν αστειευόταν. Τις τελευταίες δεκαετίες, η βελέντζα εξορίστηκε από τα περισσότερα σπίτια, ως δύσχρηστη -βαριά, δύσκολη στο καθάρισμα και τη μεταφορά. Σε κάποιες περιπτώσεις αντικαταστάθηκε από βιομηχανοποιημένες φλοκάτες από συνθετικά υλικά. Τα εργαστήρια βελέντζας που κάποτε ευημερούσαν στον ελληνικό βορρά έκλεισαν και τα αποθέματά της κατέληξαν να πωλούνται όσο-όσο.

Αρκεί όμως να επισκεφθούμε το ατελιέ του Γιώργου Τσακίρη στο όρος Πάικο για να δούμε συγκεντρωμένα πολλά δείγματα από αυτό το είδος οικιακής χρήσης προς εξαφάνιση. Τα τελευταία χρόνια ο πολυβραβευμένος εικαστικός διασώζει βελέντζες, παρεμβαίνει σε αυτές και τους δίνει την ευκαιρία για μια δεύτερη ζωή, ως έργα τέχνης. Ένα από αυτά, που εκτίθεται στη γκαλερί Lofos Art Project, στη νέα ομαδική έκθεση για τη σύγχρονη υφαντική τέχνη «Μίτοι για την εποχή μας», έγινε η αφορμή για να μας αφηγηθεί την ιστορία του.

Αγροτική και εικαστική παραγωγή

«Το χωριό μου λέγεται Αχλαδοχώρι, είναι στους πρόποδες του όρους Πάικου, ένα γλυκό βουνό, που δεν έχει μεγάλα ύψη. Εκεί γεννήθηκα, αλλά όταν άρχισα να πηγαίνω δημοτικό μετακινήθηκα στην πόλη των Γιαννιτσών, όπου έζησα μέχρι τα δεκαοχτώ μου». Ξεκίνησε σπουδές Ηλεκτρονικών στο Πολυτεχνείο αλλά συνέχισε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, όπου «διδάχτηκα ζωγραφική και χαρακτική» πλάι σε σημαντικούς καθηγητές.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ενώ άρχισε να δραστηριοποιείται στα εικαστικά, «τα καλοκαίρια δούλευα στους αγρούς, καλλιεργούσα φρούτα». Αρχικά, έζησε στην Αθήνα, αλλά όταν εκλέχθηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης μετακόμισε ξανά στον βορρά «και η ενασχόληση με την αγροτιά έγινε πιο έντονη». Πλέον, άλλωστε, μπορούσε να μετακινηθεί ευκολότερα στο χωριό του, που απέχει περίπου 45 λεπτά από τη Θεσσαλονίκη.

Η γνωριμία του με την ιστορικό και κριτικό τέχνης Έφη Στρούζα υπήρξε καθοριστική, αφού ήταν εκείνη που «επέμενε να στήσω το εργαστήρι στο χωριό. Με έπεισε ότι έτσι θα μπορούσα να βρίσκω πολύ εύκολα τις πρώτες ύλες και τα εργαλεία για ένα έργο και είχε δίκιο». Επίσης το εργαστήρι στο χωριό, όπου αξιοποίησε όχι μόνο την αυλή αλλά ακόμα και τον αχυρώνα του παππού του, του πρόσφερε άνεση χώρου για να δουλεύει έργα μεγάλης κλίμακας.

Στο Αχλαδοχώρι τα όρια ανάμεσα στην εικαστική και την αγροτική δημιουργία του έγιναν ρευστά. «Το βίωμα κολλάει επάνω μας σαν βδέλλα και δεν μας αφήνει ποτέ να “συνέλθουμε”» εξηγεί. «Και όλο αυτό το βίωμα του χωραφιού, του κτήματος, της αγροτικής καλλιέργειας άρχισε να μεταφέρεται στη δουλειά μου». Ενώ φιλοτεχνούσε έργα που παρουσιάζονταν σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό (αποσπώντας, μάλιστα, τρία διεθνή βραβεία στη δεκαετία του ’80), παρήγε τσίπουρο και κρασί, έφτιαχνε μαρμελάδες, «σε κάποια φάση είχα στήσει και μια φάρμα με στρουθοκαμήλους». Αναπόφευκτα, η αγροτική ζωή άρχισε να τρυπώνει και στην τέχνη του –σε εγκαταστάσεις, ας πούμε, με φραντζόλες ψωμί, κορμούς δέντρων, φρούτα και λαχανικά.

Βοήθησε και η εποχή: «Ο 20ός αιώνας διευκόλυνε πολλές καλλιτεχνικές εκφάνσεις. Υπήρξαν δηλαδή καλλιτέχνες πρωτομάστορες, που άνοιξαν δρόμους και μας έδωσαν μια ασφάλεια για να κινούμαστε πέρα από τις δομές που καθόριζαν μέχρι τότε τις εικαστικές τέχνες όπως το μάρμαρο, το τελάρο».

Επαφή με τις βελέντζες

Τα προσωπικά του βιώματα και οι ευνοϊκές καλλιτεχνικές συνθήκες τον έφεραν σε επαφή με το ύφασμα ως εικαστικό υλικό ήδη από τη δεκαετία του ’80. «Όταν ήρθα από την Ιταλία, το 1982, πήγαινα και έπαιρνα κουβέρτες Ακριλάν από τη Νάουσα, στο Νομό Ημαθίας, η οποία τότε ήταν πόλη παραγωγής τους» θυμάται. Η σχέση του «με τις κλωστές και το πανί» συνεχίστηκε, και πριν από πέντε, έξι χρόνια άρχισε να παρεμβαίνει σε βελέντζες, που εξελίχθηκαν στο «προσφιλές μου υλικό. Αναζητώντας τις, έγινα ένας καλός ρακοσυλλέκτης».

Παλιά οι βελέντζες κυριαρχούσαν στα νοικοκυριά, αλλά πλέον «δεν υφίστανται ούτε ως χρηστικό ούτε ως διακοσμητικό αντικείμενο». Μάλιστα κάποιες γυναίκες που τις είχαν ως οικογενειακά κειμήλια τού τις χάρισαν, προκειμένου «αντί να πεταχτούν να βρουν έναν σκοπό και ένα απάγκιο. Βέβαια αγόρασα και πάρα πολλές, γιατί ήταν εξευτελιστικό, ενώ είχαν γίνει με τόσο κόπο, να φτάσουν να πωλούνται στα παζάρια για τρία και τέσσερα ευρώ. Τις χρησιμοποίησα σε επιτοίχια έργα και εγκαταστάσεις», που εκτέθηκαν το 2023 στην Gallery Roma, στο Κολωνάκι, με τίτλο «Ιστορίες του Πάικου».

Η παραδοσιακή κατασκευή μιας βελέντζας, όπως εξηγεί ο εικαστικός, αρχίζει από τη δημιουργία της μάλλινης κλωστής, «από το κούρεμα του ζώου, το ξέπλυμα, το χτύπημα του μαλλιού, το αδράχτι». Μετά το νήμα μπαίνει στον αργαλειό, που στα τότε εργαστήρια «ήταν τεράστιος, δούλευαν τρία και τέσσερα άτομα». Στο τελικό προϊόν, το πίσω μέρος είναι επίπεδο και κρύβει μια «σταυρωτή πλέξη», ενώ στο μπροστινό εκτείνονται πλούσια κρόσσια ίσου μεγέθους.

Οι προκλήσεις συνεχίζονται όταν ο ίδιος καταπιάνεται με μια βελέντζα για να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης, γιατί «αν την κόψεις στο πλάι αρχίζει πολύ εύκολα να ξεφτίζει. Πρέπει λοιπόν να πάρεις ένα παρόμοιο νήμα και να ράψεις την πλευρά από την οποία την έχεις κόψει, είναι μια επίπονη διαδικασία». Ευτυχώς, ανέκαθεν ήταν καλός ράφτης, όπως διευκρινίζει.

Ζεστασιά και σύμβολο στάτους

Ο Γιώργος Τσακίρης γοητεύεται από τη βελέντζα και για την ιστορία και τους συμβολισμούς της: «Το σώμα του ζώου μετατρέπεται σε αντικείμενο οικιακής ασφάλειας που κουβαλάει δύναμη, επιθετικότητα και πρωτόγονη ορμή». Στο παρελθόν, η βελέντζα «παρείχε ζεστασιά και ομόρφαινε τον χώρο, γιατί τα πατώματα φτιάχνονταν στο χέρι από ξύλα, οπότε στρωμένη από πάνω τους έδινε κάλλος. Προσέδιδε και ευμάρεια –άλλο να είχες κουρελούδες από παλιά ρούχα και άλλο μια βελέντζα, από πλούσιο, ακριβό μαλλί». Κάποιοι, παρά το βάρος της, τη χρησιμοποιούσαν ακόμα και για να σκεπαστούν στο κρεβάτι.

Ως ένα αντικείμενο που συνδύαζε το στάτους με την πρακτική χρησιμότητα, η βελέντζα δινόταν και ως προίκα, προσθέτοντας ύψος και αξία στη στήλη των χοντρών ρούχων και σκεπασμάτων που συνόδευε τη νύφη και ήταν γνωστή ως «γιούκος»: «Μια καλά προικισμένη κόρη έπρεπε να έχει και βελέντζες. Μάλιστα πολλές γυναίκες που μου δίνουν βελέντζες μου μεταφέρουν ότι “ξέρετε, αυτές μου τις έδωσε η πεθερά μου, τις άλλες η μάνα μου”».

Ενώ υπάρχει μια τάση επιστροφής στο χειροποίητο και παράλληλα ευδοκιμούν οι τηλεοπτικές σειρές εποχής με την ανάλογη διακόσμηση, κάποιοι αρχίζουν να επανεκτιμούν τα οικογενειακά κειμήλια. «Κάποιες γυναίκες που μου έχουν χαρίσει βελέντζες μου λένε τώρα, αν δεν έχεις παρέμβει πάνω τους και σου περισσεύει μία, θα μου τη δώσεις; Κατανοητό, ιδιαίτερα αν θέλεις να κρατήσεις κάποια πράγματα που σε συνδέουν με το παρελθόν».

Με λυπεί όταν βλέπω στα σκουπίδια εργόχειρα για τα οποία γυναίκες έδωσαν τεράστιο κόπο στη νιότη τους. Αλλά τα νέα παιδιά αρχίζουν σιγά σιγά να μαθαίνουν ξανά να υφαίνουν, κυκλοφορούν μάλιστα και κάποιοι μικροί αργαλειοί. Νομίζω ότι μέσα σε αυτή την κυκεώνα των κομπιούτερ είναι απαραίτητο κάποιος να θέλει να δουλέψει με τα χέρια του».

Ο ίδιος συνεχίζει να δουλεύει με τα χέρια του και ως εικαστικός και ως παραγωγός του δικού του κρασιού. Γι’ αυτό, αν μας βγάλει ο δρόμος στο εργαστήρι του στο Αχλαδοχώρι, που είναι πάντα ανοιχτό στο κοινό, μας περιμένει όχι μόνο για να μας ξεναγήσει στους χώρους και στα έργα του, αλλά και για να μας κεράσει «το εξαίρετο κρασί μου, το οποίο είναι πολύ καλύτερο από την τέχνη μου».

Διαβάστε ακόμα:

Αποστολή στην Πιερία: Η Αγγελική Λύσσα επέλεξε το Λιτόχωρο για να ζήσει και να αφιερωθεί την τέχνη της οργανοποιίας

Φουρνά Ευρυτανίας: Η Βασιλική και ο Στέφανος, νέοι κάτοικοι του χωριού που ζωντάνεψε ξανά, άνοιξαν τη δική τους επιχείρηση

Λέσβος: Ο αυτοδίδακτος καλλιτέχνης που παραδίδει αφιλοκερδώς μαθήματα ξυλογλυπτικής σε παιδιά