Πριν από την πρώτη μας συνέντευξη με την Claudia Machado, το 2022, είχα προετοιμαστεί για μια συζήτηση στα αγγλικά -στα οποία είχε εξελιχθεί η επικοινωνία μας μέσω μηνυμάτων- και ξαφνιάστηκα όταν στη βιντεοκλήση μας άρχισε να μιλάει άπταιστα ελληνικά.

49

Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν ήταν περίεργο, δεδομένου ότι είχε αγαπήσει τόσο τη χώρα μας, ώστε όχι μόνο είχε επιλέξει να αφήσει την πατρίδα της, τη Βραζιλία, για να εγκατασταθεί στην Αθήνα, αλλά επιπλέον είχε δώσει και είχε περάσει τις εξετάσεις για την ελληνική υπηκοότητα. Κυρίως, έγραψε στα πορτογαλικά δύο παιδικά βιβλία για την ελληνική ιστορία και μυθολογία με κοινή ηρωίδα και ξεναγό τους τη «Σοφία», τα «No Partenon, com Sofia» («Στον Παρθενώνα, με τη Σοφία») και «Os 12 deuses do Olimpo, com Sofia» («Οι 12 θεοί του Ολύμπου, με τη Σοφία»), τα οποία είχαν γίνει και η αφορμή για εκείνη την κουβέντα μας, πριν από τρία χρόνια.

Η Claudia γνώρισε τον ελληνικό πολιτισμό ως μαθήτρια -ένα μέρος της διδακτέας ύλης στα σχολεία της Βραζιλίας είναι αφιερωμένο σε αυτόν, όπως μού εξήγησε. Ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα ως φοιτήτρια, απεσταλμένη μιας εφημερίδας με την οποία συνεργαζόταν στο πανεπιστήμιο, και αποφάσισε να μείνει εδώ. Βρήκε, λοιπόν, δουλειά ως ανταποκρίτρια «σε μια πολύ μεγάλη εφημερίδα της Βραζιλίας, την Ο Globo».

Τα παιδικά βιβλία της άρχισαν να κυκλοφορούν σε πορτογαλόφωνα βιβλιοπωλεία σε διάφορες γωνιές του κόσμου, αλλά εκπληρώνουν τον σημαντικότερο σκοπό τους στις παρουσιάσεις τους σε σχολεία, όπου η Claudia συνεχίζει να μοιράζεται με τα παιδιά την αγάπη και τις γνώσεις της για τη χώρα μας, ακόμα και όταν συμμετέχει μόνο διαδικτυακά. Θυμάται, χαρακτηριστικά, μια παρουσίαση σε ένα πολύ φτωχό και απομονωμένο σχολείο της Βραζιλίας: «Για να φτάσει το βιβλίο μου μέχρι εκεί, ταξίδεψε με βάρκα».

Όλα τα παιδιά που γνωρίζουν την ηρωίδα της, τη «Σοφία», και τις ιστορίες της, «έχουν μεγάλη περιέργεια για την Ελλάδα» όπως έχει παρατηρήσει η Claudia. Γενικά «για τους Βραζιλιάνους η Ελλάδα είναι σαν ένα όνειρο, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος στη Βραζιλία που δεν θα ήθελε να ταξιδέψει εδώ».

Παρόλο που η Ελλάδα είναι ακριβή για τη Βραζιλία, «ένα ευρώ αντιστοιχεί σε έξι, και παραπάνω, ρεάλ» παρατηρεί ότι έχει πολλούς Βραζιλιάνους τουρίστες. «Ακούω παντού πορτογαλικά» λέει.

Μετά την κυκλοφορία του δεύτερου παιδικού βιβλίου της υπήρχε ένα τρίτο στα σκαριά, αλλά τα σχέδια πάγωσαν, τουλάχιστον προσωρινά, από μια μεγάλη προσωπική απώλεια. «Λίγους μήνες αργότερα έχασα τη μητέρα μου, δεν πρόλαβα καν να της το δώσω. Ήταν ο άνθρωπος που με είχε βοηθήσει πάρα πολύ και σταμάτησα να γράφω». Σκοπεύει όμως να επιστρέψει ξανά στη συγγραφή, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει.

Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που συνέβη, τα τελευταία χρόνια, στη ζωή της ήταν η μετακόμισή της από την περιοχή της Ακρόπολης, όπου είχε ζήσει για χρόνια, στο Ψυχικό, το οποίο αναγνωρίζει ότι «δεν είναι μια τυπική περιοχή της Αθήνας». Συνεχίζει όμως να επισκέπτεται συχνά το κέντρο, που «αγαπάω πάντα! Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό».

Ανάμεσα στα πράγματα που της αρέσουν στην Αθήνα είναι «όταν βλέπω παππούδες και γιαγιάδες να μιλάνε σε μικρές πλατείες. Υπάρχουν ακόμα κάποιες γειτονιές. Μου αρέσει το περπάτημα νωρίς το πρωί στην Πλάκα, κάτι που έκανα σχεδόν κάθε μέρα [όταν ζούσε στο κέντρο], επειδή πήγαινα στο γυμναστήριο με τα πόδια. Μου αρέσει που η Αθήνα έχει πάρα πολλά μουσεία και γκαλερί. Μου αρέσουν τα σινεμά της: αν θέλεις να με βρεις, πήγαινε στο Cinobo!

«Κάποιες φορές η Αθήνα μού θυμίζει το Ρίο ντε Τζανέιρο. Δεν κοιμάται ποτέ, πάντα υπάρχει κάτι να κάνεις, όποια ώρα της ημέρας κι αν είναι».

Την ενοχλεί το γεγονός ότι «είναι μια πόλη που έχει πάρα πολλή κίνηση, πάρα πολλά μηχανάκια, που είναι πολύ επικίνδυνο». Ότι ο κόσμος «καπνίζει πολύ. Όταν πηγαίνεις στη Βραζιλία, πλέον δεν καταλαβαίνεις τσιγάρο. Πρώτον γιατί έχει γίνει πολύ ακριβό, δεύτερον γιατί έχουν κάνει μεγάλες καμπάνιες που άλλαξαν τη νοοτροπία. Επίσης ο τουρισμός στην Αθήνα έχει αλλάξει πολύ μετά τον κόβιντ, είναι υπερβολικός, και με στεναχωρεί που οι Έλληνες πρέπει να φύγουν από το κέντρο. Στο κτίριο όπου ζούσα, κοντά στην Ακρόπολη, όλα είχαν γίνει Airbnb!

«Επειδή είχα συνηθίσει να πηγαίνω σε ταβέρνες όπου ήταν όλοι τουρίστες, τώρα που ζω σε άλλη περιοχή λέω, ουάου, υπάρχουν Έλληνες! Δεν μου αρέσει επίσης όταν ένας τουρίστας δεν προσέχει τη χώρα, όταν έρχεται εδώ και πετάει σκουπίδια».

Όταν σχολιάζω ότι παρατηρείς και σε Έλληνες αυτή τη συμπεριφορά, θυμάται ένα παλαιότερο περιστατικό: «Ήμουν στη θάλασσα, στη Χαλκιδική. Ήρθαν δύο κοπέλες και στο τέλος έβαλαν το τσιγάρο τους στην άμμο. Πήγα εκεί, το έβγαλα, και το ακούμπησα σε μια πετσέτα. Εκεί κατάλαβα ότι αγαπάω αυτή τη χώρα και με πειράζει όταν κάποιος κάνει κάτι κακό».

Τα αγαπημένα στέκια της Claudia

Στην Αθήνα

Kαφέ ή ποτό

Third Place (Απόλλωνος 23Β, Αθήνα)

Anglais Athens (Κηρυκείου 6, Αθήνα)

Brettos Plaka (Κυδαθηναίων 41)

Brunch

Chez Michel (Ηροδότου 15, Κολωνάκι)

Ταβέρνες

Μπάμπης (Λεωφ. Αμφιθέας 73, Παλαιό Φάληρο)

Άργουρα (Αγησιλάου 49, Τζιτζιφιές)

Το Στέκι του Ηλία, «για παϊδάκια» (Θεσσαλονίκης 7, Θησείο)

Θεόδωρος και Ελένη, «μετά τη θάλασσα» (Λεγραινά)

Εστιατόρια

Makris Athens, βραβευμένο με Michelin 2024 (Άστιγγος 10 & Ερμού 11)

Codice Blu (Λουκιανού 32, Κολωνάκι)

Σχίνος Μπιστρό (Μεγ. Αλεξάνδρου 88, Περιστέρι)

Πίτσα

72H Artisanal Bakery & Eatery, «θεωρώ ότι είναι οι καλύτεροι» (Μητροπόλεως 27)

Στο Ρίο ντε Τζανέιρο

Εστιατόρια

Marine Resto, βραβευμένο με Michelin (Avenida Atlantica, 4240, Copacabana). «Για θαλασσινά, κρέας και λαχανικά».

Boteco Belmonte (Av. Vieira Souto, 236, Ipanema). «Για καϊπιρίνια, σνακ και finger food».

Casa da Feijoada (R. Prudente de Morais, 10B – Ipanema). «Feijoada είναι ένα τυπικό βραζιλιάνικο φαγητό».

Dainer (R. Real Grandeza, 193 – Botafogo). «Μπορείς να φας βραζιλιάνικο τυρόψωμο [Pão de queijo] στις οκτώ το βράδυ ή μεσημεριανό στις δέκα το βράδυ».

Μπέργκερ

Madero (Avenida das Americas 5000 Shopping NYCC – Barra Shopping)

Kρέας

Churrascaria Palace (R. Rodolfo Dantas, 16, Copacabana), «ένα τυπικό βραζιλιάνικο εστιατόριο για να φας κρέας».

Mocellin Steakhouse (Av. Armando Lombardi, 1010)

Καφέ, πρωινό ή brunch

Café 18 do Forte (Forte de Copacabana – Praça Cel. Eugênio Franco, 1, Copacabana), «με πανοραμική θέα που κόβει την ανάσα».

SO_Lo (Garcia d’Avila 147, Ipanema)

Confeitaria Colombo (Rua Gonçalves Dias, 32, Centro)

Διαβάστε ακόμα:

Η Αθήνα από ψηλά μοιάζει στ’ αλήθεια ζωγραφιά

Η λαϊκή της Καλλιδρομίου μοιάζει με ολοζώντανη καρτ ποστάλ στην καρδιά της Αθήνας

5 παραλίες δύο ώρες από την Αθήνα – Ιδανικές για ολοήμερες αποδράσεις