Η Αρσινόη Νάσσιου σπούδασε Αρχιτεκτονική και εργάζεται ως Αrt Director σε διαφημιστική. Δεν έζησε στα βουνά, αλλά της αρέσει να εμπνέεται από αυτά και, με κάθε ευκαιρία, να τα περπατά. Πόσο απελευθερωτικό είναι, άλλωστε, να δημιουργείς την ευκαιρία να παίρνεις τα βουνά και να λαμβάνεις όλα τα όμορφα που έχει να σου προσφέρει η φύση και η ιστορία τους. Το άρθρο, λοιπόν, ξεκινά με το όνομά της, το οποίο, μυθολογικά, συνδέεται επίσης με το βουνό.

39

«Αρσινόη είναι το όνομα της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου, όπως κι εγώ, είναι από την Ήπειρο, και συγκεκριμένα από το Ζαγόρι. Υπάρχει ο μύθος ότι, επί Τουρκοκρατίας, έδιναν στα παιδιά αρχαιοελληνικά ονόματα ώστε να μη γιορτάζουν και, με αυτόν τον τρόπο, να αποφεύγονται οι θρησκευτικές γιορτές, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν. Ετυμολογικά, προκύπτει από τις λέξεις «άρση» και «νους». Και όντως με εκφράζει, γιατί το μυαλό μου είναι συνέχεια στα ψηλά (βουνά)» σημειώνει χαρακτηριστικά η Αρσινόη.

Η ιστορία πίσω από το project «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας»

Ένα fun project, το «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας», αποφασίζει να φέρει την τοπική ντοπιολαλιά της Ηπείρου στην πόλη. Η ιστορία του βρίσκεται στις πεζοπορίες, αλλά και στις παιδικές αναμνήσεις της Αρσινόης. Και οι δύο γονείς της κατάγονται από το ίδιο χωριό, τον Καλουτά. Οπότε, από πολύ μικρή, η Αρσινόη περνούσε εκείνον τον πολύτιμο χρόνο των καλοκαιριών και των οικογενειακών γιορτών στο χωριό. Όταν μεγάλωσε, ξεκίνησε να κάνει πεζοπορίες μαζί με τους γονείς της, οργώνοντας όλα τα χωριά του Ζαγορίου και ενισχύοντας ακόμη περισσότερο αυτόν τον δεσμό με τον τόπο της. Κάποια στιγμή, όμως, η Αρσινόη έφυγε από την πόλη των Ιωαννίνων, προκειμένου να μετακομίσει για σπουδές στη Θεσσαλονίκη.

«Παρ’ όλα αυτά, με την πρώτη ευκαιρία γύριζα πάντα στον τόπο μου, πίσω από βουνό (αυτό σημαίνει Ζαγόρι). Μια τέτοια στιγμή αποτέλεσε έμπνευση για τη δημιουργία του πρότζεκτ μου «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας», ή μάλλον των πρώτων δύο τίσερτς, καθώς η έννοια του πρότζεκτ όπως είναι σήμερα -με τη ντοπιολαλιά και τις κεντημένες φράσεις σε φούτερ, tote bags ή αλλιώς ταγάρια, σκουφάκια, καπέλα- δεν υπήρχε στο μυαλό μου. Για την ακρίβεια, μέχρι τότε δεν ήξερα ούτε να κεντάω! Με αφορμή την ανάβαση με τη μαμά μου στη Δρακόλιμνη της Τύμφης, το καλοκαίρι του 2023, σχεδίασα δύο μπλουζάκια ως αναμνηστικό, για να θυμόμαστε αυτή την εμπειρία που τόσο πολύ περίμενα».

Τι έγραφαν αυτά τα δύο αναμνηστικά μπλουζάκια; Το ένα είχε πάνω του τη φράση «Θα παρ’ τα βνα» -δηλαδή αυτό ακριβώς που θα έκανε η Αρσινόη με τη μητέρα της- και το άλλο τη φράση «Τίνος ίσι συ», την αγαπημένη (και κάποιες φορές αδιάκριτη) πρώτη ερώτηση που όλοι μας ακούμε μόλις φτάνουμε στο χωριό.

Η ντοπιολαλιά ως μέσο διάσωσης της κληρονομιάς

Μπορεί κάποιοι να προσπαθούν να την ξεχάσουν με τα χρόνια ή μετακομίζοντας σε άλλο τόπο, αλλά οι λαλιές των ντόπιων είναι γλωσσικός πλούτος κι όχι γλωσσική κατωτερότητα.

«Για μένα, οι φράσεις «του βνου», «ασιγούρετη», «άιστε με» που κεντάω στο χέρι, όπως έκαναν και οι γιαγιάδες μας παλιά, είναι ένα μέσο διάσωσης της κληρονομιάς μας κι ένας σύγχρονος τρόπος επαφής με τις ρίζες μας. Ο στόχος είναι να δημιουργήσουμε μία ακόμα πιο δυνατή σύνδεση με τον τόπο μας. Να νιώθουμε περήφανοι που είμαστε -ή έχουμε καταγωγή- από χωριό. Και η λέξη «χωριατάκι» να είναι παράσημο κι όχι μειονέκτημα ή χαρακτηρισμός».

«Μπορεί το πιο πολυφορεμένο μου μπλουζάκι να είναι το «Θα παρ’ τα βνα», γιατί σε κάθε ψηλότερη ή χαμηλότερη κορυφή το έχω μαζί μου, αλλά, ως γνήσια (λέμε τώρα) Ζαγορίσια, λέω πολύ συχνά το «άι σαπέρα ωρέ» (φύγε μακριά ρε, άσε με), το «τιντούτου» (τι είναι αυτό;) και το «ζβάρα» (με τη σειρά, το ένα μετά το άλλο). Αν πρέπει, όμως, να διαλέξω μία φράση από όλες, αυτή είναι σίγουρα το «Ίσι για τα πανηγύρια», που συνήθως χρησιμοποιώ με τη μεταφορική της σημασία. Μία λέξη που προσπαθώ να μη λέω και κάθε φορά που πηγαίνω σπίτι μου, -μου κολλάει γιατί τη χρησιμοποιεί η μαμά μου- είναι το «σάμα», και σημαίνει «λες και» (σάμα ξερς;)».

«Το χωριό είναι ξεγνοιασιά και απλότητα»

Η Αρσινόη υποστηρίζει ότι το χωριό, ως έννοια, είναι πολλά περισσότερα από την όμορφη φύση του. Είναι ξεγνοιασιά κι απλότητα, μας λέει, κι εμείς δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε. Πράγματι: «ένα τραπεζομάντηλο απλωμένο στο τραπέζι και πάνω τα λαχανικά από τον κήπο, οι ορτανσίες στην αυλή το καλοκαίρι, το χειροποίητο γλυκό του κουταλιού, οι πλαστικές καρέκλες στο πανηγύρι και ο χορός μέχρι αργά το βράδυ, το κέρασμα από κάποιον που μόλις γνώρισες στο καφενείο, μια ηλιόλουστη μέρα κάτω από τον πλάτανο».

«Πρόσφατα, σε μία πεζοπορία που έκανα κοντά στο χωριό Κήποι, συνάντησα έναν μπαμπά με τα δύο παιδιά του. Όταν με είδε να πλησιάζω, έσκυψε και τους είπε: «Όταν βλέπουμε κάποιον στο βουνό, λέμε καλημέρα». Έτσι γύρισαν, μου είπαν καλημέρα κι αυτομάτως τους την ανταπέδωσα μ’ ένα χαμόγελο. Αυτή η καλημέρα -δηλαδή το πιο απλό πράγμα- μού έφτιαξε τη διάθεση. Ε, σε αυτή την καλημέρα εμπεριέχεται όλη η έννοια του χωριού».

«Το χωριό είναι και οι παιδικές αναμνήσεις μου. Συνυφασμένο με τον παππού και τη γιαγιά μου, που μέχρι σήμερα μένουν εκεί τους περισσότερους μήνες του χρόνου και κάθε φορά με υποδέχονται με την ίδια λαχτάρα κι ανυπομονησία. Είναι οι κλασικοί παππούδες: που θα σε περιμένουν στην εξώπορτα όταν φτάσεις, για να σε καλωσορίσουν, που θα σε μπουκώσουν με φαγητό κι εσύ δεν θα πεις όχι, γιατί είναι φτιαγμένο από τα χεράκια της γιαγιάς, που θα παίξουν μαζί σου μια παρτίδα δηλωτή και, τελικά, επίτηδες θα σε αφήσουν να κερδίσεις».

«Το Τίσερτς εκφράζει τον σεβασμό για το χωριό και τους ανθρώπους του»

Η κουβέντα συνεχίζεται στις οκτώ πετρόχτιστες βρύσες του χωριού Καλουτά, η μία φτιαγμένη από τον παππού της Αρσινόης (βρύσες, κατά πολύ περισσότερες από τους μόνιμους κατοίκους του, που είναι μόλις τρεις). «Χωριό είναι ο καταρράκτης δίπλα στη βρύση του Δεσπότη, κοντά στο σπίτι μου, το γεφύρι του Μύλου, το δεύτερο τρίτοξο του Ζαγορίου. Είναι το μοναστήρι της Παναγίας του Βυσσικού, όπου παλιότερα, τον Δεκαπενταύγουστο, γινόταν ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια του Ζαγορίου».

Κάθε ενέργεια και συνέντευξη της Αρσινόης αποπνέει βαθύ σεβασμό για το χωριό της. Παρόλο που δεν μεγάλωσε εκεί, νιώθουμε ότι με την τέχνη της το τιμά. «Μέσω του project “Τίσερτς” επιδιώκω να μιλήσω για περισσότερα πράγματα πέρα από μπλουζάκια με παραδοσιακές βελονιές, που σίγουρα έχουν την αξία τους -μιας και είναι χειροποίητα- αλλά εμπεριέχουν μια βαθύτερη αλήθεια. Τη δική μου αλήθεια. Τον σεβασμό για το χωριό και τους ανθρώπους του, τον φόρο τιμής στην παράδοση και σε αξίες που προϋπήρχαν από εμάς.

Μπορεί να μη μεγάλωσα στο χωριό, αλλά έχω τις δικές μου μνήμες από τη ζωή εκεί και ξέρω πολλές ιστορίες από τα παλιά: για γλέντια που κρατούσαν μέρες, για σπίτια ανοιχτά και γεμάτα κόσμο, για διαδρομές που, μετά από ώρες περπάτημα, σε οδηγούσαν σε γεφύρια και βρύσες. Όλα αυτά νιώθω την ανάγκη να τα μοιραστώ. Για να μη χαθούν, αλλά και για να δώσω το έναυσμα σε άλλους να γνωρίσουν αυτόν τον τρόπο ζωής με την ελπίδα να ξαναζωντανέψουν οι παραδόσεις και να επιστρέψει ο κόσμος στα χωριά με τη χαρά που επιστρέφω κι εγώ κάθε φορά στο δικό μου. Με τους συγχωριανούς μου -τους λίγους που έχουν απομείνει- να είναι εκεί και να χαίρονται για το project μου, να μου προτείνουν νέες φράσεις και να μιλάμε χωριάτικα μέχρι να ανταμώσουμε ξανά.

4+ 1 ερωτήσεις για την Αρσινόη

1. Στα 46 χωριά του Ζαγορίου βλέπεις από τη μία τα εγκαταλελειμμένα χωριά κι από την άλλη τα τουριστικά. Γιατί συμβαίνει αυτό και πως μπορεί να γεφυρωθεί η διαφορά;

Η εικόνα αυτή είναι αρκετά έντονη στα χωριά του Ζαγορίου. Πολλά χωριά είναι έρημα ή τείνουν να ερημώσουν, αφού δεν υπάρχουν βασικές δομές, όπως σχολεία, ιατρεία ακόμη και παντοπωλεία. Κι από την άλλη, υπάρχουν χωριά γεμάτα με ξενώνες και τουριστικές μονάδες, που πολλές φορές δεν μπορούν να ανταποκριθούν στον όγκο του τουρισμού. Η ανισότητα αυτή σχετίζεται άμεσα με το γεγονός ότι πολλά χωριά, όπως και το δικό μου, έχουν καεί και χαρακτηριστεί ως «μαρτυρικά», με αποτέλεσμα να μην έχουν διατηρηθεί πετρόκτιστα αρχοντικά, εντυπωσιακές αυλές και μεγαλοπρεπείς εκκλησίες. Επίσης, κάποια χωριά είχαν μεγάλους ευεργέτες -ανθρώπους που θέλησαν να αφήσουν κληρονομιά πίσω τους- και έχτισαν γεφύρια, σχολές και εκκλησίες, με αποτέλεσμα να ξεχωρίζουν ακόμη και σήμερα σε δείγματα υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι γίνονται προσπάθειες να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα από συλλόγους και κοινότητες. Και σίγουρα η ένταξη του Ζαγορίου, ως ενιαίο σύνολο 46 χωριών, στην UNESCO θα οδηγήσει σε μια καλή κατεύθυνση. Η προστασία μπορεί να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τα χωριά και τους κατοίκους τους, και η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς να θέσει τα θεμέλια για ένα αισιόδοξο μέλλον.

2. Η γενιά GEN Z, στην οποία ηλικιακά ανήκεις, σκέφτεται περισσότερο την αποκέντρωση από άλλες;

Η γενιά μου, η Gen Z, είναι ίσως η τελευταία που πρόλαβε τα χωριά ζωντανά. Με πλατείες γεμάτες, με ολοήμερα πανηγύρια, με κόσμο. Είναι επίσης η γενιά που παλεύει για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, με περισσότερα οφέλη. Είτε αυτό σημαίνει επαφή με τη φύση – μέσα από εκδρομές και πεζοπορίες τα Σαββατοκύριακα- είτε την ανάγκη να ξαναβρούμε τις ρίζες μας και να συνδεθούμε με τον τόπο και την παράδοσή μας, μέσω της αποκέντρωσης και της σταδιακής επιστροφής στα χωριά. Ο σκοπός είναι να απολαμβάνουμε όλα όσα προσφέρει η φύση: πιο αργούς ρυθμούς, λιγότερο άγχος. Και η τεχνολογία -μαζί με την τηλεργασία- βοηθάει σε αυτό, κάνοντας εφικτή την εργασία από παντού, αρκεί να υπάρχει ίντερνετ.

Βέβαια, από την άλλη, συναντώ πολλά άτομα που αγαπούν και υμνούν τη ζωή στην πόλη. Με τα φεστιβάλ της, τα θέατρα, τις πολυκατοικίες, τη νυχτερινή ζωή. Συνομηλίκους μου που πιστεύουν ότι ο κόσμος ζούσε παλιότερα στα χωριά από ανάγκη και πως τώρα δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνει. Δε θα κρύψω πως η αντίδρασή μου όταν ακούω για τα “οφέλη” της πόλης είναι… «τιν’ τούτο;»

3. «Τίσερτς είχαμε και στο χωριό μας». Τι δεν έχουμε όμως στο χωριό μας και πιστεύεις πως πρέπει να αλλάξει;

Στα χωριά μας έχουμε πολλά και ωραία μικροπράγματα. Το τρεχούμενο νερό στη βρύση, η ζακέτα που θα φορέσεις το βράδυ, ο μεσημεριανός ύπνος, τα κεράσια από τον κήπο, η βόλτα στα καλντερίμια, το τσίπουρο στο καφενείο της πλατείας και οι ανοιχτές πόρτες των σπιτιών.

Δυστυχώς, όμως, αυτά που δεν έχουμε πλέον είναι περισσότερα. Τα χωριά δεν έχουν κόσμο κι εκείνα που έχουν, αποτελούνται κυρίως από ηλικιωμένους. Αυτό συμβαίνει επειδή λείπουν οι απαραίτητες δομές, όπως, για παράδειγμα, σχολεία ή κέντρα υγείας. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι, πλέον, στο Ζαγόρι ελάχιστα χωριά έχουν ακόμη καφενείο -τρία ή τέσσερα συγκεκριμένα- με τα περισσότερα να αλλάζουν συνεχώς ιδιοκτησία ή να κλείνουν οριστικά. Όσο για τους φούρνους, σε κανένα από τα 47 χωριά του Ζαγορίου δεν υπάρχει φούρνος. Μέρα παρά μέρα περνάει ένα βανάκι από τα πιο μεγάλα χωριά, φέρνοντας στους κατοίκους τις παραγγελίες τους: ψωμί, αυγά και γάλα από τη Μεταμόρφωση -έναν οικισμό κοντά στα Ιωάννινα.

4. Μάζεμα τσαγιού, μάζεμα μανιταριών, άνοιγμα πίτας και ποιες άλλες ηπειρώτικες συνήθειες εφαρμόζεις στη ζωή σου;

Στην καθημερινότητά μου, με αφορμή τα Τίσερτς, έχω εντάξει το κέντημα. Είτε σταυροβελονιά είτε με άλλες τεχνικές, είναι μια πρακτική που λειτουργεί σαν παρένθεση μέσα στη μέρα μου. Με χαλαρώνει και εκείνη τη στιγμή ασχολούμαι αποκλειστικά με αυτό, χωρίς οθόνες, φασαρία και βιασύνη.

Για οποιαδήποτε άλλη έκφανση της ηπειρώτικης κουλτούρας και παράδοσης, με την πρώτη ευκαιρία πηγαίνω στο χωριό. Το καλοκαίρι για μάζεμα τσαγιού, πλύσιμο βελέντζας στη νεροτριβή και πανηγύρια, πολλά πανηγύρια. Το φθινόπωρο για μάζεμα μανιταριών και για τα καζάνια του τσίπουρου. Τον χειμώνα για τις χειροποίητες πίτες της γιαγιάς δίπλα στη μασίνα. Και την άνοιξη για το μάζεμα των Πασχαλιών για τον Επιτάφιο και το άπλωμα της μπουγάδας στην αυλή, με παρέα τις γάτες μας και, ίσως, καμιά αλεπού.

5. Η «μπουγάδα» της «ασιγούρευτης» Αρσινόης για τα επόμενα χρόνια τι σκέφτεται να περιλαμβάνει;

Εκτός από κεντήστρα για το Τίσερτς, είμαι και Art Director. Γενικά, ο στόχος μου από μικρή ήταν να μπορώ να εκφράζω τη δημιουργικότητά μου με διάφορους τρόπους και γι’ αυτό επέλεξα τη γραφιστική. Επιβεβαιώνω τον χαρακτηρισμό που μου έχει δώσει η γιαγιά μου από πολύ νωρίς: «ασιγούρευτη». Θέλω να κάνω συνέχεια καινούργια πράγματα. Στη φάση αυτή με πετυχαίνεις να δουλεύω πάνω σ’ ένα νέο, αλλά παραπλήσιο πρότζεκτ με το «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας».

Με τίτλο «Μνήμης Νήματα», το πρότζεκτ αυτό διερευνά το δίπολο μνήμης και λήθης, με τα χωριά να αντιμετωπίζονται ως «δοχεία» συλλογικής μνήμης, με έντονες σχέσεις μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Στο πλαίσιο αυτό δημιούργησα την «Τσούπρα», που σημαίνει «μικρό κορίτσι» στη ντοπιολαλιά, επιδιώκοντας να συνδέσω το παραδοσιακό με το σύγχρονο, δημιουργώντας ένα νήμα μνήμης. Πρόκειται για ένα ασπρόμαυρο παιδικό πορτραίτο της μητέρας μου, που εκτύπωσα και κέντησα πάνω σε καμβά, με παραδοσιακά μοτίβα λουλουδιών. Θέλω, κεντώντας πάνω σε παλιές φωτογραφίες, να έρθουν στο φως συνήθειες, βιώματα, ιστορίες και διηγήσεις των προηγούμενων γενιών ώστε να ενεργοποιηθούν ξανά και να μη χαθούν στη λήθη.

Τα επόμενα χρόνια με φαντάζομαι να σουρτουκεύω στα χωριά για μικρά κι ελπίζω και για μεγαλύτερα διαστήματα και με πολλές νέες πεζοπορίες να γκιζεράω σε μονοπάτια και διαδρομές, γεμίζοντας νέες εμπειρίες και ανακαλύπτοντας παλιές ιστορίες.

Αγιόζμος, το βαζάκι που «δίνει μαθήματα»

«Κάθε φορά που γυρίζω από το χωριό μου, η μαμά και η γιαγιά με γεμίζουν με πράγματα, όπως κάθε γνήσια Ελληνίδα μάνα που σέβεται τον εαυτό της. Μία από αυτές τις φορές, πέρυσι, επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, βρήκα ανάμεσα στα άλλα κάτι πολύτιμο. Ένα βαζάκι που πάνω του έγραφε «αγιόζμος». Έτσι γράφει η γιαγιά μου τον δυόσμο. Μπορεί να μην «ξέρει γράμματα» και να μην έχει τελειώσει το σχολείο και κάθε φορά να ντρέπεται όταν διαβάζω τις σημειώσεις της αλλά, όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι της γενιάς της, ξέρει να προσφέρει απλόχερα.

Η γιαγιά μου έχει μάθει με τα λίγα, όπως λέει και η ίδια, να βρίσκει την αξία στα λίγα και καλά. Το ίδιο προσπαθώ να μάθω κι εγώ. Και να το επικοινωνήσω σε άλλα άτομα, ιδιαίτερα της γενιάς μου, που βρίσκονται αρκετά μακριά από αυτή τη λογική, επιζητώντας τα πολύπλοκα και εξεζητημένα».

Διαβάστε ακόμα:

Βασίλης Μπούτσης: Άφησε την εστίαση και την Αθήνα για να ζήσει στο χωριό της γιαγιάς του στο Ζαγόρι

Φωτεινή Γάλλου: Γιατί επέλεξα συνειδητά να ζω στο χωριό -Η εκδότρια της εφημερίδας «Τα Χωριάτικα» εξηγεί

Άνω Πεδινά: Το μικρό στολίδι του Κεντρικού Ζαγορίου