Οι Πυρσογιαννίτες μαστόροι ήταν ξακουστοί για την τέχνη τους, πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας. Το μεράκι και η αγάπη τους για την τέχνη της πέτρας -την ικανότητα να τη μεταμορφώνουν από ένα γκρι κομμάτι γης σε περίτεχνο δομικό υλικό ή λεπτοδουλεμένο διακοσμητικό στοιχείο, εντοιχισμένο σε τζάκια και τοίχους- είναι φανερά με μια απλή βόλτα στο χωριό.
Η Πυρσόγιαννη, ένα από τα Μαστοροχώρια της Ηπείρου, είναι γνωστή για τους τεχνίτες της πέτρας που από τον 16ο αιώνα περίπου έως τα μέσα του 20ού ταξίδευαν οργανωμένοι σε ομάδες, εντός και εκτός Ελλάδας, δημιουργώντας μοναδικά αρχιτεκτονήματα: γεφύρια, σχολεία, μονές, εκκλησίες, καμπαναριά, ξωκλήσια, νερόμυλους, νεροτριβές, ελαιοτριβεία και άλλα έργα. Η τέχνη τους ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα, φτάνοντας ως την Περσία, την Τουρκία, την Αιθιοπία, την Αίγυπτο, το Κονγκό, τη Γαλλία και την Αμερική.
Κατά τα ταξίδια τους υπήρχε αυστηρή ιεραρχία, με επικεφαλής τον πρωτομάστορα, στον οποίο όλοι οι υπόλοιποι τεχνίτες του «μπουλουκιού» έτρεφαν μεγάλο σεβασμό. Κάθε μπουλούκι αποτελούνταν συνήθως από δύο τεχνίτες της πέτρας, τους πελεκάνους, δύο μαστόρους για το εσωτερικό και δύο για το εξωτερικό χτίσιμο, δύο νταμαρτζήδες που έκαναν την εξόρυξη της πέτρας, δύο μαθητευόμενους -τους καλφάδες- και δύο λασποπαίδια, που αναλάμβαναν τις βοηθητικές εργασίες.
Χαρακτηριστικό των μαστόρων ήταν και η συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν για να συνεννοούνται μεταξύ τους, τα κουδαρίτικα. Από τους πιο γνωστούς πρωτομάστορες υπήρξε ο Ζιώγας Φρόντζος, γέννημα θρέμμα της Πυρσόγιαννης (περ. 1815–1893), γνωστός, μεταξύ άλλων, για τα γεφύρια της Πλάκας και της Κόνιτσας. Τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του, που στο χωριό έλεγαν: «Το είπε ο Ζιώγα Φρόντζος, το είπε ο Θεός».
Χαρακτηριστικό της δουλειάς των μαστόρων, εκτός από το μεράκι και τα όμορφα σχέδια, ήταν και ο αργός ρυθμός τους. Όσο πιο αργός ο μάστορας, τόσο καλύτερος θεωρούνταν, καθώς δούλευε με προσοχή και ακρίβεια. Πριν ξεκινήσουν το πελέκημα, μελετούσαν κάθε πέτρα προσεκτικά για να αποφασίσουν πώς θα μεταμορφωθεί – σε ένα όμορφο τζάκι, σε μια ιδιαίτερη κτητορική επιγραφή ή σε ένα διακοσμητικό στοιχείο.
Η τέχνη τους δεν περιοριζόταν μόνο στο εξωτερικό των κτηρίων. Το εσωτερικό ήταν εξίσου προσεγμένο, με λεπτοδουλεμένες λεπτομέρειες που χάριζαν στα σπίτια μια ξεχωριστή ταυτότητα. Η τέχνη των Πυρσογιαννιτών, αλλά και των άλλων μαστόρων από τα Μαστοροχώρια -όπως της Βούρμπιανης- γνώρισε ακμή από τον 18ο έως τον 19ο αιώνα. Η παρακμή άρχισε γύρω στο 1935, όταν έκαναν την εμφάνισή τους τα νέα οικοδομικά υλικά, όπως το μπετόν, πιο εύκολα στη χρήση και πιο γρήγορα στην κατασκευή.
Η Πυρσόγιαννη απλώνεται αμφιθεατρικά σε μια από τις πλαγιές της οροσειράς του Γράμμου, σε υψόμετρο περίπου 860 μέτρων. Βρίσκεται λίγο ψηλότερα από τον ποταμό Σαραντάπορο και αγναντεύει την κορυφή του Σμόλικα, την Τύμφη και άλλες μικρότερες βουνοκορφές. Για να φτάσετε, θα χρειαστείτε περίπου έξι ώρες οδήγησης και λίγο περισσότερο από 500 χιλιόμετρα από την Αθήνα (μέσω Ιωαννίνων), ή περίπου τρεις ώρες και 250 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, ακολουθώντας την Εγνατία Οδό και στη συνέχεια την Επαρχιακή Οδό Γρεβενών–Κρανιάς.
Το χωριό είναι πραγματικά πανέμορφο. Τα πέτρινα σπίτια -στην πλειονότητά τους διώροφα αρχοντικά- είναι περικυκλωμένα από πυκνή βλάστηση: βελανιδιές, καρυδιές, πεύκα, πλατάνια και άλλα δέντρα. Λίγο πιο πάνω από την όμορφη πλακόστρωτη πλατεία, μπροστά από έναν ξενώνα, δεσπόζει ένα τεράστιο, αιωνόβιο πλατάνι που χαρίζει πυκνή σκιά τις ηλιόλουστες μέρες. Τα σπίτια, χτισμένα κυρίως στα μέσα του 18ου αιώνα, όπως μαρτυρούν οι κτητορικές επιγραφές στα κατώφλια τους, είναι φτιαγμένα με τη δεξιοτεχνία που αρμόζει σε ένα χωριό φημισμένο για τους μαστόρους της πέτρας. Το καταλαβαίνει κανείς εύκολα με μια βόλτα στα καλντεριμωτά σοκάκια του. Οι περίτεχνες πόρτες, οι ανάγλυφες παραστάσεις στους τοίχους, οι ξυλοδεσιές, τα καμαρολίθια και τα υπέρθυρα είναι όλα έργα φτιαγμένα με μεράκι και φροντίδα.
Εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής είναι και ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Πέτρινος, με διπλό καμπαναριό, χτίστηκε το 1904 στη θέση παλαιότερου ναού που χρονολογούνταν από το 1712. Αξιόλογο είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο του, έργο του Βασίλη Σκαλιστή από το γειτονικό χωριό Γοργοπόταμος, καθώς και ο εσωτερικός διάκοσμος, φιλοτεχνημένος από τον Σέρβο αγιογράφο Μιλτιάδη Νίκολιτς. Ο παλαιότερος ναός, όμως, είναι εκείνος του Αγίου Νικολάου, του 1772, μια τρίκλιτη βασιλική με πυργοειδές καμπαναριό και περιστύλιο χαγιάτι.
Το σεργιάνι στο χωριό είναι πραγματικά μια όμορφη εμπειρία, που μπορείτε να ολοκληρώσετε με έναν καφέ ή ένα τσίπουρο στο μοναδικό καφενείο της Πυρσόγιαννης ή στο εστιατόριο του ξενώνα του χωριού, το οποίο σήμερα λειτουργεί ξανά υπό νέα διεύθυνση.
Εκεί θα απολαύσετε τοπικά πιάτα και μεζέδες, ντόπιο κρασί και τσίπουρο, αλλά και εξαιρετικά γλυκά του κουταλιού. Η επαναλειτουργία του ξενώνα έχει δώσει νέα ώθηση στην τοπική κοινωνία και οικονομία, καθώς από τον Μάρτιο του 2024 η εταιρεία «Πυρσόγιαννη Revival» έχει αναλάβει τη διαχείριση του ξενώνα και του εστιατορίου της περιοχής, που από τότε λειτουργούν καθημερινά όλο τον χρόνο. Στόχος της εταιρείας είναι η περαιτέρω ανάπτυξη των Μαστοροχωρίων, η ανάδειξη του πολιτιστικού, παραγωγικού και φυσικού τους πλούτου, καθώς και η προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού μέσα από τη διοργάνωση αθλητικών και υπαίθριων δραστηριοτήτων στις ανατολικές πλαγιές της οροσειράς του Γράμμου.
Εκτός από τις βόλτες μέσα στο χωριό -όπου το σκηνικό μοιάζει βγαλμένο από μυθιστόρημα- αξίζει να κατηφορίσετε προς τον Σαραντάπορο και να περπατήσετε χαλαρά στις όχθες του, μέσα στην πανέμορφη φύση. Προγραμματίστε, επίσης, μια διαδρομή στα άλλα Μαστοροχώρια: τη Βούρμπιανη, το Ασημοχώρι, τους Χιονάδες και το Γαννάδι, αλλά και μια στάση στα Λουτρά του Αμάραντου.
Λίγο μετά το χωριό Αμάραντος έχει αναπτυχθεί ένας μικρός οικισμός γύρω από τα λουτρά, τα οποία βρίσκονται στις πλαγιές ψηλών βράχων. Πρόκειται ουσιαστικά για φυσικά ατμόλουτρα, που λειτουργούν με τη χρήση θερμού αέρα ο οποίος αναδύεται από το εσωτερικό της γης και διοχετεύεται στους χώρους των εγκαταστάσεων. Η θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται από 33 έως 38 °C, ενώ η υγρασία, ανάλογα με τον βαθμό ανάμιξης με τον ατμοσφαιρικό αέρα, φτάνει το 97–100%. Ακόμη και αν δεν επιλέξετε να κάνετε ατμόλουτρο, αξίζει να ανεβείτε για να απολαύσετε τη μοναδική θέα. Αν αγαπάτε την αναρρίχηση, σημειώστε ότι λίγο πριν από τις εγκαταστάσεις των λουτρών, στα κατακόρυφα βράχια, υπάρχουν χαραγμένες διαδρομές.
Διαβάστε ακόμα:
Τρεις φθινοπωρινές στάσεις στην Ήπειρο – Παραδοσιακοί οικισμοί, χαράδρες, μυθικά μονοπάτια
Τα χωριά του Πωγωνίου: Ανόθευτα, αυθεντικά, μοναδικά
Ελαφότοπος: Ένα πανέμορφο low profile Ζαγοροχώρι τόσο παραμυθένιο, όσο το όνομά του





