Soundtrack συγγραφής -και, προτείνω, και ανάγνωσης αυτού του κειμένου- η «Αμοργός» των Γκάτσου και Χατζιδάκι. Ο νους λουσμένος στο φως, καθώς ανακαλεί την Αμοργό του. Χιλιάδες Αμοργοί σε χιλιάδες καρτ ποστάλ και αναμνήσεις. Τόσες Αμοργοί, όσοι και οι άνθρωποι που την επισκέφθηκαν. Και ύστερα οι μόνιμοι κάτοικοι. Ή εκείνοι που κατάγονται από εδώ, από την πατρίδα των χαμηλωμένων σύννεφων που, ροζ και χρυσαφένια, δίνουν πεταχτά φιλιά στους ανεμόμυλους, χωρίς να λογαριάζουν τα βλέμματά μας.
Η Αμοργός -όπως κάθε καλοκαιρινός προορισμός- ξεκινά από το λιμάνι του Πειραιά. Καθόμαστε στο πάνω κατάστρωμα και σταματάμε σε όλες τις Μικρές Κυκλάδες: Κουφονήσι, Σχοινούσα, Ηρακλειά. Ύστερα, Νάξο. Και μετά, Αμοργό. Από το καράβι γνωρίζουμε ανθρώπους που θα στολίσουν τις διακοπές μας, ίσως και την υπόλοιπη ζωή μας. Φλερτάρουμε με τον αέρα, με τους γυμνούς μας ώμους, ετοιμαζόμαστε να καλωσορίσουμε το πρώτο μαύρισμα κάτω από τον ήλιο και την πρώτη έμπνευση κάτω από το φεγγάρι.
Σκηνικό και φόντο: η παραλία της Αγίας Άννας, με το εκκλησάκι και τον γραφικό κολπίσκο που αγκαλιάζουν τα βράχια. Η ταινία Απέραντο Γαλάζιο έκοψε την ανάσα εκατομμυρίων θεατών και ταξίδεψε την Αμοργό στα πέρατα του κόσμου μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Ενάμισι χιλιόμετρο ψηλότερα, υψώνεται το μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας – ένα από τα πιο επιβλητικά των Κυκλάδων, παρατηρητής της απεραντοσύνης, γωνιά ιερότητας προσβάσιμη στους υπομονετικούς. Αντίδωρο στο ανέβασμα: ψημένη ρακή κι άλλα μικρά καλούδια. Η θέα, από φυσικού της, επιβάλλει τη σιωπή. Ακούς μόνο τα ελαφρά λαχανιάσματα από την ομολογουμένως απαιτητική άνοδο.
Το ίδιο συμβαίνει και στο πάνω μέρος των παραλιών Μούρα και Μουράκια -που είναι κι αυτές, με τον τρόπο τους, τόποι θαλασσινών προσκυνημάτων, με λουόμενους που αφήνονται ανέμελα στο νερό και στον ήλιο, σαν να επιτελούν ένα καλοκαιρινό τελετουργικό. Εκεί ακούς τα ίδια μικρά λαχανιάσματα την ώρα που δύει ο ήλιος, όταν οι τελευταίοι κολυμβητές και αραγματίες ανεβαίνουν για να συνεχίσουν τη μέρα τους -δηλαδή τη νύχτα τους.
Όμορφη η Αμοργός τη μέρα, όμορφη και τη νύχτα. Και αυτό το νιώθεις στη Χώρα της, ζωγραφισμένη από κλισέ ποιητών του Αιγαίου και από κυκλαδίτικες ονειρώξεις κατασκευασμένες στα social. Η Αμοργός ήταν ινσταγκραμική πριν υπάρξει το Instagram. Μακριά από τη θάλασσα, με το κάστρο στο κέντρο του οικισμού της -χρονολογημένο από τον 13ο αιώνα- να προστατεύει τις βουκαμβίλιες, τις αυλές, τις ομορφιές της από τους ανέμους και τον χρόνο. Όνειρα νεανικά, όνειρα για φιλιά έξω από το ξενυχτάδικο Γιασεμί τα ξημερώματα, καθώς χαράζει κι αυτός ο χαμηλός ουρανός αλλάζει ένα σωρό αποχρώσεις. Όνειρα μουσικά, χορευτικά, πανηγυρίσια. Όνειρα ομήγυρης με τσάντες στις πλάτες, με εξαρτήσεις camping και πέδιλα με πάτους τραχείς. Όνειρα γεμάτα τατουάζ στα αλατισμένα σωμάτα, Όνειρα για γεύσεις πλούσιες, αυθεντικές -που ακόμα κοστίζουν λογικά, όσο γίνεται. Εφτά το πρωί, έξω από τον φούρνο της Χώρας που μοσχοβολά και μεθά τα ρουθούνια των ξενύχτηδων, μια μικρή ουρά κοριτσιών με ξεφτισμένα κραγιόν και αγοριών που σκρολάρουν αμείλικτα περιμένει υπομονετικά τις αμοργιανές πίτες, τα κρουασάν και το ζεστό ψωμάκι.
Βόρεια του νησιού, η Αιγιάλη, ένας άλλος κόσμος. Όσοι δεν μένουν στα δύο camping των Καταπόλων ή σε κάποιο από τα ακριβότερα ενοικιαζόμενα της Χώρας, βρίσκονται εδώ. Στα μισά της διαδρομής για την Αιγιάλη, ο όρμος του Αγίου Παύλου σε καλεί για μια στάση. Απέναντι, το νησάκι της Νικουριάς υποδέχεται τους πιο τολμηρούς λάτρεις των βουτιών, που παίρνουν το καϊκάκι και φτάνουν ως τα κρυστάλλινα νερά του γεμάτοι ανυπομονησία. Τα χωριά της Αιγιάλης –Θολάρια, Λαγκάδα και Ποταμός– σκορπούν μικρές ομορφιές, που καθεμιά και καθένας ανακαλύπτει μόνος του, σαν να του χαρίζονται. Δώρο για όλες τις αισθήσεις και καταφύγιο για τις μέρες του χειμώνα στην πόλη.
Τι καρτ ποστάλ αυτό το νησί. Τόσο ονειρικό, σχεδόν απίστευτο. Τόσο της ποίησης παιδί. Τόσα όμορφα κορίτσια μαζεμένα σ’ ένα μέρος δεν έχω ξαναδεί. Κι αναδύονται μέσα μου, στη θέα των σβέρκων τους, όπως εκείνες αναδύονται μετά τις ξέφρενες βουτιές τους από τα βράχια, οι στίχοι του Γκάτσου από την Αμοργό που παίζει μέσα μου σε ένα τέμπο αλλόκοτο, σαν ψαλμός, σαν μάντρα:
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Δεκαπενταύγουστος. Ένα πανηγύρι στα Κατάπολα, με κάτι από παλιό και κάτι από τώρα. Κουρασμένα νιάτα on stage, όχι ιδιαίτερη παραδοσιακότητα: πιο πολύ νεωτερισμοί, φασαρία, μια χαριτωμένη εξαλλοσύνη: «Μάτια μου, εγώ για σένα έχω έρωτα που άλλο δεν αντέχω». Χοροί διονυσιασμένοι, ιδρώτες που ανεβάζουν τη μυρωδιά τους ως τον ουρανό, να εξαχνιστούν. Αραγμένα τα πλοία μπροστά, γεμάτα μνήμες που χορεύουν μαζί με τους παραθεριστές, τους ντόπιους, τους ξαφνιασμένους τουρίστες που συμμετέχουν θέλοντας και μη στους εορτασμούς.
Από εδώ θα μας γυρίσει το καράβι στον Πειραιά, με λίγα πετραδάκια ψιλά από τις παραλίες κρυμμένα μέσα στα βιβλία μας. Λίγα κοχύλια για όσους θέλαμε να είναι μαζί μας, αλλά για χίλιους λόγους δεν ήρθαν. Και μια ωραία κεραμική κούπα για εμάς, να πίνουμε καφέ όλη τη χρονιά και, μόλις φτάνουμε στον πάτο της, να συναντάμε με το βλέμμα μας το απέραντο αμοργιανό μπλε και γαλάζιο -του ουρανού ή της θάλασσας ή και των δύο, ποιος ξέρει- ζωγραφισμένο εκεί.
Ραντεβού του χρόνου. Ιδανικά λίγο πριν καλοκαιριάσει.
Τόσες και τόσες Αμοργοί έχουμε ακόμη να γνωρίσουμε.
Δύο τα λιμάνια της, μία η Χώρα, χιλιάδες οι εκδοχές της.
Και, λέμε, του χρόνου να πάμε με έναν έρωτα εκεί.
Χέρι χέρι οι καρδιές, από βράχο σε καντούνι κι από πεζούλα σε κρεβάτι δροσερό, με θέα τα σύννεφα.
Διαβάστε ακόμα:
Αμοργός: Αξέχαστες διακοπές στο απέραντο γαλάζιο
Νάξος, Αμοργός, Αστυπάλαια: Ταξίδι στα ανατολικά των Κυκλάδων