Αφήσαμε πίσω μας την Ταγγέρη, κάναμε μία στάση στο κατάλευκο Τετουάν και μετά από μιάμιση ώρα διαδρομής, καθώς πλησιάζαμε πάνω από τους λόφους, την είδαμε να προβάλλει έχοντας «βγάλει τα μπλε της περίπατο». Σκούρο μπλε, ανοιχτό μπλε, γαλάζιο, τιρκουάζ, ίντιγκο, λουλακί, τόσες αποχρώσεις του μπλε που γεμίζουν τα μάτια μου εκτυφλωτικά. Μια θάλασσα από χρώματα που ξεχύνεται στις πλαγιές των Ριφ κουβαλώντας αιγαιοπελαγίτικες εικόνες και μυρωδιές, ήχους από τα κύματα της Μεσογείου.
Το Σεφσάουεν, γνωστό και ως «μπλε μαργαριτάρι» του Μαρόκου, έτσι όπως είναι φωλιασμένο στην αγκαλιά της οροσειράς Ριφ, στο βορρά της χώρας, δεν έχει μέτωπο στη Μεσόγειο. Είναι όμως κοντά, αποπνέει την αύρα της Μεσογείου, ακτινοβολεί ουρανό, ακρογιαλιές, έχει την καταγάλανη θάλασσα μέσα του.
Καλοκαιρινό και φωτογενές, παρά την άνοδο του τουρισμού τα τελευταία χρόνια, το Σεφσάουεν δεν έχει χάσει την ταυτότητα και τον χαρακτήρα του. Η πόλη παραμένει αυθεντική και μαγευτική στα μάτια όσων την επισκέπτονται. Και δεν είναι τόσο τα επιβλητικά βουνά, η αρχιτεκτονική και η ιστορία του τόπου που ελκύει τους επισκέπτες. Είναι το μπλε και οι μοναδικές αποχρώσεις του που καλύπτουν τα σπίτια, τους τοίχους, τα τζαμιά, τα κυβερνητικά κτίρια, τις πλατείες, ακόμα και τους κάδους απορριμμάτων στους δρόμους. Είναι οι φωτοσκιάσεις που δίνουν ζωή στους ξεφτισμένους τοίχους και το παραμύθι ξετυλίγει το νήμα του. Είναι οι κουκουλωμένες φιγούρες που χάνονται ξαφνικά στις φιδίσιες στροφές. Είναι οι μυρωδιές από τα λουλούδια και τα μπαχαρικά, η ηρεμία και η γαλήνη που αποπνέει η παλέτα του μπλε.
Πώς όμως προέκυψε; Το έθιμο χρονολογείται από το 1930 όταν οι Εβραίοι Σεφαραδίτες πρόσφυγες έφτασαν εδώ από την Ισπανία. Λέγεται πως αυτοί έφεραν μαζί τους την παράδοση να βάφουν μπλε τα κτήρια, ώστε να αντικατοπτρίζεται ο ουρανός και να έρχονται πιο κοντά με τον Θεό. Η παράδοση με τα χρόνια επεκτάθηκε σε όλη την παλιά πόλη, διαφημίστηκε από τους χρήστες κοινωνικής δικτύωσης και η Σεφσάουεν έγινε γνωστή και δημοφιλής στους τουρίστες.
Υπάρχει και μια δεύτερη πιο πεζή εξήγηση, ό τι το μπλε χρησιμοποιείται για να κρατά μακριά τα κουνούπια. Πάντως όποιος κι είναι ο λόγος η παράδοση παραμένει ζωντανή και κάθε χρόνο τα σπίτια και τα σοκάκια της πόλης βάφονται με νέες στρώσεις χρώματος.
Η ιστορία
Η Σεφσάουεν ή Τσάουεν όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι (στα Βερβέρικα «τα κέρατα», μια αναφορά στις κορυφές των γύρω βουνών) είναι γνωστή και ως Ελ Αγιούν. Είναι η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη με 46.000 κατοίκους και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας Σεφσάουεν στο βόρειο Μαρόκο. Απέχει δυόμιση ώρες από την Φες και τρεις ώρες από την Ταγγέρη. Η πόλη ιδρύθηκε το 1471 από τον Μουλέι Αλί Μπεν Μούσα Μπεν Ραχέντ Ελ Αλάμι, έναν μακρινό απόγονο του Προφήτη Μωάμεθ. Ο αρχικός οικισμός αποτελούνταν από ένα μικρό φρούριο, το οποίο ανεγέρθηκε για να βοηθήσει στην άμυνα της περιοχής από πιθανές επιθέσεις Πορτογάλων εισβολέων. Εκείνη την εποχή η Πορτογαλία εξαπέλυε επιθέσεις ενάντια σε κατοικημένες περιοχές στο βόρειο Μαρόκο.
Στη συνέχεια, ο οικισμός επεκτάθηκε έξω από το φρούριο με την κατασκευή της Μεδίνας, μιας παραδοσιακής τειχισμένης περιοχής με σπίτια και άλλα κτήρια. Κατά τον Μεσαίωνα και αργότερα υπήρξε καταφύγιο για Εβραίους και Μουσουλμάνους που προσπάθησαν να ξεφύγουν από την Ισπανική Ιερά Εξέταση στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι Εβραίοι αργότερα εγκατέλειψαν την περιοχή στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για να ζήσουν στο Ισραήλ. Το 1920 οι Ισπανοί κατέλαβαν την πόλη και το Σεφσάουεν αποτέλεσε μέρος του ισπανικού εδάφους στο Μαρόκο. Η πόλη επιστράφηκε στο Μαρόκο όταν η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1956.
Οι Βέρβεροι
Σήμερα, η περιοχή κατοικείται κυρίως από Βέρβερους. Οι Βέρβεροι, ή Βερβερίνοι, οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι του Μαρόκου και ολόκληρου του Μαγκρέμπ, αποτελούν το 40% του πληθυσμού της χώρας. Πρόκειται για νομαδικό λαό με κοινή γλώσσα, ο οποίος κατοικούσε δυτικά της κοιλάδας του Νείλου, στην περιοχή του Μαγκρέμπ στην Βόρεια Αφρική, πριν από την άφιξη των Αράβων. Τα ίχνη των Imazighen ( στη γλώσσα των Βέρβερων σημαίνει «ελεύθεροι άνθρωποι») χρονολογούνται πριν από 10.000 χρόνια. Στο πέρασμα των αιώνων οι Βέρβεροι σχημάτισαν πανίσχυρα βασίλεια, κατακτήθηκαν και υποτάχθηκαν σε Βανδάλους, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Ισπανούς και Γάλλους και τέλος εξισλαμίσθηκαν από τους Άραβες. Ποτέ όμως δεν συγκρότησαν ένα ενιαίο, κοινό κράτος. Γι’ αυτό και ταυτοποιούνται περισσότερο γλωσσολογικά, παρά εθνολογικά.
Ωστόσο, η πλούσια πολιτιστική τους κληρονομιά, η γλώσσα και οι παραδόσεις τους είναι τόσο βαθιά ριζωμένες στον τόπο που είναι δύσκολο να τις σβήσει ο χρόνος. Τα Amazigh, η γλώσσα των Βέρβερων, είναι ευρύτατα διαδεδομένη και τα τελευταία χρόνια διδάσκεται στα σχολεία του Μαρόκου. Οι Βέρβεροι αναγνωρίζονται για τις δεξιότητές τους στην γεωργία, την χειροτεχνία και το εμπόριο. Η εξειδίκευσή τους στην υφαντουργία, την κεραμική και την μεταλλουργία εκτιμάται ιδιαίτερα, καθώς οι τέχνες αυτές, όπως και η παραδοσιακή μουσική τους, έχουν καθοριστικό ρόλο στην πολιτιστική και οικονομική ζωή του τόπου.
Οι Βέρβεροι των Ριφ προέρχονται από τις φυλές Τζεμπάλα ( Άχμας, Γκομάρα, Γκαζάουα, Σανχάτζα κ.α). Διαφέρουν από τους Βέρβερους του Άτλαντα και των άλλων περιοχών του Μαρόκου, καθώς είναι πιο ανοιχτόχρωμοι και φορούν παραδοσιακές τζελάμπες με κωνικές κουκούλες. Η επικράτεια τους εκτείνεται σε όλη την ορεινή περιοχή των Ριφ στο βόρειο Μαρόκο κατά μήκος της Μεσογείου Θάλασσας. Λαός ελεύθερος και ανυπότακτος έχει μακρά ιστορία αντίστασης απέναντι στους κατακτητές και αποικιοκράτες. Από το 1921 έως το 1926 οι Βέρβεροι των Ριφ είχαν ιδρύσει την Δημοκρατία του Ριφ, μια βραχύβια ανεξάρτητη πολιτεία με ηγέτη τον Άμπντ ελ Κρίμ.
Η Μεδίνα
Είναι μεσημέρι καθώς περνούμε την κεντρική πύλη Μπαμπ Ελ – Άιν της παλιάς Μεδίνας. Ένα μείγμα ανδαλουσιανών, μαυριτανικών και βερβερικών επιρροών με κεραμοσκεπές, φωτεινά μπλε κτίρια, στενά και δαιδαλώδη δρομάκια που σε ανεβάζουν ψηλά. Κάθε στροφή και γωνία μια άλλη εικόνα που εμπλουτίζεται από μικρές εκπλήξεις, όπως οι συναντήσεις με φιλικούς, φιλόξενους ντόπιους. Τα σοκάκια προσφέρουν εκπληκτικά φόντα για φωτογραφίες. Δεν χορταίνεις να κλικάρεις εικόνες. Να αποτυπώνεις γωνιές, περίτεχνες πόρτες και παράθυρα, αλλά και να αφήνεις το βλέμμα στη γοητεία, την ομορφιά και την απλότητα του τόπου.
Η Μεδίνα είναι χτισμένη πάνω σε πολλά επίπεδα ακολουθώντας την τοπογραφία της οροσειράς Ριφ. Σκαρφαλώνει ανάμεσα σε δύο κορυφές αγγίζοντας περίπου τα 600 μέτρα υψόμετρο. Καθώς σκαρφαλώνουμε κι εμείς ένα σοκάκι με μπλε σκαλοπάτια και γλάστρες καδράρει το βλέμμα μου. Σαν αστραπή οι στίχοι της Σώτιας Τσώτου, νοσταλγικές νότες μιας άλλης εποχής, προσθέτουν τη δική τους πινελιά στο κάδρο:
«Έλα να βάψουμε το δρόμο, έλα να βάψουμε τον κόσμο για να ξυπνήσει γαλανός». Εδώ, όλα είναι γαλανά ακόμη και οι κορυφές των Ριφ, δανείστηκαν ουρανί κι έχουν γίνει γαλάζιες. Γαλάζια μονοχρωμία κυριαρχεί και στην blue corner, το πιο πολυφωτογραφημένο instagram-ικο σημείο της τειχισμένης πόλης. Ένας σαγηνευτικός λαβύρινθος είναι η Μεδίνα, όπου κυριαρχεί η παλέτα με τις πενήντα αποχρώσεις του μπλε. Γεμάτη από επισκέπτες και μικρομάγαζα που πωλούν δερμάτινα, υφαντά, κοσμήματα, χειροτεχνήματα, χαλιά, κεραμικά και διάφορα άλλα είδη. Ωστόσο, δεν είναι χαοτική, ούτε θορυβώδης, ούτε σε κάνει να ασφυκτιάς, είναι ασφαλής, εδώ δεν είναι Φες, ούτε Μαρακές, δεν πρόκειται να χαθείς. Μπορείς να περπατήσεις έως τους καταρράκτες Πας ελ Μάα, την πηγή που δροσίζει την πόλη, να απολαύσεις το αλισβερίσι με τους εμπόρους στο σουκ El Cherif στην ζωντανή αγορά της πόλης, να πιεις ένα φλιτζάνι τσάι με μέντα σε μια βεράντα με θέα ή στην κεντρική πλατεία Ούτα ελ Χαμάμ (Plaza Uta el Hammam).
Στην κεντρική πλατεία βρίσκονται τα περισσότερα εστιατόρια, αλλά και υπαίθριοι πάγκοι που προσφέρουν αυθεντικές γεύσεις και σερβίρουν τοπικά πιάτα στους επισκέπτες. Το Ταζίν το παραδοσιακό πιάτο της μαροκινής κουζίνας παρασκευάζεται με κρέας, μοσχάρι, κατσίκι ή κοτόπουλο, φρούτα, ξηρούς καρπούς και λαχανικά. Όλα μαζί μαγειρεύονται αργά μέσα σε πήλινο σκεύος με κωνικό καπάκι που ονομάζεται Tagine . Το κους κους σερβίρεται επίσης με κρέας και λαχανικά. Οι Βέρβεροι των Ριφ φτιάχνουν το κους κους με σόργο, ένα σιτηρό που έχει γεύση φαγόπυρου. Το ψωμί τους είναι τύπου λαγάνας.
Από το 2010 η Σεφσαουέν έχει συμπεριληφθεί στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO για την «Μεσογειακή Διατροφή». Η διατροφή στην περιοχή βασίζεται κυρίως στο ελαιόλαδο, τα δημητριακά, τα φρούτα και τα λαχανικά. Η περιοχή φημίζεται για τις ελιές και το ελαιόλαδο, καθώς και για το κατσικίσιο τυρί, το οποίο πωλείται στο σουκ και σε διάφορα καταστήματα.
Στα δεξιά της πλατείας πυργώνεται η κάσμπα. Το αρχαίο φρούριο είναι από τα λίγα κτήρια όπου δεν κυριαρχεί το μπλε χρώμα, αλλά η τερακότα. Χτίστηκε το 1471 από τον Μουλέι Αλί Μπεν Ρασίντ για να υπερασπιστεί την πόλη από τους εισβολείς και είναι περιτριγυρισμένο από τείχη με 11 πυργίσκους και 7 πύλες. Σήμερα φιλοξενεί το Εθνογραφικό Μουσείο, όπου εκτίθεται μια σημαντική συλλογή από μουσικά όργανα, όπλα, κεραμικά, κεντημένα υφάσματα και ξύλινα αντικείμενα από την περιοχή.
Ο ιδρυτής της πόλης αναπαύεται στο μαυσωλείο που φέρει το όνομά του σε μικρή απόσταση από το φρούριο.
Η πόλη διαθέτει μεγάλο αριθμό θρησκευτικών κτηρίων, όπως τζαμιά, ζαουίγιες (μουσουλμανικά σχολεία), μαυσωλεία. Το παλαιότερο και πιο ιστορικό τζαμί της πόλης είναι το Μεγάλο Τζαμί «Ελ Μαστζίντ ελ Άνταμ», το οποίο βρίσκεται στην καρδιά της Μεδίνας. Χρονολογείται από τον 15-16ο αιώνα, είναι από τα χαρακτηριστικότερα τζαμιά στο βορρά της χώρας. Ο ιδιαίτερος οκταγωνικός μιναρές του αξίζει την προσοχή μας. Πιο παραδοσιακή πλατεία στη Μεδίνα είναι η El Hauta. Στο κέντρο της βρίσκεται ένα παραδοσιακό μπλε σιντριβάνι. Μικρά σιντριβάνια και κρήνες συναντούμε σε πολλά σημεία της πόλης. Η μετακίνηση στη Μεδίνα γίνεται μόνον πεζή, δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν τροχοφόρα.
Η νέα πόλη
Έξω από τα τείχη, στο χαμηλότερο επίπεδο, όπου εκτείνεται το νέο τμήμα της πόλης το μπλε είναι περιορισμένο και συνδυάζεται με λευκά και γήινα χρώματα. Εδώ οι δρόμοι είναι πολυσύχναστοι, γεμάτοι αυτοκίνητα. Η πόλη διαθέτει μεγάλα πάρκα, υπαίθριες αγορές, πλατείες και αρκετά καταστήματα με εμπορεύματα και τοπικά προϊόντα. Η οικονομία της περιοχής βασίζεται σε ένα παραδοσιακό αγροκτηνοτροφικό σύστημα με πολλές ελιές, σιτηρά, συκιές και έναν τομέα χειροτεχνίας που επικεντρώνεται στο δέρμα, το σίδερο, τα υφάσματα και την ξυλουργική. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί και ο τουρισμός τους καλοκαιρινούς μήνες.
Γύρω από την πόλη τα όμορφα φυσικά τοπία των βουνών Ριφ προσφέρονται για αποδράσεις στη φύση, πεζοπορίες και εκδρομές, όπου οι επισκέπτες μπορούν να ανακαλύψουν καταρράκτες, πηγές, πέτρινες γέφυρες και φυσικά καταφύγια. Εμείς λίγο πριν ο ήλιος βυθιστεί στον ορίζοντα παίρνουμε το δρόμο για τη Φες. Αφήνουμε πίσω μας την παλέτα του μπλε και βυθιζόμαστε στην ασημοπράσινη απόχρωση των ελαιώνων της περιοχής. Ένας ωκεανός από ασήμι που πλανεύει το βλέμμα μας και χάνεται στον ορίζοντα.
Διαβάστε ακόμα:
4 εμπειρίες που αποδεικνύουν ότι το κεντρικό Μαρόκο είναι ένας ονειρεμένος προορισμός
Μαρακές: Η θρυλική «Κόκκινη Πόλη» του Μαρόκου
Aθήνα-Τιφλίδα-Καππαδοκία-Μαρόκο: Ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στη λαϊκή, το χρωματιστό σταυροδρόμι των Ανθρώπων