Η πρώτη αναφορά στους φάρους, τους ακίνητους συντρόφους και παρατηρητές των θαλασσοπόρων και των ταξιδιωτών, απαντά ήδη στον Όμηρο, ο οποίος στην Ιλιάδα γράφει: «Ὡς δ’ ὅτ’ ἂν ποντοίο ναύτοισι φανείη καιομένου πυρὸς τόδε καίεται ὑψόθ’ ὀρέφσιν». Δηλαδή: «όπως όταν στους ναυτικούς στη θάλασσα φανεί φωτιά να καίγεται ψηλά στις κορφές των βουνών». Αν και ο Όμηρος αναφέρεται σε φωτιές-σήματα και όχι σε φάρους με τη σύγχρονη έννοια, η εικόνα αυτή θεωρείται συχνά προδρομική στην παράδοση του φάρου.
Με περίπου 1.600 φάρους και φανούς στο πέλαγός της, η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο πυκνά και οργανωμένα δίκτυα διεθνώς (σ.σ. Σήμερα οι ενεργοί φάροι ανέρχονται σε περίπου 1.400, ενώ ο συνολικός αριθμός μαζί με τους φανούς φτάνει στους 1.600). Καθένας τους έχει τη δική του ιστορία, τον δικό του χαρακτήρα και συχνά μια μοναδική θέση στη θάλασσα ή στα ακρωτήρια της χώρας.
Το 1887, επί πρωθυπουργίας Χαριλάου Τρικούπη, ψηφίστηκε ο νόμος «περί συστάσεως ταμείου φάρων», ο οποίος έδωσε οριστική λύση στα μέχρι τότε προβλήματα και άνοιξε τον δρόμο για μια νέα περίοδο ανάπτυξης του δικτύου. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, στο ελληνικό φαρικό δίκτυο εντάχθηκαν ακόμη 35 φάροι και φανοί, κατασκευασμένοι από Γάλλους για λογαριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών» στο ελληνικό κράτος. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των φάρων εκείνη την εποχή ανήλθε στους 193.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, ο πρώτος φάρος άναψε στην Αίγινα το 1829, στην τότε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου του Θαλασσινού. Καθοριστική για την εξέλιξη και τη λειτουργία του δικτύου υπήρξε η συμβολή του Στυλιανού Λυκούδη, ο οποίος υπηρέτησε στην Υπηρεσία Φάρων για περισσότερο από μισό αιώνα, έως την αποστρατεία του το 1939. Στην εικοσιπενταετία 1913-1936, με την αναδιοργάνωση της Υπηρεσίας υπό την ευθύνη και καθοδήγησή του, προστέθηκαν άλλοι 191 πυρσοί.
Φάροι ξεχωριστοί και αγαπημένοι σε όλη την Ελλάδα
Ένας από τους πιο εντυπωσιακούς φάρους της Ελλάδας είναι ο Τουρλίτης της Άνδρου, μοναδικός στην Ευρώπη, καθώς χτίστηκε πάνω σε έναν στενό βράχο μέσα στη θάλασσα το 1887. Ο κυλινδρικός πύργος του, ύψους 7 μέτρων, στέκει απέναντι από το Ενετικό κάστρο της Χώρας και καθοδηγεί τη ναυσιπλοΐα εδώ και περισσότερα από 120 χρόνια. Ήταν επίσης ο πρώτος «αυτόματος» φάρος της Ελλάδας, με τεχνολογία που του επέτρεπε να λειτουργεί χωρίς συνεχή επιτήρηση. Ο Τουρλίτης μάλιστα αποτυπώθηκε και σε γραμματόσημο, ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο μέσα από τη σειρά «Φάροι της Ελλάδας» των Ελληνικών Ταχυδρομείων.
Η Λευκάδα φιλοξενεί τον φάρο Δουκάτο, που υψώνεται στην άκρη ενός γκρεμού 60 μέτρων με θέα τα κρυστάλλινα νερά του Ιονίου. Ο λευκός πύργος του φάρου γίνεται ιδανικό σημείο για να απολαύσει κανείς το ηλιοβασίλεμα, μετά από μια βουτιά στο κοντινό Πόρτο Κατσίκι.
Στην Κέρκυρα, ο φάρος Σίδερος χτίστηκε το 1822 στο παλιό φρούριο της πόλης και υπήρξε ένας από τους πρώτους που φώτισαν τις ελληνικές θάλασσες. Από το 1986 λειτουργεί αυτόματα, χωρίς φαροφύλακα, ενώ η πλούσια ιστορία του συνδέεται με την αγγλική παρουσία στα Επτάνησα.
Στην Κρήτη, ο φάρος των Χανίων, από τους παλαιότερους στην Ελλάδα, χτίστηκε από τους Βενετούς τον 16ο αιώνα. Η σημερινή του μορφή διαμορφώθηκε από τους Αιγυπτίους στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν πρόσθεσαν μιναρέ και εσωτερική σκάλα. Έχει ύψος 21 μέτρα και το φως του φτάνει τα 7 ναυτικά μίλια, κουβαλώντας μαζί του ιστορία και μνήμη αιώνων. Ένας καφές στο παλιό λιμάνι των Χανίων με θέα τον φάρο είναι πάντοτε μια εμπειρία που δεν χάνει την αξία της σε καμία εποχή του χρόνου.
Νότια της Πελοποννήσου, ο φάρος στο Ακρωτήριο Ταίναρο σηματοδοτεί το νοτιότερο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Χτίστηκε το 1882 από τη Γαλλική Εταιρεία Φάρων. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την περιοχή πύλη προς τον Άδη, και σήμερα το βλέμμα του φάρου ατενίζει το απέραντο και συχνά θυμωμένο γαλάζιο του Λιβυκού Πελάγους. Εξίσου επιβλητικός είναι ο φάρος στον Κάβο Μαλιά, στη Λακωνία, ύψους 15 μέτρων, που χτίστηκε το 1883 σε μια από τις πιο επικίνδυνες ναυτικές διαδρομές της χώρας. Ο φάρος αυτός αναστηλώθηκε πλήρως το 2009.
Στο λιμάνι της Ναυπάκτου, μέσα στο παλιό φρούριο, ξεχωρίζει ένας φάρος που στέκει εκεί από το 1909. Ο πέτρινος πύργος του έχει ύψος 8 μέτρα και συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη μικρή αυτή πόλη με τη μεγάλη ναυτική ιστορία. Παλαιότερος είναι ο φάρος στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, ύψους 10 μέτρων, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1892 από τη Γαλλική Εταιρεία Φάρων. Στέκει αγέρωχος στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού, φωτίζοντας τις πορείες των καραβιών στο Αιγαίο και προσφέροντας μοναδική θέα στα ηλιοβασιλέματα της καλντέρας.
Μένουμε στις Κυκλάδες και στρέφουμε το βλέμμα στο ανεμοδαρμένο ακρωτήριο Παπάργυρας, στα ανατολικά της Τήνου. Εκεί δεσπόζει ένας από τους ομορφότερους πέτρινους φάρους του Αιγαίου. Κατασκευάστηκε το 1910 και θεωρείται σημαντικός φάρος πελαγοδρομίας, καθώς ορίζει τόσο το πέρασμα Χίου–Ικαρίας όσο και το στενό Μυκόνου-Τήνου.
Πιο κοντά στην Αθήνα, στο Λουτράκι, η Περαχώρα φιλοξενεί έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Ο Ναός της Ήρας Ακραίας αγναντεύει τη θάλασσα, ερείπιο πλέον αλλά πάντοτε συγκινητικός, συνδέοντας το χθες με το σήμερα. Δίπλα του, στο ακρωτήριο Μελαγκάβι, υψώνεται ένας από τους ωραιότερους φάρους της χώρας. Χτίστηκε το 1897, λειτούργησε αρχικά με πετρέλαιο και καθοδηγούσε τα πλοία που διέπλεαν τον Κορινθιακό προς τη Διώρυγα της Κορίνθου. Το 1982 ηλεκτροδοτήθηκε και μέχρι σήμερα παραμένει πιστός στο έργο του. Από το 2001 έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Διαβάστε ακόμα:
Το Ηραίο Περαχώρας και ο φάρος του ακρωτηρίου Μελαγκάβι
Ταίναρο: Τα ρωμαϊκά λουτρά, ο επιβλητικός φάρος και το πιο ενδιαφέρον μονοπάτι της μέσα Μάνης