Ο «αθώος» διάλογος που ξεκινά με το κλασικό «Εσείς πού θα πάτε φέτος διακοπές;» μπορεί να αποδειχθεί το πιο πληγωτικό ερώτημα του καλοκαιριού για ορισμένους ανθρώπους.
Εκστομίζεται αμέριμνα, στις παύσεις ανάμεσα σε e-mails και meetings, στον φούρνο της γειτονιάς, σε ένα οικογενειακό τραπέζι Κυριακής. Μα η απάντηση -αυτή η μικρή, σχεδόν ψιθυριστή λέξη «πουθενά»- είναι για πολλούς ανάγκη και όχι επιλογή. Είναι βέβαιο ότι, αν η οικονομική κατάσταση το επέτρεπε, όλες, όλοι, όλα θα κάναμε διακοπές όπου και για όσο θα θέλαμε. Καμιά φορά, όμως, δεν φταίει μόνο το οικονομικό: μπορεί να λείπει η παρέα, να υπάρχει μια επαγγελματική υποχρέωση, ένα οικογενειακό πρόβλημα, πεσμένη ψυχολογία ή απουσία διάθεσης. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από αυτό: για πολλούς η ερώτηση “πού θα πας διακοπές;” ακούγεται πιο βαριά απ’ όσο φανταζόμαστε, εκτός αν είναι ο φίλος μας που ξέρουμε ότι κάθε χρόνο οργώνει με το σκάφος του το αρχιπέλαγος.
Το καλοκαίρι (όπως και οι αργίες, οι γιορτές, οι επέτειοι) λειτουργεί για κάποιους ανθρώπους, συχνά χωρίς οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν, ως πεδίο συγκρίσεων, ως μεγεθυντικός φακός ανισοτήτων και ως μικρός κοινωνικός διαγωνισμός για το ποιος θα κάνει check-in στο ομορφότερο νησί, στο ακριβότερο κατάλυμα, στο πιο ξακουστό beach bar. Για το ποια θα έχει τα πιο εντυπωσιακά stories, για το ποια θα δοκιμάσει πρώτη τις νέες γαστρονομικές αφίξεις. Για το ποιοι θα περάσουν καλύτερα και για το ποιοι θα γυρίσουν περισσότερο μαυρισμένοι.
Η κουβέντα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, σχεδόν τελετουργικά, μόλις ο Ιούνιος αρχίσει να μυρίζει θάλασσα και καλοκαίρι. Μια φαινομενικά αθώα ερώτηση που συχνά κουβαλάει μαζί της τη βεβαιότητα πως χωρίς ταξίδι, εισιτήρια, βαλίτσες και stories από κάποιο αιγαιοπελαγίτικο σοκάκι, το καλοκαίρι σου είναι μισό. Αν δεν φύγεις, σημαίνει πως δεν τα κατάφερες – έτσι υπαγορεύει το σιωπηλό αφήγημα μιας εποχής όπου η ξεκούραση μοιάζει πιο στρεσογόνα από ποτέ.
Κι όμως, το 2025 φέρνει μια νέα κανονικότητα: ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι μένουν πίσω, γιατί απλώς δεν μπορούν αλλιώς. Μια σειρά από δυσκολίες – ο υπερτουρισμός, η ακρίβεια, η αντιμετώπιση του ντόπιου ως αποκλειστικά εργαζόμενου και όχι ως ανθρώπου που δικαιούται να απολαύσει τις ομορφιές της χώρας του – έχουν μετατρέψει τις διακοπές από αυτονόητο δικαίωμα σε προνόμιο που όλο και λιγότεροι φαίνεται να απολαμβάνουν.
Κι ενώ η πραγματικότητα σκληραίνει, τα social media οργιάζουν. Γεμίζουν feeds με ποτήρια mojito στο χέρι, πλάνα από drone, φουσκωτά στρώματα σε πισίνες infinity και ηλιοβασιλέματα που μοιάζουν όλα να έχουν το ίδιο φίλτρο. Και τότε ξεπηδούν οι σκέψεις: Μα όλοι αυτοί πώς το κάνουν; Τους τα κερνάνε; Τους προσκαλούν; Έκαναν τόση σκληρή οικονομία όλον τον χρόνο; Είναι απλώς πιο έξυπνοι ή πιο τυχεροί από εμένα; Η σύγκριση γίνεται σχεδόν αντανακλαστική. Κάπου εκεί, μέσα στα «Καλά να περάσεις!» και τα emoji με φοίνικες, η απάντηση «δεν θα πάω πουθενά» ακούγεται σαν ομολογία αποτυχίας. Και μοιάζει να χρειάζεται πάντα μια εξήγηση για να τη συνοδεύσει: «Δεν έτυχε φέτος», «Μαζεύω για του χρόνου», «Πολλή δουλειά αυτό το διάστημα».
Από τι ξε-φεύγει κανείς;
Κι όμως, το καλοκαίρι δεν είναι υποχρεωτικό να σημαίνει φυγή. Δεν έχει σημασία μόνο πού πας, αλλά και πού μένεις και, φυσικά, τι νιώθεις. Αν κάτι μας δίδαξαν τα χρόνια της πανδημίας, είναι ότι η ανάσα δεν απαιτεί πάντα συντεταγμένες. Μπορεί να κρύβεται σε μικρές παύσεις: σε έναν περίπατο σε μια άδεια πόλη, σε έναν καφέ στην πλατεία όταν οι δρόμοι καίνε, σε μια βουτιά σε μια κοντινή παραλία τα ξημερώματα. Η «απόδραση» δεν έχει πάντα GPS. Μπορεί να είναι ένα βιβλίο που περιμένει μήνες στο κομοδίνο ή ένα βράδυ για δύο με τα κινητά στο αθόρυβο.
Πολλοί άνθρωποι επιστρέφουν αναστατωμένοι από τις διακοπές: δεν πέρασαν όμορφα, δεν έκαναν όσα ονειρεύονταν. Αρκετές γυναίκες γυρίζουν ακόμα πιο κουρασμένες. Γιατί η ιεροτελεστία της φροντίδας του σπιτιού, των παιδιών, των οικογενειακών υποχρεώσεων συνεχίστηκε -απλώς, παρά θιν’ αλός.
Και ίσως, αν το ασταμάτητο scrolling στα social μας βαραίνει καμιά φορά τη διάθεση, αξίζει να θυμόμαστε ότι οι εικόνες που βλέπουμε -όπως και εκείνες που ανεβάζουμε κι εμείς- είναι προσεκτικά επιλεγμένες. Δεν αποτυπώνουν την ταλαιπωρία, τον καβγά στο αμάξι για το παρκάρισμα ή την αφόρητη ζέστη, ούτε το άγχος των εξόδων που ξεφεύγουν. Φυσικά, δεν είναι λύση να νιώθουμε καλύτερα στη σκέψη ότι και οι άλλοι, εκείνοι που «απέδρασαν» (αλήθεια, από πού;), ίσως δεν περνούν όσο καλά δείχνουν.
Πέρα από τον αντικειμενικό παράγοντα των χρημάτων που συχνά δεν φτάνουν -και του γεγονότος ότι κάτι πρέπει να αλλάξει σε αυτό-, ίσως χρειάζεται κι εμείς να κάνουμε κάτι. Κι αυτό το κάτι δεν είναι, απαραίτητα μια δεύτερη ή τρίτη δουλειά. Η αλήθεια είναι πως αξίζει να αποσυνδέσουμε το καλοκαίρι από τις πολυήμερες αποδράσεις εβδομάδων και μηνών και τα αλόγιστα έξοδα σε παροχές που δεν αξίζουν στην πραγματικότητα αυτά τα χρήματα.
Η Ελλάδα έχει και άλλες χάρες, πιο κρυφές, πιο προσιτές. Παραλίες έχει και το Πήλιο. Όμορφα είναι και τα νησιά κοντά στον Πειραιά. Και τρεις μέρες αρκούν για να μας δώσουν μια τόνωση και μια ανάσα. Όχι την ιδανική ίσως, αλλά αρκούν.
Η πόλη αλλιώς
Ξαναγνωρίσαμε την πόλη και την αγαπήσαμε από την αρχή. Γίναμε θαμώνες των θερινών σινεμά. Φτιάξαμε τα μπαλκόνια μας. Ανεβήκαμε και στις ταράτσες -πόσες ανεκμετάλλευτες ταράτσες, αλήθεια! Οργανώσαμε τη βιβλιοθήκη μας, διαβάσαμε θησαυρούς. Αποτινάξαμε -έστω λίγο-το στερεότυπο του μεθυστικού παραθαλάσσιου ηλιοβασιλέματος και του κατάλευκου σπιτιού. Νιώσαμε αλλιώς το καλοκαίρι. Το τελετουργήσαμε ιδιωτικά: με τα αυτοσχέδια σπιτίσια κοκτέιλ μας, με το νέο στέκι που ανακαλύψαμε στη γειτονιά, με την πιο οργανωμένη κατάστρωση σχεδίων για την επόμενη χρονιά.
Κυρίως, το παρατείναμε. Ανακαλύψαμε την αξία των διακοπών και το φθινόπωρο, όταν ο καιρός κρατά και μάλιστα είναι πιο υποφερτός. Φτιάξαμε έτσι το πρόγραμμά μας ώστε να ταξιδεύουμε Σεπτέμβρηδες και Οκτώβρηδες. Να μπούμε σε καράβια λιγότερο κατάμεστα και θορυβώδη. Ή στα λατρεμένα ΚΤΕΛ. Οργώσαμε την ελληνική επαρχία, εκεί όπου τα καφενεία είναι πιο αυθεντικά, οι μερίδες πιο γενναιόδωρες και ο τουρισμός πιο ήπιος, λιγότερο βίαιος.
Μάθαμε και τις θάλασσες της Αθήνας: πήγαμε Καβούρι ένα πρωινό Δευτέρας του Ιουλίου και βρήκαμε όαση. Φάγαμε σουβλάκι στη Βουλιαγμένη και νιώσαμε ξανά 16 χρονών. Οργανώσαμε με φίλους ενοικίαση αυτοκινήτου, μοιραστήκαμε βενζίνες, φέραμε νερά, φρούτα και καφέδες από το σπίτι. Δεν μείναμε μέσα. Το πιο ουσιαστικό δώρο που μπορούμε να χαρίσουμε στον εαυτό μας δεν είναι πάντα ο προορισμός, αλλά η φροντίδα. Εκείνη που θα του προσφέραμε αν ήμασταν σε διακοπές με τον τρόπο που μας τις έμαθαν: λίγες ώρες ύπνου παραπάνω, μια μέρα άδεια που δεν θα φορτωθεί με υποχρεώσεις, ένα μεσημέρι χωρίς ειδοποιήσεις και deadlines.
«Εσείς πού πήγατε φέτος διακοπές; Η απάντηση μπορεί να είναι «πουθενά». Μπορεί να είναι «σε μια παραλία κοντά». Μπορεί να είναι «στην Αθήνα». Προσωπικά, σε μια τέτοια πρόσφατη ερώτηση που δέχτηκα, απάντησα: «Διακοπές; Από τι να διακόψω; Προτιμώ τα ταξίδια. Και δεν ξέρω αν θα σχεδιάσω κάτι μέσα στο καλοκαίρι. Ίσως από Σεπτέμβρη…».
Διαβάστε ακόμα:
Από το Αττικό Άλσος στον Εθνικό Κήπο: Κυριακάτικη βόλτα στα ωραιότερα πάρκα της πόλης
Οι καλύτερες διευθύνσεις για φαγητό στο κέντρο της Αθήνας
5+1 θερινά σινεμά για ξεχωριστές καλοκαιρινές βραδιές στην Αθήνα