29

Ένα Σάββατο που μοιάζει Κυριακή/Στέκω λίγο έξω απ’ την Αγιά Σοφία

Κάποτε ήταν μια φοιτήτρια εκεί/Που της έκανα την ιδιοφυΐα

Κάνεις λες και δε γεννήθηκα πότε/Κάνεις λες κι είμαι μια πίστη ξεχασμένη

Θα πεθάνω ώσπου να φτάσω στο Ντορέ/Αν αυτό σε κάνει πιο ευτυχισμένη

Θα ‘χει δύσει και το έαρ θα’ ναι γλυκύ/Θα’ ναι Σάββατο, θα μοιάζει Κυριακή

Να ένα μοντέρνο ποίημα για τη Θεσσαλονίκη. Οι στίχοι είναι του Φοίβου Δεληβοριά και προέρχονται από τραγούδι του δίσκου ANIME, που κυκλοφόρησε το 2022. Ο Δεληβοριάς δεν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε όμως εκεί και καταγράφει με νοσταλγικό τρόπο αναμνήσεις από δρόμους, νεανικά φλερτ και την αίσθηση μιας πόλης που μοιάζει ολόκληρη με ηλιοβασίλεμα, με Κυριακή.

Η Θεσσαλονίκη, πράγματι, μοιάζει με σώμα που θυμάται, μυρίζει γιασεμί και μπαρούτι, μιλά χαμηλόφωνα στα καλντερίμια, στα στενά της Άνω Πόλης, στα υπόγεια και στις ξεχασμένες στοές της. Στέκει πάντα στο μεταίχμιο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, φύση και άστυ, γιορτή και θρήνο. Πρόκειται για ένα αυθεντικό σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Βαλκάνιοι, Οθωμανοί, Εβραίοι και Έλληνες, μαζί με το μικρασιατικό ρεύμα των προσφύγων, σμίλεψαν έναν ιδιαίτερο αστικό ιστό.

Τη Θεσσαλονίκη τη χαρακτηρίζει πολυσυλλεκτικότητα και κοσμοπολιτισμός, μόλις το 1912 απελευθερώθηκε και έκτοτε ξανασχηματίστηκε ως ελληνική πόλη, απλωμένη στον Θερμαϊκό, πόλη που τη χαρακτηρίζει το λιμάνι και οι πρόσφυγές της. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 ξαναχάραξε το κέντρο. Ο μεσοπόλεμος έστησε νέες γειτονιές. Η Κατοχή άφησε αβάσταχτους κενούς τόπους. Το μεταπολεμικό κύμα φοιτητών και εργατών έφερε έναν νεανικό παλμό. Μέσα σε αυτό το συνεχές αναγεννητικό κλίμα, οι συγγραφείς και οι ποιητές της πόλης δεν περιέγραψαν απλά τη Θεσσαλονίκη ως καμβά. Την προσωποποίησαν και την έχρισαν συμπρωταγωνίστρια ή συναφηγήτρια στις ιστορίες τους.

Στον έναν αιώνα και κάτι, λοιπόν, που η Θεσσαλονίκη διάγει βίο νεοελληνικό, εισέφερε στα ελληνικά γράμματα μια γενναιόδωρη σοδειά ποιητών, πεζογράφων και δοκιμιογράφων, καθώς και επιδραστικών περιοδικών. Έτσι αναδείχθηκε σε αξιόλογο πνευματικό κέντρο, κάνοντας ιστορικούς και μελετητές της λογοτεχνίας να μιλούν για «Σχολή Θεσσαλονίκης», παρότι δεν είναι εύκολο να ομαδοποιηθούν οι συγγραφείς της με κάποιο ενιαίο κριτήριο.

Η πεζογραφική σχολή της Θεσσαλονίκης διακρίθηκε και διαφοροποιήθηκε μέσω της επιλογής του εσωτερικού μονολόγου και της ενδοσκοπικής αφήγησης που ερευνά τον ψυχισμό των ηρώων. Αυτή η στάση ερχόταν σε αντίστιξη με το αθηναϊκό αστικό μυθιστόρημα της γενιάς του ’30, όπου κυριαρχούσαν δράση και πλοκή και η ηθογραφία συνέδεε την αφήγηση με την ιδέα της εθνικής ταυτότητας. Οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης στράφηκαν σε λογοτεχνικές πηγές που προέρχονταν κυρίως από την Ευρώπη. Επηρεασμένοι από τις αναζητήσεις Γάλλων και Γερμανών συγγραφέων, βρήκαν γόνιμο έδαφος στα περιοδικά της πόλης, τα οποία λειτουργούσαν ως εστίες πνευματικής ζύμωσης και φιλοξενούσαν μεταφράσεις πρωτοποριακών ξένων έργων. Αυτά τα κείμενα η Αθήνα τα γνώρισε αργότερα, επιμένοντας στο να καλλιεργεί την ιδέα της ελληνικότητας με διαφορετικό ύφος και προτεραιότητες.

Σημειωτέον, η πρώτη μεγάλη τομή στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται τη δεκαετία του 1930 με την κυκλοφορία του πρώτου σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού της πόλης, των Μακεδονικών Ημερών (1932–1939), που εισήγαγε, με τους πεζογράφους που συσπειρώθηκαν γύρω του, τον μοντερνισμό στα ελληνικά γράμματα. Οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς επηρεάζονταν, κατά δήλωσή τους, από το εσωστρεφές πνευματικό κλίμα της βυζαντινής παράδοσης που υπήρχε στην πόλη, αλλά και από τον καιρό. Η συχνή ομίχλη και η σιγανή βροχή διαμόρφωναν μια ατμόσφαιρα που ευνοούσε την εσωστρέφεια και την περίσκεψη, την έμπνευση και τη δημιουργία.

Αγαπημένοι όλων των αναγνωστών και εραστών της ελληνικής γραμματείας είναι μερικοί σπουδαίοι λογοτέχνες που ανήκουν στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ποιητών της Θεσσαλονίκης, η οποία εμφανίζεται τη δεκαετία του 1950. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και ο Αλέξανδρος Ίσαρης, όλοι τους με έναν τρόπο έδωσαν φωνή στη Θεσσαλονίκη. Έγιναν οι ενσαρκωμένοι πομποί της. Οι Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου και Ιωάννου συνδέθηκαν και με το περιοδικό Διαγώνιος, όπου κατέγραφαν περισσότερο προσωπικές και ερωτικές αγωνίες μέσα από το ομοφυλοφιλικό τους πρίσμα και βίωμα, ακολουθώντας την καβαφική γραμμή. Δημιούργησαν μια γλώσσα πιο εξομολογητική, μια ποίηση υποφωτισμένη, που μπορεί να δείξει τον δρόμο για αυτό που μέχρι σήμερα αποκαλούμε «ερωτική Θεσσαλονίκη».

Ο Γιώργος Ιωάννου έκανε περισσότερο κοινωνικοπολιτική λογοτεχνία. Γράφει κάπου: «Οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο πολλοί και τόσο μπλεγμένοι με τη ζωή μας, ώστε όσο κλειστός και αν ήσουν ήταν αδύνατο να μην υποπέσει στην αντίληψή σου η συμφορά, που τους είχε βρει». Μνημονεύει δρόμους και σημεία, Ιουστινιανού, Χαλκέων, Βενιζέλου, την «Παλαιά Οβριακή» και «Ένα μεγάφωνο ουρλιάζει στο δρόμο. Όλοι οι Εβραίοι στις πόρτες. Έτοιμοι προς αναχώρηση». Η πόλη την γραφή του Ιωάννου πάλλεται και καταμαρτυρά τον πόνο των ανθρώπων. 

Δίπλα στη χαμένη σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη, στήνεται η Θεσσαλονίκη της προσφυγιάς. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κρατούσε στην ψυχή του μια πόλη χαμηλόφωτη, μια δεύτερη πατρίδα. «Οι γονείς μου είναι πρόσφυγες και ήρθαν στη Θεσσαλονίκη ως ανταλλάξιμοι απ’ την Κωνσταντινούπολη» έλεγε. Ο ποιητής την περιέγραφε ως τόπο όπου «η ζωή είναι μικρή και η αγάπη πιο μικρή». Έγραφε «Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία. Πρέπει να βρω μια άλλη Εγνατία». Η Εγνατία του Χριστιανόπουλου γίνεται διαδρομή παραφοράς, ανεκπλήρωτου, ματαιωμένου. Αλίμονο αν οι γραφιάδες ήταν απάτριδες. Τα τόσο προσωπικά τους βιώματα και βλέμματα δεν θα κατάφερναν ποτέ, παραδομένα σε μια τυχόν γενίκευση και γενικότητα, να αγγίξουν το οικουμενικό.

Στον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, η Θεσσαλονίκη αποκαλύπτεται μελαγχολική, ερωτική, υγρή, σαν κάτι πάντα να περιμένει. «Σταυρούπολη νυχτερινή μου πατρίδα, σιτοβολώνα του έρωτα…». Λάμπες, αποθήκες, εργοστάσια στην άκρη της πόλης, υγρασία που τρώει τους τοίχους, δρόμοι και το περιθώριο που τόσο αγαπά ο Ασλάνογλου.

Ο Αλέξανδρος Ίσαρης βλέπει τη Θεσσαλονίκη λίγο μετά τον μεγάλο σεισμό του 1978, τη βλέπει να αλλάζει, να μετακινείται, να χάνει τα πρόσωπά της. «Ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη και μπήκα με βαριά καρδιά στο άδειο από ανθρώπους σπίτι.» Από αυτό το πρώτο βήμα ξεδιπλώνεται η τελετουργία της μνήμης του συγγραφέα, γεννημένου στις Σέρρες το 1941, με σπουδές Αρχιτεκτονικής στην Αυστρία και επιστροφή στη Θεσσαλονίκη στα μέσα της δεκαετίας του είκοσι, όπου έμεινε μέχρι περίπου τα τριάντα οκτώ του χρόνια. Η Θεσσαλονίκη του Ίσαρη φαντάζει μυθική, ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα. Μυρίζει φθινόπωρο, λεμονόδεντρα και παλιές Κυριακές. Είναι η πόλη που επιστρέφεις και δεν σε αναγνωρίζει πια, η πόλη που γερνάει μέσα σου χωρίς ποτέ να σβήνει.

Και ύστερα, μέρος της τρίτης γενιάς της σχολής της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, περιπατητής της πόλης του, με βιώματα ξενυχτιών, ευτράπελων ιστοριών και καθημερινών ηρώων χωνεμένα στη γραφή του. Η Θεσσαλονίκη γίνεται στις ιστορίες του η πόλη του σήμερα, η πιο απτή και χιουμοριστική. Πρωταγωνιστούν ταξί, ραδιόφωνα, καντίνες, ο Βαρδάρης, βλαστήμιες στα φανάρια, κιθάρες στα υπόγεια. «Η Θεσσαλονίκη είναι μια πολύσπερμη πόλη» λέει, και τιμά δια της γραφής του όλα τα πρόσωπα της νεοελληνικής Θεσσαλονίκης: ταξιτζήδες, φοιτητές, γκαρσόνια, μουσικούς, «άγιους» και μικροαπατεώνες. Ο Σκαμπαρδώνης μπορεί να θεωρηθεί σημαντικός χρονικογράφος της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, εκείνης που αλλάζει συνεχώς πρόσωπα, ενώ κρατά την ίδια ψυχή.

Ο Θεσσαλονικιός, γιος προσφύγων, συγγραφέας Τόλης Νικηφόρου στήνει τον δικό του χάρτη της πόλης με καρφίτσες τις λέξεις του. Στα «Ίχνη του δέους» συγκεντρώνει επιλεγμένα ποιήματα από δεκαετίες έμπνευσης και καταγραφής: έρωτες, κοινωνικούς παλμούς, συναντήσεις, τη Θεσσαλονίκη σε όλες τις εποχές και στις ακμές και παρακμές της. Λέει: «Γράφω για τους απόκληρους και για τους καταδικασμένους, γράφω αν και γνωρίζω πως η οδύνη ακυρώνει κάθε συνδυασμό των λέξεων, κάθε αθώο ποίημα, κι όταν ακόμη εκείνο σφίγγει τη γροθιά του, κι όταν ακόμη ανώφελα δακρύζει».

Και βέβαια, ο Θωμάς Κοροβίνης, που επιτρέπει κατά καιρούς στη Θεσσαλονίκη να τον εμπνέει. Το τελευταίο του έργο, που εκδόθηκε το 2021 από την Άγρα και έχει τίτλο «Θεσσαλονίκη Κωνσταντινούπολη Ανατολή», αποτελεί ένα συναξάρι κειμένων με μνήμες και βιώματα από εκείνες τις ανατολίτικες φέτες ζωής. Ο τίτλος εντάσσει τη Θεσσαλονίκη στην Ανατολή και την φέρνει, εννοιολογικά, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, κάτι που δεν απέχει από την ιστορική και πολιτισμική πραγματικότητα.

Η συγγραφέας Σοφία Νικολαΐδου έχει δηλώσει, σύμφωνα με τον Γιάννη Μπασκόζο, σχετικά με την πιθανότητα συνέχειας της Σχολής της Θεσσαλονίκης: «Για πολλούς Θεσσαλονικιούς συγγραφείς ο τόπος είναι ήρωας, δεν είναι ένας Δαλιανίδης, ένα χάρτινο περίβλημα, είναι μέρος της πλοκής και σχεδόν πρόσωπο της δράσης. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος συνεκτικός κρίκος. Κάποιος απ’ έξω ίσως το έβλεπε καλύτερα. Σε ορισμένους συγγραφείς υπάρχει μια αγωνία για το ύφος, αλλά σίγουρα δεν υπάρχει μια μπετοναρισμένη ομάδα, με την έννοια του μανιφέστου».

Εγνατία, Βενιζέλου, Χαλκέων, Ιουστινιανού, Δημητρίου Πολιορκητού, Πλατεία Δικαστηρίων, κάτω πόλη με την παλιά Οβριακή, πάνω πόλη με τη μνήμη των τειχών. Η Θεσσαλονίκη των σιδηροδρομικών αποθηκών και των απογευματινών λεωφορείων. Η Θεσσαλονίκη των προσφυγικών κατοικιών και των χαμηλών αυλών. Η Θεσσαλονίκη που χάνει κάτι και ξαναφτιάχνει κάτι άλλο στο ίδιο ακριβώς σημείο. Η οδός Αχειροποιήτου, του Φοίβου Δεληβοριά, που γράφει για την πόλη των φοιτητικών του χρόνων και την τραγουδά. Πάνω απ’ όλα, αυτή η ανείπωτη και ανίδωτη Θεσσαλονίκη, εκείνη που γλίστρησε ως μη τόπος στις αναμνήσεις και στις αφηγήσεις των ανθρώπων που την έζησαν ως κατά τύχη στίβο των προσωπικών τους περιπετειών.

Κι αν το σινεμά την έχει χαρακτηρίσει τα τελευταία χρόνια ως πόλη κινηματογραφική, εκείνοι που ξέρουν, ξέρουν ότι η Θεσσαλονίκη στην πραγματικότητα το έχει σκάσει από κάποιο ποίημα ή μικρό διήγημα. Σε ένα χαρτάκι βρίσκεται και παρασύρεται από τον αέρα και χορεύει πάνω από τα Κάστρα και τα βυζαντινά τείχη και κάνει στιγμές πως «πεθαίνει σαν χώρα», κατά τον Δημήτρη Δημητριάδη, άλλον κορυφαίο εκπρόσωπο της πόλης στα ελληνικά γράμματα, όμως κάτι συμβαίνει και αναγεννάται και σώζεται και ξεφεύγει και πάει.

Διαβάστε ακόμα:

Solo weekend στη Θεσσαλονίκη της απόλαυσης, της ανεμελιάς και της ξεκούρασης

Περιήγηση στα υπόγεια αξιοθέατα της Θεσσαλονίκης

Αρχαιολογικοί χώροι γύρω από τη Θεσσαλονίκη που πρέπει να επισκεφθείτε έστω μια φορά