Μετά από 20 χρόνια στον τουρισμό, έχω μάθει ένα πράγμα: η Ελλάδα δεν είναι ένα προϊόν. Είναι ένα συναίσθημα. Ξεκίνησα σχεδιάζοντας στρατηγικές επικοινωνίας για ξενοδοχεία και προορισμούς. Η πρώτη ερώτηση ήταν πάντα η ίδια: «Γιατί είστε καλύτεροι;». Αλλά δεν είχα πάντα απάντηση. Για πολλούς, το «καλύτεροι» σήμαινε απλώς φθηνότεροι ή πιο καινούργιοι.
Τα χρόνια πέρασαν, ο τουρισμός έγινε παγκόσμιο αγαθό, οι πτήσεις και οι κλίνες πολλαπλασιάστηκαν, και βρεθήκαμε να μετράμε κεφάλια επισκεπτών. Όμως, αλήθεια, έκανε ποτέ κανείς ποιοτική ανάλυση στο τουριστικό μας προϊόν; Ή μόνο ποσοτικές μετρήσεις που αξιοποιούνται ως μικροπολιτικά όπλα στα κανάλια; Μετράμε εκατομμύρια τουρίστες, αλλά έχουμε χάσει την ψυχή μας.
Για να δούμε τι έκανε την Ελλάδα παγκόσμια γνωστή και όνειρο εκατομμυρίων ταξιδιωτών, ας κάνουμε ένα ταξίδι στο παρελθόν. Εύκολα θα διαπιστώσουμε, πως οι απαντήσεις είναι ίδιες, με όσα θυμόμαστε εμείς από τα παιδικά μας χρόνια. Ήταν το γέλιο, οι γιορτές, τα γλέντια, το φαγητό της γιαγιάς, το τραγούδι με τους φίλους, οι κιθάρες στις παραλίες, οι παραδόσεις μας, τα αρώματα από τους ξυλόφουρνους, τα πανηγύρια, το ούζο. Εικόνες με Αμερικανούς τουρίστες να μετράνε βήματα σε παραδοσιακούς χορούς έχουν όλοι στην μνήμη τους και ας μην είχαμε κινητά τηλέφωνα να τους φωτογραφίσουμε. Αυτό που μάθαιναν όλοι, ήταν το «γειά μας».
Αν ρωτούσαμε τους κατοίκους των πρώτων τουριστικών προορισμών, θα μας έλεγαν με νοσταλγία για τις ζεστές αγκαλιές με τους «ξένους», για τα κεράσματα γλυκού του κουταλιού, για τη βοήθεια στο ξεμπέρδεμα των διχτυών των ψαράδων. Ο τουρισμός ήταν αλατοπίπερο στη ζωή τους, μια πηγή χαράς αλλά και ένα απαραίτητο έξτρα εισόδημα για να επιβιώσουν τους δύσκολους χειμώνες. Και τώρα, το 2025, μήπως πουλάμε σε λάθος ανθρώπους, για τους λάθους λόγους; Μήπως ντραπήκαμε για την παράδοσή μας; Γεμίσαμε περουβιανά ceviche, ιαπωνικά sushi, ιταλικές πίτσες και γαλλικά Croque Madame για να μας θεωρήσουν μοντέρνους.
Δεν διοργανώνουμε ελληνικές βραδιές, αλλά Tango και Latin. Τα παιδιά των τουριστών βλέπουν Spider-Man και Zorro, στους παιδικούς σταθμούς των ξενοδοχείων μας, ενώ στα δικά τους σχολεία, μαθαίνουν για τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή και τους άθλους τους. Το ούζο έγινε τεκίλα και ο ελληνικός αμπελώνας, μία παράθεση ετικετών από ολόκληρο τον κόσμο, που έχουν περάσει και λίγο από βαρέλι. Φωνάζω χρόνια, ότι όταν σε γειτονικούς προορισμούς με πισίνες, φθηνό αλκοόλ και «διεθνή» κουζίνα, προκύψει ένα φθηνότερο τουριστικό πακέτο, οι πελάτες μας θα φύγουν εκεί γιατί δεν τους μάθαμε τι σημαίνει πραγματικά διακοπές στην Ελλάδα.
Δεν τους μάθαμε το ελληνικό τυρί, γιατί είναι «ακριβό», γιατί δεν θέλαμε να γνωρίσουν τον κτηνοτρόφο που δεν μιλάει αγγλικά. Δεν τους μάθαμε την ελληνική μαγειρική, γιατί θέλει χρόνο. Δεν τους μάθαμε τους ελληνικούς μύθους, γιατί τους διδασκόμαστε μόνο για να περάσουμε τις τάξεις στο σχολείο και όχι γιατί είναι μέρος της ταυτότητάς μας. Δεν τους εξηγήσαμε πως η γιαγιά μας διαχειριζόταν το sustainability, χωρίς να ξέρει ότι υπάρχει αυτή λέξη, έχοντας εποχικότητα στο τσουκάλι της. Δεν τους είπαμε για το χωριό που βγαίνουν τα πιο νόστιμα ροδάκινα, γιατί δεν είναι μάνγκο. Ντραπήκαμε να τους πούμε ότι σήμερα είναι γιορτή και παραδοσιακά τρώμε ψάρι, μην μας θεωρήσουν τίποτα θρησκόληπτους.
Για να βάλω έναν τίτλο με όρους storytelling, μάθαμε να λέμε τις ιστορίες άλλων. Εδώ και χρόνια προσπαθώ να εξηγήσω στους πελάτες μου, ότι η Ελλάδα είναι ένα συναίσθημα που πρέπει να το νιώσουν οι τουρίστες, είναι μια ζεστασιά που πρέπει να καίει όλο τον χειμώνα στη χώρα τους, για να ξαναέρθουν και αν δεν θελήσουν, γιατί το έσβησαν από το bucket list, να πουν πως ένιωσαν σε άλλους και να μας διαφημίσουν. Λατρεύω να ταξιδεύω και να ανακαλύπτω πολιτισμούς και πάντα προσπαθώ να το αποτυπώνω στις εικόνες μου. Όταν γυρίζω από ένα ταξίδι, θέλω μέσα σε 10-20 φωτογραφίες να μπορώ να εξηγήσω στα παιδιά μου, πως ήταν η χώρα που επισκέφτηκα.
Μπορεί όλοι να ξέρουν ότι ο εθνικός μας ποιητής έγραψε ότι «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι », αλλά ξεχνάνε ότι ο ίδιος ποιητής, ο Ελύτης, έγραφε «όταν η συμφορά συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη». Και για αυτή τη συμφορά, θα πρέπει να μιλήσουμε όσο είμαστε μέσα στο πάρτυ και είμαστε πριν το σημείο χωρίς επιστροφή. Θέλω να πιστεύω, ότι είμαστε ακόμα πριν από αυτό και ας ζω στη σκιά ενός ουρανοξύστη που κάθε μέρα γδέρνει μαζί με τον ουρανό και την αισθητική μου, για να μην μιλήσω για την αντίστιξη του θεάματος, με το αρχαίο κάλλος και μέτρο.
Αυτή την Ελλάδα, τη δωρική και απέριττη, πρέπει να αναδείξουμε ξανά. Έχω δει πελάτες μου στο εξωτερικό, που κάποτε μας είχαν ως benchmark, τώρα να λένε πως δεν θέλουν να κάνουν τα ίδια λάθη με εμάς. Τι έγινε λάθος στην πορεία; Η ομορφιά που διακρίνουμε στον τόπο μας, φαίνεται να έχει παγώσει στον χρόνο. Λες και η δημιουργικότητα και το γούστο αυτού του τόπου εξαντλήθηκαν στις δύσκολες εποχές του παρελθόντος. Οι γραφικοί μύλοι, οι λευκές εκκλησούλες, τα μικρά σπίτια με τα σοκάκια και οι βάρκες αγκυροβολημένες στα λιμανάκια δημιουργούν μια εικόνα που μαγεύει τον επισκέπτη. Η απληστία μας, στην οποία βυθιζόμαστε πρόθυμα, δεν μας αφήνει παρά σκουπίδια, έλλειψη αισθητικής και φθηνό φολκλόρ.
Αλλά και πάλι ο τουρισμός είναι κερδοφόρος και μοιάζει με γη της επαγγελίας για όλους. Κάθε οικονομικά πετυχημένος, ονειρεύεται πως το οικόπεδο στο χωριό θα γίνει ξενοδοχείο. Κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα αν έχει φιλοξενήσει ποτέ τον αδελφό του, ονειρεύεται να φιλοξενήσει τους «ξένους». Αλλά ο τουρισμός είναι παροχή υπηρεσιών, είναι παροχή φιλοξενίας, αν θυμόμαστε τι σημαίνει. Με καταγωγή από την Κρήτη, γνωρίζω καλά πως κάθε κρητικός θεωρεί υποχρέωση -και όχι μπελά- να νιώσει καλά ο ξένος στον τόπο του. Το κέρασμα είναι παντού δεδομένο, σαν το σπίτι σου, λέμε και το εννοούμε, «κάτσε να σε φιλέψω…». Αλλά δυστυχώς πέρα από τις οικονομικές υποχρεώσεις και φυσικά μια σειρά αδειοδοτήσεις ποιος εκπαιδεύει ή εγκρίνει με ποιοτικά κριτήρια έναν επενδυτή, κανείς. Και τι σημαίνει αυτό για την εθνική μας βιομηχανία, ισοπέδωση.
Στο ίδιο τσουβάλι ένας προορισμός, ο καλός ξενοδόχος που πονάει τον τόπο του, το προσωπικό του και την επένδυσή του, με αυτόν που βλέπει μόνο ADR και τον λογαριασμό τραπέζης του; Ας μιλήσουμε για τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, ευλογημένοι προορισμοί, οι οποίοι δεν περνάνε και τα πιο δυνατά τους, τουριστικά, χρόνια. Γιατί τα αστέρια του παγκόσμιου τουρισμού έχουν αγοραστική δύναμη μόνο τους μήνες με χαμηλές τιμές και για τον Αύγουστο η ζήτηση είναι μηδενική; Έχω φίλους/πελάτες με απίστευτες επενδύσεις οι οποίοι είναι κάθε μέρα εκεί να χαμογελάσουν στον πελάτη, να τον κάνουν να νιώσει την ευλογία να βρίσκεται στον τόπο μας και έχω φωτογραφίσει και ξενοδοχεία που ο ιδιοκτήτης δεν έχει πατήσει ποτέ παρά μόνο βλέπει τα excelοφυλλα και τα budget. Στα πρώτα ξενοδοχεία έχει να φας, σαν να είσαι στην Ελλάδα, ενώ στα άλλα είναι σαν να ψωνίζεις σε αγγλικό σούπερ μάρκετ, οριακά να βρεις φέτα, ελαιόλαδο και γιαούρτι. Και πέρα από την ζεστασιά και το φαγητό, ο «επαγγελματίας» ξενοδόχος έχει και αισθητική, γιατί έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, ξέρει αυτός.
Τι να την κάνεις τη μπλε θάλασσα, «κάνε τη γκρι, πουλάει καλύτερα, μην βάλεις χρώμα στα δέντρα, μποχο σαν να είμαστε στο Μεξικό» μα δεν είμαστε. Ο Άγγλος, ο Γερμανός βλέπουν κάθε μέρα γκρι ουρανό και ονειρεύονται να έρθουν στην Ελλάδα να δουν τον μπλε. Θέλουν να δουν την καθαρή λευκή ομορφιά της Ελλάδας και όχι τα ψάθινα καλάθια σαν να βρίσκονται σε ένα χωριό του Μεξικό ή της Αφρικής, αλλά τα πλεκτά καλάθια που είχαν οι παππούδες μας και είναι μέρος του dna μας και της ελληνικότητάς μας. Όταν ο ίδιος ξενοδόχος ταξιδεύει στη Λατινική Αμερική, τι ζητάει να φάει, μουσακά ή τάκος, γιατί ο ίδιος να κάνει δύσκολη τη ζωή των πελατών του, όταν τους «φιλοξενεί»;
Απεχθάνομαι τα κρουαζιερόπλοια και την προβατοποίηση των πελατών τους, να ακολουθούν έναν σύγχρονο βοσκό με μία σημαία/ομπρελά στο χέρι, αλλά αντί να μαλώνουμε για αυτά, θα πρέπει να τους εξηγήσουμε ότι η Ελλάδα δεν ταξιδεύεται με μερικές ώρες στη στεριά, αλλά βιώνεται μόνο αν νιώσεις τη ζεστασιά της. Ας γίνει το κρουαζιερόπλοιο το ορεκτικό για να έρθουν αυτοί οι επισκέπτες της χώρας μας, να μείνουν στα καταλύματα της. Ας σχεδιάσουμε, το τι βλέπουν από την Ελλάδα σε μερικές ώρες και ας το κάνουμε μαγικό.
Τέλος ας ακούσουμε και τους ανθρώπους, που δεν ζουν άμεσα τουλάχιστον από τον τουρισμό και ας αφουγκραστούμε τις αγωνίες τους. Δεν γίνεται να μην καταλαβαίνουμε τον δάσκαλο ή τον γιατρό σε έναν τουριστικό προορισμό και ενώ ο τουρίστας είναι πελάτης μας, το σπίτι του γιατρού είναι υποχρέωση του κράτους. Ένας τόπος χωρίς κοινωνική ευτυχία, δεν έχει την ενέργεια που ζητάει ο σύγχρονος ταξιδιώτης.
Θέλω οι 10-20 φωτογραφίες που θα βλέπει ένας τουρίστας, πριν έρθει στην Ελλάδα να είναι τόσο δυνατές, που δεν θα τον αφήνουν να κοιμηθεί αν δεν κλείσει εισιτήριο. Θέλω και οι 10-20 φωτογραφίες που θα τραβήξει φεύγοντας, να είναι εξίσου δυνατές, ακόμα και αν δεν είναι επαγγελματικές. Δεν θέλω οι φωτογραφίες να είναι απλώς όμορφες. Θέλω να είναι αληθινές. Να θυμίζουν στους τουρίστες γιατί η Ελλάδα δεν είναι ένα ταξίδι, άλλα ένα αίσθημα, που μένει για πάντα μαζί τους. Ονειρεύομαι να συνεχίσω να φωτογραφίζω τα πιο διάσημα ξενοδοχεία του κόσμου και να είμαι περήφανος, ακούγοντας τους πάντες να μου λένε πόσο πολύ θέλουν να έρθουν στην χώρα μου.
*Ο Σταύρος Χαμπάκης είναι φωτογράφος
Διαβάστε ακόμα:
Η ιστορία πίσω από το παλαιότερο παντοπωλείο στη Νάξο
Πρασινάδα Δράμας: Ένα ζευγάρι μας μυεί στην τέχνη της καλλιέργειας της γης
Ένας μελισσοκόμος στην oρεινή Αρκαδία αποκαλύπτει τα μυστικά της σύνθετης κοινωνίας των μελισσών