Ποιος, ποια δεν έχει μπει σε καράβι καλοκαίρι; Ένα ποτήρι καφέ στην κουπαστή, ένα φούτερ να ζεσταίνει το σώμα από το ψύχος του κλιματισμού. Τα καράβια που κάνουν μακρινά ταξίδια από τον Πειραιά προς την Κρήτη, τη Ρόδο ή το Ανατολικό Αιγαίο κουβαλούν πολλές, δικές τους ιστορίες και, αν είχαν μιλιά, θα μας έλεγαν πολλά.

11

Ωρες πολλές μες στο καράβι, στην καρδιά του πελάγους, με τα όνειρα για την ξεγνοιασιά των διακοπών να στοιβάζονται κι αυτά στους σάκους μαζί με τα ρούχα, τα βιβλία και τα σανδάλια. Πάντα με εντυπωσίαζε ο δημόσιος ύπνος των ανθρώπων μες στα πλοία. Τα καταστρώματα μοιάζουν με κοιτώνες. Πάνω στα καθίσματα, ανάμεσα στους διαδρόμους, δίπλα στις σκάλες, ο ύπνος απλώς συμβαίνει, χωρίς ντροπή. Το σώμα υποκύπτει, παραδίνεται.

Αυτός ο ύπνος, δημόσιος και βαθύς, μου φέρνει στο νου κάτι παιδικό. Μια εφήμερη ασφάλεια, μια ανεπιτήδευτη τρυφερότητα. Άνθρωποι που αφήνουν τα υπάρχοντά τους αφύλακτα, που κουλουριάζονται ο ένας κοντά στον άλλον δίχως δεύτερη σκέψη. Καμία επιτήρηση. Μόνο τα μεγάφωνα που ανακοινώνουν κάθε τόσο κάποιον προορισμό, μια ενδιάμεση στάση, σχεδόν μέσα από όνειρο. Και μου αρέσει να κοιμάμαι κι εγώ με τη σειρά μου. Μια φορά, σε ένα καράβι από τον Πειραιά για την Ίο, από αυτά τα πολύ πρωινά, είχα αποκοιμηθεί και με ξύπνησαν δυο μικρά παιδιά. Θα κατέβαινα σε άλλο νησί, ίσως αυτό να είχε κι ένα νόημα. Ένας προσωρινά λάθος προορισμός, μια τελείως άλλη ρότα σε ένα καλοκαίρι σχεδιασμένο και προγραμματισμένο.

Υπάρχουν ταξιδιωτικές μνήμες από εκείνα τα βραδινά καράβια προς την Κρήτη, όταν οι επιβάτες άρχιζαν να στρώνουν κουβέρτες και να ξαπλώνουν στο πάτωμα, μόλις το πλήρωμα έδινε το σήμα πως μπορούσαν να ξεκουραστούν. Κάποια στιγμή αποφασίστηκε να μπει μέτρο σε αυτό, στο κάτω κάτω, υπήρχαν ταξιδιώτες που είχαν πληρώσει καμπίνα. Σημειωτέον, την μία και μοναδική φορά της ενήλικης ζωής μου που ταξίδεψα σε καμπίνα, δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Το καράβι δεν χωρά, μες στο μυαλό μου, τη συνθήκη «κρεβάτι». Στα αεροπορικά καθίσματα ή με μαξιλάρι τα χέρια πάνω σε κάποιο τραπεζάκι, ο ύπνος έρχεται πιο γλυκά και φυσικά.

Στο πρόσφατο ταξίδι μου προς και από τα Ψαρά, πριν κοιμηθώ, έκανα, όπως συνηθίζω, μια βόλτα σε όλους τους χώρους του καραβιού. Μου έκαναν εντύπωση τρία πράγματα, που αξίζουν να καταγραφούν. Πρώτον, δυο φίλες κοιμόνταν φορώντας κάλτσες -τις είδα να τις φορούν εκείνη τη στιγμή- και με τα ακουστικά τους στα αυτιά, τη μουσική τόσο δυνατά που ακουγόταν μέχρι σ’ εμένα, περπατώντας δίπλα τους. Δεύτερον, μια οικογένεια είχε ξαπλώσει κάτω στη μοκέτα, έχοντας στρώσει κανονικά: μαξιλάρια, σεντόνια, πανωσέντονα, όλοι αγκαλιασμένοι. Όπως στα παραμύθια. Ο πατέρας αγκάλιαζε το γιο, η μικρή κόρη αγκάλιαζε τον αδερφό της και είχε γείρει το κεφαλάκι της στη μητέρα, ενώ η μητέρα άπλωνε τα χέρια για να χωρέσει και τα δύο της παιδιά. Υπέροχη εικόνα. Τρίτον, ένα αγόρι γύρω στα 25 κοιμόταν στα αεροπορικά καθίσματα με τα πόδια ψηλά, γόνατα ακουμπισμένα στο μπροστινό κάθισμα, και έναν χειμωνιάτικο σκούφο ριγμένο στο πρόσωπο, σαν κάλυμμα. Να μη φανεί πώς είναι όταν κοιμάται, αν ανοίγει το στόμα, αν δακρύζουν τα μάτια του και άλλα τέτοια μικρά, ανθρώπινα μυστικά.

Το πράγμα που αγαπώ περισσότερο στον ύπνο στο καράβι είναι η στιγμή που λήγει, λίγη ώρα πριν πιάσουμε λιμάνι. Ξυπνώ αλαφιασμένη και, παραδόξως, βαθιά ξεκούραστη τις περισσότερες φορές. Αγαπώ να παίρνω καφέ από το κυλικείο του πλοίου – μαζί με τον καφέ στο αεροδρόμιο τον συγκαταλέγω, όσο πρόχειρος κι αν είναι, στις μικρές, απαράβατες πολυτέλειες αυτής της ζωής- και να βγαίνω έξω για να τον πιω, αφήνοντας το βλέμμα μου να χαθεί στη θάλασσα, με την τσίμπλα ακόμη στα μάτια. Φυσά ένας άλλος αέρας μέσα σε ολόκληρη την ύπαρξή μου: η μυρωδιά του αλμυρού νερού, όπως ενώνεται με το έντονο μέταλλο του πλοίου, μου χαρίζει μικρές δόσεις ευεξίας και πίστης σε κάτι καλό. Είναι, ίσως, απλά το καλοκαίρι: αναγκαίες μεταγγίσεις αισιοδοξίας από τη φύση στον άνθρωπο, για να συνεχίσει, να πάει παρακάτω.

Κι ύστερα, το νησί φαίνεται στ’ αλήθεια. Φτάνουμε. Βγαίνει και η θορυβώδης ανακοίνωση. Κι όλοι οι μαχμουρλήδες και οι μαχμουρλούδες συμμαζεύονται, βγάζουν τις ζακέτες και τα φούτερ, τα δένουν στη μέση, σηκώνουν τους σάκους, παίρνουν στην αγκαλιά τους τα σκυλιά και ετοιμάζονται να κατεβούν από το πλοίο, να πιάσουν στεριά και να βρουν τη θέση τους στο μέρος που θα τους φιλοξενήσει για λίγες μέρες. Από τα πρόσωπα μπορεί κανείς να καταλάβει ποιος κοιμήθηκε και ποιος ξαγρύπνησε. Μετά από λίγη ώρα, μοιάζει να μην έχει καμία σημασία: πάντως, κάπου σίγουρα μέσα μας υπάρχει εγγεγραμμένη η μνήμη του κοινού ύπνου με τους ανθρώπους της αγέλης μας, της φυλής μας, της ομάδας μας: από τις σπηλιές των homo sapiens, στα καταστρώματα και τις μοκέτες των πλοίων της γραμμής.

Σε κατάσταση ύπνου, οι άνθρωποι μοιάζουν στ’ αλήθεια ανίκανοι να κάνουν κακό. Μια μικρή ψευδαίσθηση, σαν κι αυτές που μας γεμίζουν οι καλοκαιρινοί έρωτες. Να κοιμόμαστε. Να ερωτευόμαστε. Κυρίως, όμως, να ταξιδεύουμε.