Ο δρόμος που ελίσσεται από την Άρτα προς τα Τζουμέρκα, είναι ένα ταξίδι στον χρόνο. Πενήντα οκτώ χιλιόμετρα ορεινής διαδρομής, και ξαφνικά, σε μία στροφή που κόβει την ανάσα, το Βουργαρέλι αποκαλύπτεται. Όχι ως ένα συμπαγές χωριό, αλλά ως μια πολιτεία απλωμένη, φωλιασμένη ανάμεσα σε δύο ελατοσκέπαστους λόφους που την αγκαλιάζουν σαν φύλακες αιώνων.
Κλείνεις τα μάτια και ακούς. Ο πρώτος ήχος που σε υποδέχεται δεν είναι ανθρώπινος. Είναι ο υπόκωφος, πανταχού παρών θόρυβος του νερού. Πηγές, ρέματα, οι διάσημες βρύσες του χωριού: ένα ηχητικό τοπίο που συνθέτει το υπόβαθρο της ζωής εδώ, στα 800 μέτρα υψόμετρο, όπου η φύση είναι ακόμα αρχέγονη και το νερό ρέει άφθονο.
Ο κώδικας της πέτρας
Περπατώ στα καλντερίμια που διασχίζουν το χωριό. Τα πετρόκτιστα σπίτια με τις κεραμοσκεπές ξεπροβάλλουν μέσα από το πυκνό πράσινο, και κάθε βήμα στο πλακόστρωτο μονοπάτι αντηχεί ιστορία. Η κεντρική πλατεία, σκιασμένη από γιγάντια πλατάνια, είναι εκεί που χτυπά η καρδιά του χωριού. Εδώ, οι ντόπιοι συναντιούνται στα καφενεία, κάτω από την ανακατασκευασμένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μια εκκλησία που χτίστηκε από τα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ακολουθώ το καλντερίμι από την πλατεία. Με οδηγεί σε δύο μνημεία που δεν είναι κτίρια, αλλά βρύσες: την «Αρχόντω» με τους τέσσερις κρουνούς και την «Κρυστάλλω» με τους επτά. Αυτές οι πετρόκτιστες κατασκευές είναι θαύματα της παραδοσιακής αριστοτεχνίας. Και φέρουν γυναικεία ονόματα, όχι απλώς «άνω» ή «κάτω» βρύση. Είναι σχεδόν οικογενειακή αυτή η σχέση με το νερό. «Όποιος ξένος πιει νερό από την Αρχόντω και την Κρυστάλλω, θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί στο Βουργαρέλι», μου λέει ένας ηλικιωμένος ντόπιος με ένα πονηρό χαμόγελο. Το νερό είναι παγωμένο και ταυτόχρονα αναζωογονητικό.
Το βυζαντινό ρουμπίνι
Λίγα χιλιόμετρα νότια, στον οικισμό Παλαιοχώρι, η Κόκκινη Εκκλησιά στέκεται δίπλα στον δρόμο. Χτισμένη εξ ολοκλήρου από κόκκινες πλίθες που λάμπουν στον ήλιο, είναι ένας από τους σημαντικότερους μάρτυρες της ισχύος του Δεσποτάτου της Ηπείρου, παλαιότερη ακόμα και από την Παρηγορίτισσα της Άρτας.
Μέσα, στους τοίχους που έχουν σημαδέψει οι αιώνες, σώζονται αποσπάσματα τοιχογραφιών από το 1295. Απεικονίζουν τους κτήτορες, τον Θεόδωρο Τσιμισκή και τη σύζυγό του Μαρία, αλλά και τους ίδιους τους ηγεμόνες του Δεσποτάτου. Αυτό δεν ήταν απλή πράξη ευλάβειας. Ήταν γεωπολιτική δήλωση: η εξουσία των Κομνηνοδουκάδων έφτανε μέχρι εδώ, στην εσχατιά της επικράτειας, στα ορεινά περάσματα που φύλασσαν το δρόμο προς το Βυζάντιο.
Η Αγία Λαύρα της Ηπείρου
Με ξεναγό τον Δημήτρη Χάνδρα, συνιδιοκτήτη της πολυτελούς ξενοδοχειακής μονάδας Rouista, ανηφορίζω βόρεια του χωριού, μέσα σε πυκνό ελατόδασος που μυρίζει ρετσίνι και υγρασία. Η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου εμφανίζεται σαν οχυρό. Το καθολικό της, με τις εξαιρετικές τοιχογραφίες του 1714, έχει δει πολλά. Εδώ, τον Μάιο του 1821, οι οπλαρχηγοί των Τζουμέρκων, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Μπακόλας, συγκεντρώθηκαν και ορκίστηκαν την Επανάσταση. Γι’ αυτό το προσωνύμιο «Αγία Λαύρα της Ηπείρου» δεν είναι υπερβολή.
Αλλά η ιστορία της μονής, κρύβει και μια πιο σύνθετη αλήθεια. Είκοσι χρόνια πριν, το 1800, ο Αλή Πασάς, ο «εχθρός», εγκατέστησε εδώ 170 οικογένειες Σουλιωτών. Η μονή, υπό την οθωμανική κυριαρχία, λειτούργησε ως σχολείο για τον νεαρό Μάρκο Μπότσαρη. Ένα σημείωμα με το χέρι του, χρονολογημένο 1803, φυλάσσεται ακόμα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Είκοσι χρόνια μετά, ο ίδιος ο Μπότσαρης θα χρησιμοποιούσε το ίδιο μοναστήρι ως επαναστατικό κέντρο. Η μονή είναι ένα χωνευτήρι των πολύπλοκων συμμαχιών που χαρακτήριζαν την προεπαναστατική Ελλάδα.
Όταν οι ουρανοί έγιναν κόκκινοι
Το πιο σκοτεινό κεφάλαιο του Βουργαρελίου γράφτηκε το 1943. Την άνοιξη εκείνη, ο Ναπολέων Ζέρβας εγκατέστησε το Γενικό Στρατηγείο του ΕΔΕΣ εδώ. Το χωριό ανακηρύχθηκε η «πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης ορεινής Ελλάδας». Η εκδίκηση ήρθε στις 5 Μαΐου. Γερμανικά βομβαρδιστικά, έριξαν πάνω από 400 βόμβες. Δεκατέσσερις νεκροί, περισσότεροι από 30 τραυματίες, οι περισσότεροι γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι. Τον Οκτώβριο, οι Γερμανοί επέστρεψαν και έκαψαν ό,τι είχε απομείνει. Στην πλατεία σήμερα, δίπλα στο Ηρώο Πεσόντων, στέκουν δύο από τις αυθεντικές βόμβες που δεν εξερράγησαν. Σιωπηλοί, αιώνιοι μάρτυρες του κόστους της ελευθερίας.
Η παιδική χαρά της φύσης
Το Βουργαρέλι σήμερα είναι πύλη εισόδου στο Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων. Ο Άραχθος, που ρέει κοντά, είναι ένας από τους κορυφαίους ποταμούς για ράφτινγκ στην Ελλάδα. Η κλασική διαδρομή από τη Γέφυρα Πολιτσάς στη Γέφυρα Πλάκας περνά από τον καταρράκτη της Κλίφκης, ένα υπόγειο ποτάμι που βγαίνει από τον βράχο και πέφτει ορμητικά στον Άραχθο. Για τους πιο τολμηρούς, η διαδρομή της Χαράδρας Αράχθου, με βαθμό δυσκολίας III-IV, περνά μέσα από τα στενά περάσματα των «Συμπληγάδων». Για τις οικογένειες, το μονοπάτι προς τα «Λουτρά του Καπετάνιου» μια ήπια πεζοπορία 45 λεπτών που καταλήγει σε φυσικές πισίνες ιδανικές για κολύμπι.
Το στοίχημα της επιστροφής
Η απογραφή του 2011 κατέγραψε μόλις 300 μόνιμους κατοίκους. Η ελληνική ύπαιθρος αδειάζει. Αλλά εδώ, κάποιοι επιλέγουν να επιστρέψουν. Ο Δημήτρης και η Μαρίνα παράτησαν χτισμένες δουλειές στην Αθήνα και επέστρεψαν στον τόπο τους με τα δύο παιδιά τους. Δημιούργησαν το Rouista Tzoumerka Resort, μαζί με τα αδέρφια της Μαρίνας, την Ελευθερία και τον Ανδρέα, ένα ξενοδοχείο χτισμένο από πέτρα και ξύλο που «παντρεύεται αρμονικά με το τοπίο», μακριά από πλαστικές πολυτέλειες.
Στην κουζίνα του, ο σεφ Κωνσταντίνος Κωτσιώρης δημιουργεί «γέφυρες ανάμεσα στις παραδόσεις». Η χορτόπιτα του, με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι όπως το έφτιαχναν οι γιαγιάδες, συνυπάρχει με ραβιόλια κόκορα και μαύρο ριζότο με καπνιστό χέλι Αμβρακικού. Η επιστροφή τους δεν είναι νοσταλγία. Είναι επιμέλεια της παράδοσης, να πάρεις τα ακατέργαστα, αυθεντικά υλικά του τόπου και να τα αναδείξεις με τρόπο που τα καθιστά ελκυστικά στον σύγχρονο ταξιδιώτη.
Η αυθεντικότητα ως προορισμός
Καθισμένος στην πλακόστρωτη πλατεία, κάτω από τα πλατάνια, ακούω τον αδιάκοπο ήχο του νερού από την Αρχόντω και την Κρυστάλλω. Στην άλλη άκρη, οι γερμανικές βόμβες στο Ηρώο υπενθυμίζουν το κόστος της ελευθερίας. Το Βουργαρέλι είναι ένα ζωντανό μουσείο ανθεκτικότητας. Η ησυχία που προσφέρει σήμερα κερδήθηκε με αίμα, το 1821 και το 1943. Το «στοίχημα της υπαίθρου» που παίζεται εδώ από ανθρώπους σαν τον Δημήτρη, τη Μαρίνα και τον Κωνσταντίνο δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι η σύγχρονη συνέχεια μιας μακράς ιστορίας ανθεκτικότητας, γραμμένη με τα εργαλεία του 21ου αιώνα: τη φιλοξενία, τη γεύση και τον απόλυτο σεβασμό στον τόπο. Και ίσως αν πιεις από το νερό από την Αρχόντω και την Κρυστάλλω, να μην μπορείς πια να φύγεις.
Διαβάστε ακόμα:
Το καφενείο του 1879 στα Τζουμέρκα: Ο θησαυροφύλακας των αναμνήσεων





