Η θάλασσα είχε κάπως άγριες διαθέσεις εκείνο το πρωινό, μα το καραβάκι “Tilos” έσκιζε τα κύματα με παροιμιώδη σταθερότητα, σαν να γνώριζε καλά τον προορισμό του. Σε δύο μόλις ώρες, η Ρόδος είχε μείνει πίσω και το μικρό λιμάνι της Φετίγιε μάς υποδεχόταν σαν μια τεράστια αγκαλιά. Ιστιοπλοϊκά λικνίζονταν απαλά στο νερό, ψαροκάικα δένονταν δίπλα τους και γύρω-γύρω μια πόλη απλή, καθαρή, σχεδόν ταπεινή μες στην αρμονία της.

27

Η πρώτη εικόνα της περιοχής δεν έχει υπερβολές, κραυγαλέα αξιοθέατα ή φανταχτερή τουριστική πρόσοψη. Αντίθετα, η Φετίγιε σε κερδίζει σιγά σιγά –με τα μίνιμαλ χρώματα, την χαμηλή δόμηση, τις βεράντες και τα μπαλκονάκια με την όμορφη θέα. Τον Ιούνιο, πολύ πριν κορυφωθεί η τουριστική σεζόν, έχεις την τύχη να τη γνωρίσεις όπως είναι στην ουσία της: φιλόξενη, απλή, βαθιά μεσογειακή.

Η περιήγηση ξεκινά με τα πόδια. Οι μυρωδιές του λιμανιού μπλέκονται με το ιώδιο της θάλασσας, τη βενζίνη των ψαροκάικων και τους ανθισμένους λεμονανθούς. Οι πρώτες κουβέντες στα καφενεία δεν αφορούν τιμές και παζάρια, αλλά καφέδες, παιδιά που επιστρέφουν από το σχολείο και το σημερινό φρέσκο ψάρι.

Η γαστρονομία: Θάλασσα και γη στο πιάτο

Στην ψαραγορά της Φετίγιε, η ζωή έχει ρυθμό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες, αστακοί (αυτοί με τις μακριές κεραίες), χταπόδια, καβούρια και κουτσομούρες απλώνονται σε πάγκους που μοιάζουν με σκηνή παραδοσιακού θεάτρου. Το σύστημα είναι απλό και μετρά έναν αιώνα ζωής: αγοράζεις ό,τι σου γυαλίσει από τον πάγκο, το δίνεις στο ταβερνάκι δίπλα και, λίγο αργότερα, κάθεσαι να το απολαύσεις ψητό, ραντισμένο με λεμόνι και λαδάκι και δίπλα ένα ποτήρι ρακί. Αυτή είναι η γαστρονομική ταυτότητα της Φετίγιε. Όχι «μοντέρνα». Αληθινή. Μια κουζίνα που δεν ακολουθεί μόδες. Μόνο τις εποχές.

Η σεφ Μαρία Εκμεκτσίογλου το λέει ξεκάθαρα: «Εδώ η παράδοση δεν είναι νοσταλγία. Είναι καθημερινότητα. Το φαγητό δεν εκμοντερνίστηκε. Άνθισε μέσα στην απλότητα». Αυτή είναι και η φιλοσοφία της στο εστιατόριό Mayica’s που διατηρεί στο μικρό νησί Σεβαλιέ, ανάμεσα σε γλάρους και πεύκα που γέρνουν προς τη θάλασσα. Εκεί, η μαγειρική γίνεται πράξη καθημερινής αγάπης.

Στα βουνά πάνω από την πόλη, στα μονοπάτια με τους κέδρους και τα πεύκα, φυτρώνουν μορχέλες – μανιτάρια μυστηριώδη, με μια σκεπή που θα ζήλευε και ο Λε Κορμπιζιέ. Στην ενδοχώρα, καλλιεργούνται ακόμα ρεβίθια όπως παλιά και μεταμορφώνονται σε ζεστά πιάτα ή γίνονται χλωρά σνακ, από αυτά που θυμίζουν παιδικά καλοκαίρια των ’80s.

Την Παρασκευή, η Φετίγιε σού αποκαλύπτει τον παλμό της μέσα από τη λαϊκή της αγορά –έναν πολύχρωμο και ήρεμο (θα περίμενε κανείς φωνές και τραγούδια. Λάθος) μικρόκοσμο που απλώνεται σε συγκεκριμένο σημείο της πόλης. Εκεί όπου ο πάγκος με τις λευκές φράουλες ακουμπά τον πάγκο με τα χλωρά σκόρδα, κι ένα κορίτσι καθαρίζει κουκιά δίπλα σε μια γιαγιά που πουλά σπιτικές πίτες.

Η μυρωδιά από ζεστό φύλλο και φρέσκο σπανάκι σε οδηγεί σε μια γωνιά όπου γυναίκες της περιοχής ετοιμάζουν πίτες επί τόπου: με τυρί, με κολοκύθι, με πατάτα ή με ένα μείγμα βοτάνων που μυρίζει βουνό και πρωινή δροσιά. Ο ατμός ανεβαίνει από τα τηγάνια, ενώ οι ντόπιοι σχηματίζουν ουρά.

Τα φρούτα και τα λαχανικά είναι σε οργασμό. Ντομάτες κατακόκκινες, αγγουράκια που βγήκαν μόλις απ’ τον κήπο, αγκινάρες με τα αγκάθια τους ακόμα νωπά. Κάθε πάγκος κι ένας μικρός μπαξές. Ο παραγωγός σε κοιτάζει στα μάτια – και σε ρωτάει πώς θα μαγειρέψεις το προϊόν, όχι μόνο αν θα το αγοράσεις. Η Μαρία διαλέγει κάτι περίεργες μακριές μελιτζάνες, αναρωτιέμαι πώς θα τις φτιάξει.

Η κουζίνα της Φετίγιε είναι εποχιακή και ανεπιτήδευτη. Γήινη. Είναι νοσταλγική και βαθιά νόστιμη.

Ο πολιτισμός: Σιωπηλά τοπία και εντυπωσιακά ερείπια

Λίγο έξω από το κέντρο της πόλης, στις πλαγιές που αγκαλιάζουν τη Φετίγιε, ξεπροβάλλουν οι αρχαίοι λυκιακοί τάφοι. Σκαλισμένοι απευθείας στο βράχο, σαν πρόσοψη μικρών ναών, μοιάζουν να ατενίζουν τον κόλπο με μια ησυχία αιώνων. Είναι εκεί, ακίνητοι φρουροί της ιστορίας, υπενθυμίζοντας πως κάποτε, εδώ, οι νεκροί θάβονταν σαν θεοί.

Μια μικρή διαδρομή με το αυτοκίνητο –όχι πάνω από 40 λεπτά, κι ας μην τα μετράς όταν το τοπίο είναι τόσο όμορφο– και επόμενη στάση στο Λεβίσι. Ή Καγιακόι, όπως λέγεται πια. Ένα χωριό-φάντασμα. Πέτρινα σπίτια δίχως σκεπή, παράθυρα που κοιτούν στο κενό, δρομάκια που αγκαλιάστηκαν από την άγρια φύση. Οι Έλληνες της Λυκίας άφησαν πίσω τους έναν οικισμό με εκκλησίες, σχολεία, εργαστήρια. Σήμερα, στέκει σαν μουσείο μνήμης. Στην Παναγία Πυργιώτισσα, ξεχωρίζεις ακόμη ίχνη από τοιχογραφίες και δάπεδα με ψηφιδωτά. Ο χρόνος εδώ κυλά αργά. Και σου θυμίζει όσα χάθηκαν, αλλά και όσα επιμένουν να στέκονται όρθια.

Το φεστιβάλ: Η γαστρονομία ως γέφυρα

Ο λόγος της επίσκεψής μας ήταν ένα φεστιβάλ. Μα όχι ένα ακόμη γαστρονομικό event. Ήταν μια γιορτή με ταυτότητα, όραμα και κοινή γλώσσα: το φαγητό. Το φεστιβάλ της Φετίγιε, που διοργανώνεται κάθε χρόνο, είναι η έμπνευση της Μαρίας Εκμεκτσίογλου – σεφ, αφηγήτρια, γεμάτη πάθος. «Όταν είμαι στα κόκκινα», μας λέει, «φτιάχνω πίτα. Το άνοιγμα του φύλλο με ηρεμεί».

Η ιστορία ξεκίνησε αυθόρμητα. Ένα γεύμα, μια ιδέα, ένα “γιατί όχι;” από τη σύζυγο του δημάρχου – και κάπως έτσι στήθηκε η πρώτη έκδοση του φεστιβάλ. Χωρίς κονδύλια, αλλά με πολλή πίστη. Σήμερα, στηρίζεται από πολυτελή ξενοδοχεία, τοπικά εστιατόρια και σεφ από Ελλάδα και Τουρκία που μαγειρεύουν πλάι-πλάι, συζητούν, γελούν, δοκιμάζουν, ανταλλάσσουν ιδέες.

Το φεστιβάλ της Φετίγιε δεν ήταν απλώς μια γιορτή της γεύσης, ήταν και μια πλατφόρμα διαλόγου. Σε ένα πάνελ γεμάτο φως και ειλικρίνεια, σεφ, παραγωγοί και δημοσιογράφοι αντάλλαξαν απόψεις για τη γαστρονομία ως γέφυρα, όχι μόνο πολιτισμών αλλά και ανθρώπων. Η Μαρία Εκμεκτσίογλου, με τη χαρακτηριστική της ζεστασιά και χιούμορ, μίλησε για τις μνήμες που ενώνουν τα δύο τραπέζια και τις συνταγές που λένε πάντα μια ιστορία.

Αν και ο άστατος καιρός μάς στέρησε κάποιες υπαίθριες δράσεις, οι γεύσεις και οι άνθρωποι ήταν εκεί. Και η αίσθηση; Ότι δεν ήσουν επισκέπτης, αλλά καλεσμένος. Όχι παρατηρητής, αλλά συμμέτοχος.

Επιστροφή με γεμάτη καρδιά

Η Φετίγιε δεν σε συγκλονίζει με φαντασμαγορία. Σε κατακτά με λεπτομέρειες. Με το χαμόγελο των ανθρώπων, με τη δροσιά στην αυλή της ταβέρνας, με τη μυρωδιά του ψητού ψαριού που απλώνεται το βράδυ στην πόλη. Και γι’ αυτό, θέλεις να ξαναγυρίσεις.

Όταν το καραβάκι ξεκινά για το ταξίδι της επιστροφής, κουβαλάς μαζί σου κάτι περισσότερο από φωτογραφίες: μια λαχταριστή πίτα από τα χέρια της Μαρίας, μια ιστορία με θέα το Καγιακόι, και τη βεβαιότητα πως γύρω από ένα τραπέζι όλοι είμαστε ίδιοι.

Διαβάστε ακόμα:

Πριγκιποννήσια, ο αρχοντικός προορισμός της Τουρκίας

Τουρκία: Tα «σπίτια με τα κουμπώματα» που χρησιμοποιούνται και ως boutique ξενώνες

Χρυσοβίτσι: Ο άγνωστος ορεινός προορισμός της Πελοποννήσου