Στον Άγιο Νικόλαο Ευρυτανίας, ένα οικογενειακό καφενείο που λειτουργεί από το 1930 αποδεικνύει ότι η επιβίωση δεν είναι πάντα θέμα προσαρμογής, μερικές φορές είναι θέμα επιμονής. Η διαδρομή από το Καρπενήσι είναι σύντομη, αλλά αρκετή για να αφήσεις πίσω τον θόρυβο. Φθάνοντας στο χωριό Άγιος Νικόλαος, η πλατεία ξυπνάει αργά κάτω από τη σκιά των βουνών. Μερικά μαγαζιά συνθέτουν το σκηνικό της επαρχιακής ζωής, όμως το βλέμμα τραβάει μια ξύλινη πόρτα που φαίνεται να κρύβει ιστορίες.

13

Μπαίνοντας μέσα, η ζεστασιά από την παλιά, μαντεμένια ξυλόσομπα σε τυλίγει, διώχνοντας την πρωινή υγρασία του Δεκεμβρίου. Γύρω της, τρεις γυναίκες συνομιλούν χαμηλόφωνα. Τα πρόσωπά τους φωτίζονται από τη φωτιά, σε ένα σκηνικό που θυμίζει πίνακα της Αναγέννησης ο οποίος έχει μεταφερθεί στην ελληνική ύπαιθρο.

Χρειάζονται μερικά δευτερόλεπτα για να προσαρμοστούν τα μάτια στο ημίφως. Χριστουγεννιάτικα στολίδια κρέμονται από τις σκοτεινιασμένες δοκούς, αστέρια, γιρλάντες, μικρά φωτάκια που αναβοσβήνουν απαλά. Οι τοίχοι είναι φορτωμένοι με κορνίζες: οικογενειακές φωτογραφίες από βαφτίσια, γάμους, πανηγύρια. Ο παππούς Πέτρος νέος, με μουστάκι. Η Αλίκη με την προίκα της. Η Δήμητρα μικρή, να παίζει στην πλατεία.

Δεν είσαι σε καφενείο. Είσαι στο σαλόνι του σπιτιού τους. Εδώ, ο χρόνος κινείται με τους δικούς του ρυθμούς. Οι τοίχοι φιλοξενούν όχι διακοσμητικά, αλλά εργαλεία και υφαντά που κάποτε ήταν καθημερινή ανάγκη και τη μνήμη τεσσάρων γενεών.

Η οικογενειακή ιστορία

«Ο παππούς Πέτρος το άνοιξε το 1930», λέει η κυρία Δήμητρα, η σημερινή ιδιοκτήτρια. Η φωνή της έχει τη σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει τις ρίζες του. Από τον παππού, το μαγαζί πέρασε στην κόρη του, την Αλίκη, μετά στη Δήμητρα και τώρα, η σκυτάλη παραδίδεται στην τέταρτη γενιά, την κόρη της, τη Βίκη. Της ζητάω να μου πει πώς ένα καφενείο επιβιώνει σχεδόν έναν αιώνα σε ένα χωριό της Ευρυτανίας. Η απάντηση είναι απλή: «Δεν το σκέφτηκα ποτέ ως δουλειά», λέει. «Είναι ο τόπος που μαζευόμαστε. Αν έκλεινε, πού θα πήγαιναν οι άνθρωποι;».

Τα εργαλεία του παππού

Καθώς απολαμβάνω τον ελληνικό καφέ, φτιαγμένο με υπομονή στο μπρίκι, με εκείνο το πλούσιο καϊμάκι που σπάνια βρίσκεις στις πόλεις, το βλέμμα περιπλανιέται στα εκθέματα. Ο παππούς Πέτρος δεν ήταν μόνο καφετζής, ήταν και τεχνίτης του ξύλου. Οι βαριές, ξύλινες πόρτες που μας υποδέχτηκαν είναι δικό του δημιούργημα, σκαλισμένες το 1950. Στους τοίχους, τα εργαλεία του: η πλάνη που λείαινε τις ατέλειες, η κόφτρα, και άλλα ξυλουργικά σύνεργα που ολοκλήρωσαν τον κύκλο της ζωής τους.

Η γιαγιά είναι εξίσου παρούσα. Υφαντά κρεμασμένα στους τοίχους, τορβάς, σακούλι, όλα φτιαγμένα στο χέρι, θυμίζουν την εποχή που τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Σε μια γωνιά, η Δήμητρα παίρνει το ταβλαπά στα χέρια της, ένα ξύλινο κύλινδρο. «Τον γεμίζαμε με φρέσκια κρέμα γάλακτος και χτυπούσαμε μέχρι να βγει το βούτυρο», εξηγεί. «Χρειαζόταν υπομονή. Και δύναμη». Το χτύπημα του ξύλου είχε έναν ρυθμό, μια μελωδία που σημάδευε τις πρωινές ώρες στα βουνά της Ευρυτανίας.

Φτάνει μεσημέρι

Παρόλο που είναι πρωινή ώρα, από την κουζίνα έρχονται μυρωδιές που υπόσχονται κάτι παραπάνω από καφέ. Η Δήμητρα κόβει σε ροδέλες το χωριάτικο λουκάνικο, φτιαγμένο από χοιρινό, ενώ χτυπάει φρέσκα αυγά για ομελέτα. Στο πλάι της, τα κεφτεδάκια περιμένουν να μπουν στο τηγάνι, μαζί με κομμάτια συκωτιού που θα συνοδεύσουν το πρώτο τσίπουρο της ημέρας. Εδώ δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ πρωινού και μεσημεριανού. Ο χρόνος του φαγητού καθορίζεται από την όρεξη, όχι από το ρολόι. Μεζέδες που ζητούν τη συνοδεία τσίπουρου και καλής παρέας.

Φεύγοντας από τον Άγιο Νικόλαο, το καφενείο της Δήμητρας παραμένει πίσω ως απόδειξη ότι η επιβίωση δεν είναι πάντα θέμα προσαρμογής. Μερικές φορές, είναι θέμα επιμονής. Τέσσερις γενιές το κατάλαβαν αυτό. Και το καφενείο συνεχίζει να ανοίγει κάθε πρωί, όχι παρά, αλλά εξαιτίας της πίστης του στις παλιές αξίες.

Διαβάστε ακόμα:

Ταξίδι στο Καρπενήσι, στην καρδιά της Ευρυτανίας

Απόδραση στο Mεγάλο Χωριό, έναν παράδεισο στην καρδιά της Ευρυτανίας

Αποστολή στην Ευρυτανία: Αυθεντικός τρόπος ζωής σε έναν μεγαλοπρεπή τόπο