Το νησί της επιβλητικής Πορτάρας και των εντυπωσιακών Κούρων, ο τόπος που συνδέεται με δύο μύθους του Βάκχου, η ευλογημένη γη που μάγεψε τον Νίκο Καζαντζάκη τόσο ώστε να τη χαρακτηρίσει «παράδεισο επί γης», γοητεύει με την πλούσια ιστορία της και τις αναπάντεχα διαφορετικές της όψεις. Στοιχεία που ξεδιπλώνονται γενναιόδωρα και αποκαλύπτονται μέσα από τα ετερόκλητα σκηνικά που χαρακτηρίζουν τη Νάξο και συνθέτουν το μοναδικό της προφίλ.
Στο μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, όπου κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα του, η ιστορία σε αγκαλιάζει. Μπορείς να την αγγίξεις, να νιώσεις τη μυστηριακή γοητεία που ασκούν οι ναοί και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η μυθολογία εξάπτει τη φαντασία με αφηγήσεις που συνδέονται με τα πιο αισιόδοξα συναισθήματα: τη γέννηση και τον έρωτα, και τα δύο άμεσα δεμένα με τον Διόνυσο. Ο θεός, αφού γεννήθηκε από τον μηρό του Δία και ανατράφηκε από τις νύμφες στο όρος Κόρωνος, στη Νάξο συνάντησε την Αριάδνη, εγκαταλειμμένη από τον Θησέα και κοιμισμένη στην ακτή. Την ερωτεύτηκε, την έκανε σύζυγό του και, σύμφωνα με την παράδοση, ένα βράδυ την οδήγησε στο όρος Δρίον. Όσο για τις φυσικές χάρες του νησιού, από τις ατέλειωτες, σχεδόν εξωτικές παραλίες με τα τιρκουάζ, διάφανα νερά, ως τις καταπράσινες κοιλάδες των κιτριών και τους ορεινούς όγκους με τα κοιτάσματα μαρμάρου, από τους χρυσαφένιους αμμόλοφους ως τα ασπρισμένα, δαιδαλώδη σοκάκια των γραφικών χωριών και τον λαβύρινθο του Ενετικού κάστρου, όλα συνθέτουν την εικόνα μιας Νάξου που δικαίως αποτελεί αγαπημένο προορισμό. Ένας τόπος που όλο και περισσότεροι ταξιδιώτες από κάθε γωνιά της γης όχι μόνο ανακαλύπτουν με ενθουσιασμό, αλλά και επιστρέφουν ξανά και ξανά.
Η Νάξος, με την παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή εκλεκτών τοπικών προϊόντων, εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική που υλοποιεί η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου για την ανάδειξη της πολιτιστικής και γαστρονομικής κληρονομιάς των νησιών. Μέσα από τη στήριξη φεστιβάλ, γαστρονομικών εκδηλώσεων και δράσεων που αναδεικνύουν τον αγροδιατροφικό πλούτο, αλλά και με παρεμβάσεις σε επίπεδο υποδομών, η Περιφέρεια συμβάλλει ώστε η ναξιώτικη γη να παραμένει ζωντανή, δημιουργική και ανοιχτή στον κόσμο. Έτσι, το κρασί, τα τυριά και όλα τα προϊόντα που χαρακτηρίζουν τη Νάξο αποκτούν θέση όχι μόνο στο τραπέζι των επισκεπτών, αλλά και στον σύγχρονο διάλογο για τον βιώσιμο τουρισμό και την τοπική ανάπτυξη.
Το terroir της ευλογημένης γης και μια αμπελουργική παράδοση που χάνεται στα βάθη της ιστορίας
Στη Νάξο της χαράς, της ευθυμίας, του κεφιού και της γιορτής, όπως ταιριάζει να χαρακτηρίζεται το νησί του Διονύσου, η γαστρονομία αποτελεί ξεχωριστό και συναρπαστικό κεφάλαιο, όχι μόνο για τις Κυκλάδες αλλά και για ολόκληρη την Ελλάδα. Η εύφορη γη, τόπος προικισμένος που παράγει σχεδόν τα πάντα, χάρισε για αιώνες αυτάρκεια στους κατοίκους της. Αυτός ήταν και ο λόγος που έμειναν κοντά στον τόπο τους και δεν αναζήτησαν διεξόδους σε νέες πατρίδες, ενώ η ανάπτυξη του τουρισμού ακολούθησε πιο πρόσφατα, ιδιαίτερα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Η φήμη της Νάξου είναι πλέον παγκόσμια χάρη στα πολυβραβευμένα τυροκομικά της. Το νησί έχει αναγνωριστεί για τα κορυφαία κρεατικά του, τις ξακουστές πατάτες, τα ιδιαίτερα αποστάγματα κίτρου, τις παραδοσιακές συνταγές και τις αυθεντικές ταβέρνες, όπου μαγείρισσες και ψήστες δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Ωστόσο, το κεφάλαιο της οινικής παραγωγής έμοιαζε μέχρι πρόσφατα να μην έχει αναπτυχθεί στον ίδιο βαθμό. Η αμπελουργική παράδοση, αν και σημαντική για τους κατοίκους, δεν εξελίχθηκε τόσο όσο η κτηνοτροφία και τα κρασιά της Νάξου δεν έγιναν τόσο διαδεδομένα και περιζήτητα όσο εκείνα άλλων νησιών των Κυκλάδων.
Ο θεός του οίνου προίκισε το νησί του με πλούσιους αμπελώνες και οι κάτοικοι της Νάξου λάτρεψαν και τίμησαν τον Διόνυσο, καλλιεργώντας το αμπέλι εδώ και αιώνες, από γενιά σε γενιά. Ιστορικά, οι ορεινοί Ναξιώτες, όσοι ζούσαν στην οροσειρά που διασχίζει το νησί από βορρά προς νότο με ψηλότερη κορυφή τον Ζα ή Δρίο, υπήρξαν εκτός από κτηνοτρόφοι και αμπελουργοί, αφού δύσκολα ευδοκιμούσε κάτι άλλο σε τέτοιο υψόμετρο. Ωστόσο, αμπελοκαλλιέργειες υπήρχαν σχεδόν σε κάθε γωνιά του νησιού. Από τις παράκτιες πλαγιές και τα ορμητικά ακρωτήρια μέχρι τα αμμώδη εδάφη κοντά στην παραλία της Πλάκας, αλλά και στις απότομες ορεινές πλαγιές με ανάγλυφο που σε ορισμένα σημεία φτάνει ή και ξεπερνά το 70%, το αμπέλι στη Νάξο καλλιεργείται αυτόρριζο. Η ιστορία πολλών αμπελώνων χάνεται στο βάθος των αιώνων, καθώς αρκετοί είναι τόσο παλιοί που κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει πότε ακριβώς φυτεύτηκαν.
Ο λαϊκός μύθος, όπως και οι πρεσβύτεροι του νησιού, μιλούν για αμπέλια ηλικίας άνω των 200 ετών. Απόλυτα χαρακτηριστική όμως είναι η έκφραση που έχει επικρατήσει: «η αμπελοκαλλιέργεια στη Νάξο είναι διαχρονικότερη της Πορτάρας». Μια φράση που αποτυπώνει την αξία των υπεραιωνόβιων αμπελιών, τα οποία αποτελούν ζωντανά μνημεία γηγενών -υπό εξαφάνιση και μη- κυκλαδίτικων ποικιλιών. Το εξαιρετικά δυναμικό και σπάνιο terroir του νησιού, ιδιαίτερα στη βορειοδυτική ορεινή Νάξο, συνδυάζει μοναδικά στοιχεία: τον ορυκτό πλούτο κάθε περιοχής και υψομέτρου (μάρμαρο, σμύριδα, σχιστόλιθους, γνευσίους σε εναλλασσόμενα στρώματα με όγκους γρανίτη), την εντυπωσιακή βιοποικιλότητα, το ήπιο μεσογειακό κλίμα, την πυκνή φύτευση των κλημάτων σε παραδοσιακά λαξευμένες αναβαθμίδες και τη διαμόρφωση των πρέμνων σε χαμηλόκορμα κυπελλοειδή σχήματα. Ακόμη και ο κυρίως χειρωνακτικός τρύγος προσθέτει στη σπάνια ταυτότητα των σταφυλιών, εκφράζοντας με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη διαφορετικότητα του οινικού χαρακτήρα της Νάξου. Η ανάδειξη αυτής της μοναδικότητας βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της φιλοσοφίας μιας νέας γενιάς οινοποιών, που προσεγγίζουν με σεβασμό την ιστορία και τη δύναμη της γης.
Από το Ασύρτικο στο Φωκιανό κι από το Μαυροτράγανο στη Μαντηλαριά
Αν σταθεί κανείς σε δύο βασικά χαρακτηριστικά της αμπελουργίας στη Νάξο, αυτά είναι αφενός η τεράστια δυναμική του αμπελώνα, αφετέρου το γεγονός ότι το ναξιώτικο κρασί δεν υπήρξε ποτέ μονοποικιλιακό. Αντίθετα, αυτό που χαρακτηρίζει τον τόπο είναι ότι σε κάθε αμπέλι φυτεύονταν τουλάχιστον 3-4 ποικιλίες, για λόγους βιοποριστικούς και οικιακής οικονομίας, ώστε οι οικογένειες να έχουν σταφύλια για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η παραδοσιακή οινοποίηση, όπως εφαρμοζόταν εμπειρικά σχεδόν σε κάθε σπίτι, έδινε πάντα υπερώριμα κρασιά, υψηλόβαθμα σε αλκοόλ, ταιριαστά με την πλούσια, ρουστίκ κουζίνα της Νάξου. Ήταν κρασιά χωρίς έντονες οξύτητες, με υπολειπόμενα σάκχαρα, τα οποία κάθε οικογένεια παλαίωνε και μάλιστα για πολλά χρόνια.
Η σύνδεση με το σήμερα έρχεται μέσα από τις αξιόλογες και επίπονες προσπάθειες της νεότερης γενιάς αμπελουργών, που στρέφονται στην οργανωμένη, σύγχρονη οινοποίηση, έχοντας πάντα ως οδηγό την παράδοση. Οι ποικιλίες που διαφυλάσσονται, αναβιώνουν και αναδεικνύονται είναι πολλές: το εμβληματικό Ασύρτικο, που στη Νάξο αποκτά μια πιο «γήινη» έκφραση του μοναδικού του αρωματικού χαρακτήρα, το Αηδάνι, η εκλεκτή Μονεμβασιά, το σπάνιο Ποταμίσι με τα φρουτώδη αρώματα, αλλά και η Κουντούρα (Σαββατιανό), που αποτελούν τις κύριες λευκές ποικιλίες του ναξιώτικου αμπελώνα. Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι ερυθρές ποικιλίες, που μοιράζονται ανάμεσα στο αρωματικό Φωκιανό, με μεγάλη παρουσία σε όλο το νησί, το πληθωρικό Μαυροτράγανο, την «ατίθαση» Μαντηλαριά, γνωστή και ως Παριανό ή Αμοργιανό, το σπάνιο Μαύρο Αηδάνι -ο λεγόμενος «Απειραθείτης οίνος»- και το Μαύρο Ποταμίσι, που δεν απαντάται πουθενά αλλού στις Κυκλάδες.
Κι αν οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί –50 από τις 300 ποικιλίες του ελληνικού αμπελώνα απαντώνται στις Κυκλάδες–, εξίσου αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη Νάξο έχουν εντοπιστεί άγνωστες ποικιλίες αμπέλων. Αυτές έχουν ήδη σταλεί για μελέτη σε γενετικά εργαστήρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και, αφού επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για «unknown varieties», ερευνώνται σήμερα από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο ακολουθεί το επίσημο πρωτόκολλο ταυτοποίησής τους.
Στις ποικιλίες αυτές συγκαταλέγονται το Μπαστάρδικο, το Άσπρο Σιρίκι, το Βουρλιώτικο, το Μαλουκάτο, το Αουστιανό, το Εγγαρίτικο, το Τσαούσι, το Ροζακό και το Τζέμερι. Κάποιες από αυτές έχουν διασωθεί κυριολεκτικά από μία μοναδική ρίζα, ενώ οι περισσότερες εντοπίστηκαν στην περιοχή του Φιλωτίου. Το παρελθόν του χωριού, όπως και οι ονομασίες που διασώζονται μέχρι σήμερα, αποκαλύπτουν ότι οι ποικιλίες αυτές ήρθαν από τη Μικρά Ασία μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα. Ήταν η περίοδος που μεγάλο ποσοστό των κατοίκων του Φιλωτίου είχε μετοικήσει στα απέναντι παράλια και, επιστρέφοντας στην πατρίδα, έφερε μαζί του τις ποικιλίες που είχε γνωρίσει στον νέο τόπο. Φυτεύοντάς τες γύρω από το Φιλώτι, δημιούργησαν ένα μοναδικό μωσαϊκό ποικιλιών, του οποίου η οινοποίηση πρόσφερε στο κρασί την πολυπλοκότητα που αναφέραμε παραπάνω.
Η απαρχή μιας νέας εποχής οινικής απόλαυσης
Την ίδια, αν όχι και μεγαλύτερη, αφοσίωση με τους αυτοδίδακτους αμπελουργούς παλαιότερων εποχών επιδεικνύει σήμερα μια νέα γενιά Ναξιωτών. Με συγκινητικό σεβασμό στην παράδοση και στον μόχθο όσων διατήρησαν τις αμπελοκαλλιέργειες στο πέρασμα του χρόνου, στοχεύουν στην εδραίωση της οινοποίησης στο νησί του Βάκχου και στη διαμόρφωση του δικού του οινικού προφίλ.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η έννοια της οργανωμένης παραγωγής κρασιού σε τοπικές εγκαταστάσεις οινοποίησης ήταν ουσιαστικά άγνωστη στη Νάξο. Σήμερα όμως οι προσπάθειες στρέφονται στη σύγχρονη, συστηματική οινοποίηση, με το ταξίδι της νέας οινικής εποχής να ξεκινά από το Κτήμα Terra Grazia. Εκεί, όχι μόνο επιχειρείται η επιστημονική αναβίωση παλιών ποικιλιών, αλλά λειτουργεί και το μοναδικό, προς το παρόν, οινοποιείο της Νάξου. Με διεθνώς βραβευμένα Ασύρτικα και Φωκιανά, μέσα σε έναν αληθινό «κήπο της Εδέμ» στο Κάτω Σαγκρί, στη σκιά του εντυπωσιακού οικογενειακού Ενετικού πύργου και πλάι στα ιδιόκτητα αμπέλια, το οινοποιείο μας καλεί να συνδεθούμε μέσα από το κρασί. Να γευτούμε με διαφορετικό τρόπο τα δώρα της ναξιώτικης γης, συμμετέχοντας στις εμπειρίες γευσιγνωσίας που διοργανώνει η αφοσιωμένη και οραματίστρια κ. Αγγελική Γρατσία.
Πολύ πιο ορεινά, τέσσερις νέοι άνθρωποι γεμάτοι πάθος και ενθουσιασμό μάς σύστησαν την πρώτη τους προσπάθεια οινοποίησης μόλις τον Μάιο. Είναι η πέμπτη γενιά αμπελουργών της οικογένειας Κορρέ -η Σοφία, ο Γιώργος, ο Μανώλης και ο Μάρκος-, οι οποίοι στη διαδικασία οινοποίησης των δύο εκλεκτών κρασιών τους συνεργάστηκαν με τους γνωστούς οινολόγους Πάνο και Σπύρο Ζουμπούλη. Παράλληλα οργανώνουν τη σταδιακή φύτευση δεκάδων νέων στρεμμάτων, πέραν του ιστορικού οικογενειακού κτήματος, και ετοιμάζουν το δικό τους σύγχρονο βιοκλιματικό αγροτουριστικό και πολιτιστικό θέρετρο. Στα σχέδιά τους περιλαμβάνονται επισκέψιμο boutique οινοποιείο και ειδικός χώρος για οινογνωσίες.
Στο μεταξύ, στο γραφικό Κτήμα Saint Anna Winery, κομμάτι κι αυτό της πανέμορφης ναξιώτικης γης, ο ενθουσιώδης γεωπόνος Μανώλης Πετράκης μοιράζεται από το 2016 τις γνώσεις του και τα ποιοτικά κρασιά του -μεταξύ των οποίων ο λιαστός λευκός και ερυθρός Kouros-, προσφέροντας ένα πλήρες οινικό ταξίδι που συνοδεύεται από παραδοσιακά βιολογικά προϊόντα του οικογενειακού κτήματος.
Οινικά -και όχι μόνο- διαμαντάκια μάς συστήνει και ο γεωπόνος Κωνσταντίνος Μακρυδημήτρης, στο Κτήμα Tranampelo στο Γλινάδο. Με σεβασμό και αμέριστο θαυμασμό για την οινική παρακαταθήκη που κληροδότησαν στη γενιά του οι αμπελουργοί της Νάξου, συνεχίζει τη διαδρομή με τη δική του δημιουργική υπογραφή.
Η οινογνωσία που ξεκινά από το αμπέλι και μας φέρνει από το παλιό πατητήρι και τον οργανικό κήπο σε ένα πλούσια στρωμένο τραπέζι, αποτελεί μια απολαυστική και εμβριθή μύηση στον κόσμο των «Τρανών Αμπελιών» -εξού και η ονομασία Tranampelo για τον αμπελώνα που η οικογένεια του Κωνσταντίνου αναβιώνει από το 2005. Όσο για τη μεγάλη οικογένεια αποσταγματοποιών της Νάξου με παράδοση 110 ετών στην ανάδειξη και απόσταξη του μοναδικού κίτρου, από το 1978 η οικογένεια Προμπονά έχει το δικό της μερίδιο στην οινική ιστορία του νησιού, αποτελώντας συνδετικό κρίκο του χθες με το σήμερα, με ετικέτες όπως η Αριάδνη, ο Βάκχος, η Sfinx και ο Apollon από εκλεκτά σταφύλια που συλλέγονται από κτήματα σε όλο το νησί.
Μονοποικιλιακοί και blend οίνοι, νέες σοδειές και φιάλες με δυναμικό παλαίωσης, σπάνιες γηγενείς ποικιλίες, φινετσάτα λευκά που προκαλούν έκπληξη με τα πολύπλοκα αρώματά τους, χαρισματικά, ξηρά κα ημίγλυκα ροζέ που φιλοδοξούν να γίνουν το νέο αγαπημένο μας απεριτίφ, βιολογικές καλλιέργειες, βιοδυναμικές πρακτικές, επένδυση σε νέες φυτεύσεις, σεβασμός στη γη και την κληρονομιά των παλαιότερων, όραμα, έμπνευση και επαγγελματισμός: όλα δείχνουν ότι η οινική ιστορία στο νησί του Διονύσου συνεχίζεται με τις λαμπρότερες προδιαγραφές.
Τα τοπικά προϊόντα της Νάξου
Η Νάξος είναι το μεγαλύτερο και πιο εύφορο νησί των Κυκλάδων και η παραγωγή τροφίμων της τής δίνει το πλεονέκτημα της αυτάρκειας. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε να προμηθεύει και τα γειτονικά νησιά, αλλά και την Αθήνα. Στον τόπο αυτό καλλιεργείται πληθώρα λαχανικών, κηπευτικών και φρούτων, αναπτύσσεται σοβαρή κτηνοτροφία, ακμάζει η τυροκομία, ενώ ο σημαντικός αλιευτικός στόλος εξασφαλίζει φρέσκα ψάρια.
Για πολλά χρόνια το νησί διατηρούσε ένα ήπιο τουριστικό προφίλ. Στις ταβέρνες μπορούσε κανείς να συναντήσει την απλή, μα πλήρη τοπική κουζίνα και να δοκιμάσει γεύσεις που σφράγιζαν τον χαρακτήρα του τόπου. Τα τελευταία χρόνια όμως η Νάξος γνώρισε άλμα τουριστικής ανάπτυξης, το οποίο ακολούθησε και η γαστρονομία της. Στα εστιατόρια και τις ταβέρνες, όπου παλαιότερα κυριαρχούσαν αποκλειστικά οι τοπικές συνταγές, σήμερα συναντάς πιο σύγχρονα πιάτα, πάντα όμως με βάση τα εξαιρετικά τοπικά προϊόντα που εμπνέουν και στηρίζουν ουσιαστικά αυτήν την εξέλιξη.
Από γαστρονομικής άποψης, όταν σκέφτεται κανείς τη Νάξο, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι τα τυροκομικά της προϊόντα. Πρώτη απ’ όλα η γραβιέρα Νάξου, που παράγεται κυρίως από αγελαδινό γάλα και έχει λεπτό άρωμα και ήπια γεύση, η οποία αποκτά ένταση με την παλαίωση -μπορεί να ωριμάσει μέχρι και 24 μήνες. Εξίσου ξεχωριστό είναι το αιγοπρόβειο τυρί Αρσενικό (ΠΟΠ), ένα θαυμάσιο κεφαλοτύρι με έντονη γεύση και χαρακτηριστική αλμυρότητα. Οι Ναξιώτες το αποκαλούν έτσι σε αντιδιαστολή με το «θηλυκό», δηλαδή το ανθότυρο ή «Θηλυκοτύρι», που ξεχωρίζει για τη μαλακή υφή και την ήπια γεύση του.
Το Αρσενικό είναι ίσως το πιο παλιό τυρί του νησιού και, μέχρι να φτάσει στο τραπέζι μας, μπορεί να έχει ωριμάσει έως και 16 μήνες. Ενδιαφέρον τυροκομικό προϊόν αποτελεί και το Λαδοτύρι, που ουσιαστικά είναι Αρσενικό βυθισμένο σε ελαιόλαδο για περίπου τρεις μήνες πριν καταναλωθεί. Το Κρασοτύρι, αντίστοιχα, είναι Αρσενικό που έχει ωριμάσει μέσα σε κρασί ή σε οινολάσπες. Ο Κομός είναι σκληρό λευκό αιγοπρόβειο τυρί, με ελαστική υφή, ιδανικό για σαγανάκι.
Από τις μυζήθρες, ξεχωρίζει η γλυκιά μυζήθρα, ο Ανθότυρος ή «Θηλυκοτύρι», η ξερή μυζήθρα, η καλοκαιρινή ξινομυζήθρα, αλλά και το τουλουμίσιο τυρί, στο οποίο κομμάτια Αρσενικού και μυζήθρας τοποθετούνται εναλλάξ μέσα σε τουλούμι και ωριμάζουν αποκτώντας μοναδικό χαρακτήρα.
Από τα γεωργικά προϊόντα, οι φημισμένες πατάτες Νάξου (ΠΟΠ) θεωρούνται οι πιο γνωστές στην Ελλάδα, χάρη στη γεύση και στην ποιότητά τους.
Η Νάξος, εκτός από τα γεωργικά και τυροκομικά προϊόντα που προσφέρει, έχει και σημαντική παρουσία στην κτηνοτροφία. Στο νησί εκτρέφονται πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες, αλλά και τα αγριοκάτσικα που οι ντόπιοι αποκαλούν «βαγιάρικα» στη ναξιώτικη ντοπιολαλιά. Το «ζαμπόνι» είναι ένα τοπικό αλλαντικό από χοιρινό κρέας, αρκετά σκληρό και αλατισμένο, μα εξαιρετικά νόστιμο. Σερβίρεται σε λεπτές φέτες, δεν πωλείται ακόμα συσκευασμένο, αλλά παρασκευάζεται σε λίγα εστιατόρια και σε σπίτια. Εξίσου ξεχωριστά είναι τα χοιρινά λουκάνικα, αρτυμένα με θρούμπι, ρίγανη και σκόρδο, που πωλούνται στα χασάπικα του νησιού και αξίζει να δοκιμάσει κανείς.
Το χωριό Απείρανθος είναι φημισμένο τόσο για την ομορφιά του όσο και για το εξαιρετικό φαγητό που προσφέρει. Χαρακτηριστικό έδεσμα είναι το ρόστο, κοκκινιστό χοιρινό με χοντρά μακαρόνια, καθώς και τα κοιλιαδάκια και τα γαλάντερα, που βασίζονται σε αρνίσια εντεράκια και συκωταριά. Άλλα τοπικά πιάτα είναι το κατσικάκι γεμιστό με «πάτουδα» (αρωματικά χόρτα, σέσκουλα και ρύζι), η γλυκάλμυρη σεφουκλωτή (πίτα με σέσκουλα, ρύζι και σταφίδες), η κολοκυθοπαστίτσα, μια τηγανητή πίτα χωρίς φύλλο με κόκκινη κολοκύθα και κρεμμύδια, καθώς και το σαλατούρι, σαλάτα με βραστό σαλάχι, κρεμμύδι και μαϊντανό. Ξεχωρίζει επίσης ο παστός μπακαλιάρος λεμονάτος με προβάτσες (άγριο χόρτο) και άλλα αρωματικά χόρτα, ενώ οι «μπουλέρια» -αυγά ποσέ σε νερό και φρέσκο βούτυρο- είναι μια χαρακτηριστική τοπική λιχουδιά. Η κακαβιά, οι πατάτες πενταράτες (πατάτες με τη φλούδα σε ροδέλες, τηγανισμένες μαζί με κρεμμύδια), οι ρεγγοτηγανίτες, τα παστά μπαρμπούνια και οι γούνες (λιόκαφτα σκουμπριά) συμπληρώνουν τον πλούτο της ναξιώτικης κουζίνας. Πιάτο ιδιαίτερα αγαπητό, που διεκδικεί τον τίτλο παραδοσιακού εδέσματος, είναι και ο «καλόγερος»: μοσχαράκι κοκκινιστό με μελιτζάνα, γραβιέρα και γιαούρτι.
Κλείνοντας ένα γεύμα, έρχεται το επιδόρπιο. Η Νάξος, πλήρης διατροφικά, προσφέρει και σε αυτόν τον τομέα ξεχωριστή ποικιλία. Εκτός από τα κλασικά κουλούρια, τη μουσταλευριά και τα σιροπιαστά, στη γαστρονομική παράδοση του νησιού βρίσκουμε το ρολό από ζύμη γεμιστό με μαρμελάδα. Εξίσου χαρακτηριστικά είναι τα αυγοκαλάμαρα, τηγανητά κομματάκια ζύμης αρωματισμένης με πορτοκάλι, τα «μαστιχάκια», μικρά γλυκά με φύλλο γεμιστό με αμύγδαλα και αρωματισμένα με ανθόνερο και μαστίχα, αλλά και τα αμυγδαλωτά, πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη. Την εικόνα συμπληρώνει η ατελείωτη ποικιλία από γλυκά του κουταλιού.
Όλα αυτά, και τόσα ακόμη, κλείνουν με τον πιο ταιριαστό τρόπο ένα γεύμα ή συνοδεύουν τον απογευματινό καφέ σε κάποιο καφενείο του νησιού, αφήνοντας τη δική τους γλυκιά σφραγίδα στη ναξιώτικη φιλοξενία.

Διαβάστε ακόμα:
Νάξος: Η ιστορία της θρυλικής ταβέρνας που τάιζε τους χίπις του νησιού και μετρά πια μισό αιώνα ζωής