Ο ήλιος πλησιάζει προς τη δύση. Οι χαρακτηριστικοί, πανέμορφοι αμμόλοφοι της παραλίας Πλάκα αποκτούν σιγά σιγά ένα βαθύ χρυσαφένιο χρώμα. Στον ουρανό πάλι, μια μαγική σύνθεση μπρούτζινων και μενεξεδί αποχρώσεων. Οι τόνοι στην υπέροχη παραλία της Νάξου έχουν πέσει. Η πλειοψηφία των λουόμενων έχει αποχωρίσει. Τη θέση τους παίρνουν εκείνοι που περπατούν χέρι-χέρι στο ηλιοβασίλεμα ή όσοι περιμένουν να το απαθανατίσουν στο κινητό και να φωτογραφηθούν με φόντο την ειδυλλιακή εικόνα της λαμπυρίζουσας, απέραντης ακρογιαλιάς.

20

Λίγο πιο πίσω, τα λαμπιόνια ανάβουν και τα λευκά, ξύλινα τραπεζοκαθίσματα της ταβέρνας «Νίκος Μαρία», της παλαιότερης στην Πλάκα, γεμίζουν γοργά. Νέα ζευγάρια, παρέες που αναζητούν το ανεπιτήδευτο και το ουσιαστικό, οικογένειες με παιδιά που ευχαριστιούνται λίγο ακόμη παιχνίδι στην άμμο. Μυρωδιές που από την κουζίνα φτάνουν ως πέρα από τον δρόμο στην ακροθαλασσιά και ανοίγουν περισσότερο την όρεξη, άφθονη λάμψη από το φεγγάρι, γενναιόδωρες μερίδες που καταφθάνουν στα τραπέζια, πόδια στην απαλή σαν πούδρα άμμο, ποτήρια που τσουγγρίζουν, το τραγούδι ενός κιθαρίστα που εμφανίζεται σχεδόν κάθε βράδυ: οι εικόνες μοιάζουν με καλομελετημένο σκηνικό, αλλά χωρίς αμφιβολία μεταδίδουν την αίσθηση του αυθεντικού, του μη προσποιητού, αυτού που όλοι ευχόμαστε να ζήσουμε στις διακοπές και που θέλουμε να κρατήσουμε σαν πολύτιμη ανάμνηση.

Πριν από 51 χρόνια, τότε που δεν ήταν όλα ειδυλλιακά

Μπορεί το σημερινό setting να αντικατοπτρίζει όντως μια από τις ρομαντικότερες εικόνες της Νάξου, τα πράγματα όμως ήταν πολύ διαφορετικά για το ξεκίνημα της ταβέρνας, μισό αιώνα πριν. Πίσω στο 1974, η Πλάκα δεν θύμιζε σε τίποτα την εκθαμβωτική μεν, αλλά και αρκετά οργανωμένη σε μεγάλο μέρος, σημερινή παραλία. Με φυσική προστασία από τους αμμόλοφους που διατρέχουν το 4 χιλιομέτρων μήκος της, ήταν το στέκι των απανταχού χίπις που έβρισκαν στη Νάξο το νησί των ονείρων τους και έστηναν όχι απλά σκηνές, αλλά καλύβες στην παραλία, ζώντας για εβδομάδες ολόκληρες το απόλυτο καλοκαίρι της ελευθερίας.

Και κάπου εδώ, έρχεται ο κ. Νίκος Μαργαρίτης για να ταυτιστεί χωρίς ούτε κι ο ίδιος να το περιμένει με μια ολόκληρη εποχή, να συνδεθεί με ανθρώπους με διαφορετικές κουλτούρες κι από κάθε γωνιά της γης, να αφήσει παρακαταθήκη στην επόμενη γενιά μία από τις πιο αξιόλογες ταβέρνες ενός νησιού που εκπροσωπεί ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η γαστρονομία των Κυκλάδων. Στο μοίρασμα της οικογενειακής περιουσίας, ο κ. Νίκος θεωρήθηκε ο «ριγμένος». Αντί για το εκλεκτό μερίδιο που τότε θεωρούνταν οι πατατοκαλλιέργειες, εκείνος απάντησε «δεν πειράζει, θα πάρω εγώ την άμμο», όταν του δόθηκε η έκταση μπροστά στην παραλία της Πλάκας, μαζί με λίγα ελαιόδεντρα στο πίσω μέρος.

Η υποτυπώδης επιχείρηση δεν άργησε να στηθεί: Μια μπουκάλα υγραέριο κι ένα μάτι για τα βασικά μαγειρέματα και μια γούρνα χτισμένη με τσιμεντόλιθο που έπαιζε το ρόλο ψυγείου ώστε να διατηρούνται παγωμένες οι μπύρες, που μεταξύ των μποέμ φίλων της παραλίας είχαν μεγάλη ζήτηση. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, έφτασε στην Πλάκα 3-4 χρόνια μετά, το ξεκίνημα κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν και η καθημερινότητα δεν ήταν ειδυλλιακή, κι όχι μόνο για πρακτικούς λόγους. Οι χίπις έπιναν πολύ, μεθούσαν και έμπλεκαν σε καυγάδες, συχνά δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν, απαιτώντας ωστόσο φαγητό και ποτό. «Υπήρχε φόβος» μας εξιστορεί ο σημερινός ιδιοκτήτης και γιος του κ. Νίκου, Μιχάλης Μαργαρίτης, καθώς θυμάται ιστορίες και περιστατικά με τα οποία μεγάλωσε. «Ο πατέρας μου δούλευε 24 ώρες στη μέση του πουθενά, τότε δεν υπήρχε σχεδόν ούτε δρόμος. Κοιμόταν στον χώρο της απλοϊκής ταβέρνας γιατί φοβόταν μην τον κλέψουν. Κρατούσε λογαριασμό στο τεφτέρι και στοίβαζε καρέκλες πίσω από την πόρτα για να μην του κάνουν έφοδο μεθυσμένοι τα βράδια».

Ο συνονόματος παππούς του Μιχάλη, ψαράς στο επάγγελμα, παρότι δεν ήθελε ο γιος του να ανοίξει ταβέρνα, τον βοηθούσε ανελλιπώς. Μάλιστα, καθώς η ταβέρνα του Νίκου έγινε σιγά σιγά ονομαστή για την ομελέτα με πατάτες, λαχανικά του μπαξέ και λάδι του κ. Νίκου, ο κ. Μιχάλης απέκτησε το παρατσούκλι «Ομελετάς». Σιγά σιγά μπήκαν στο μενού και τα μαγειρευτά, ειδικά από το 1979 που η όμορφη Μαρία έγινε σύζυγος του κ. Νίκου, με την ταβέρνα να καθιερώνεται πλέον με το όνομα και των δύο. Προστέθηκαν και δύο ενοικιαζόμενα δωμάτια το 1984 κι ένα χρόνο μετά, Αθηναίοι επιχειρηματίες πρότειναν στον κ. Νίκο να ανοίξουν από κοινού μια ντισκοτέκ. Κι έτσι εγένετο ο πρώτος χώρος διασκέδασης της Πλάκας, δεκαετίες πριν τα σημερινά all day beachside bars, με το cult όνομα Disco Dalton. Οι τέσσερις διάσημοι ήρωες μάλιστα δεν ήταν η μόνη αναφορά σε κόμικς, αφού οι θαμώνες της ταβέρνας εξέφραζαν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες ζωγραφίζοντας σε έναν τοίχο τη γιγάντια μορφή του Οβελίξ που τους θύμιζε τον επιβλητικό κ. Νίκο.

Το στέκι άνθισε ως τη δεκαετία του ’90. Ήταν η εποχή που η Πλάκα άρχισε να ανεβαίνει σε δημοτικότητα, με αποτέλεσμα η μεν ταβέρνα να μεταφερθεί λίγο πιο δίπλα, στον σημερινό της διευρυμένο χώρο, η δε ντισκοτέκ να δώσει τη θέση της σε ακόμη περισσότερα studios, τα οποία σήμερα, πλήρως ανακαινισμένα και με κάθε σύγχρονη άνεση, λειτουργούν ως ιδιαίτερα καλαίσθητα διαμερίσματα και σουίτες, ιδανικά για όσους η διαμονή κυριολεκτικά μπροστά σε μια σχεδόν εξωτική παραλία, ενσαρκώνει το καλοκαιρινό ιδεώδες.

Αν κάτι όμως παραμένει απαράλλαχτο από την εποχή εκείνη, είναι το παράξενο παρατσούκλι του κ. Νίκου, «Ο χαρανάς». Ο Μιχάλης το φέρει με τη σειρά του περήφανα, και με συγκίνηση μας εξηγεί ότι μεταφέρεται από γενιά σε γενιά αλλά και τη σημασία του: Ο παππούς του είχε στην ιδιοκτησία του μια τράτα κι ένα χαράνι -μια μεγάλη κατσαρόλα. Ο ένας γιος κληρονόμησε την τράτα κι έγινε «τρατάρης» κι ο άλλος «χαρανάς», με τις δύο εκφράσεις να χρησιμοποιούνται απαράλλαχτες στην αξιώτικη ντοπιολαλιά ως τις μέρες μας. Όσο για το τι βγαίνει από τις κατσαρόλες ή μάλλον από την κουζίνα του σημερινού «χαρανά», πρόκειται για πιάτα απλά, αυθεντικά, προσεγμένα και νοστιμότατα, που τιμούν τη θέση της Νάξου στην κορυφή της κυκλαδίτικης γαστρονομίας αλλά και την οικογενειακή παράδοση για σπιτικό φαγητό και παραδοσιακές γεύσεις.

Από το δύσκολο χθες, στο ειδυλλιακό σήμερα

Με τον Μιχάλη να αναλαμβάνει την ταβέρνα το 2014 και τη δυναμική σύζυγό του Κυριακή Αντωνίου να επιμελείται με γούστο κάθε λεπτομέρεια, τα τραπέζια του εστιατορίου «Νίκος Μαρία» είναι πλέον τόσο περιζήτητα, που το καλοκαίρι χρειάζεται προκράτηση για την top εμπειρία στην Πλάκα: βραδινό γεύμα την ώρα που δύει ο ήλιος, βάφοντας χρυσαφένια την απέραντη παραλία. Τα τραπεζάκια, όπως και τα πόδια των θαμώνων, πατούν απευθείας πάνω στην παχιά αμμουδιά, το φεγγάρι αντανακλάται στα διάφανα νερά, οι διακριτικές σειρές από λαμπιόνια προσθέτουν ανεπιτήδευτο ρομαντισμό και τα καλομαγειρεμένα πιάτα αποδεικνύουν ότι ο πήχης ανεβαίνει κάθε χρόνο και περισσότερο.

Κι ενώ τα τραπέζια είχαν κατέβει στην παραλία από το 2010, τιμώντας κατά κάποιο τρόπο το ξεκίνημα της ταβέρνας και τη σύνδεσή της με τους χίπις της Πλάκας, παραμένει ο σκιερός χώρος που σαν περίκλειστη αυλή προσφέρεται για ένα λουκούλλειο μεσημεριανό γεύμα και μια ιδανική ανάπαυλα από το κολύμπι, την ηλιοθεραπεία, το παιχνίδι στην αμμουδιά και τα watersports της φημισμένης παραλίας.

Το μενού τιμά την εντοπιότητα και κυρίως τη σπουδαία κτηνοτροφική παράδοση της Νάξου: εδώ θα γευτείτε εξαιρετικό καλόγερο, ένα από τα εμβληματικά αξιώτικα πιάτα με μοσχάρι, μελιτζάνες και ντόπια τυριά κυρίως της Ένωσης, καταπληκτικό μπιφτέκι με χαρακτηριστικό στοιχείο λίγη ψιλοκομμένη ντομάτα στον κιμά, μερακλίδικο χοιρινό λουκάνικο που φτιάχνεται από το τοπικό κρεοπωλείο με το οποίο συνεργάζονται, μελωμένα μαγειρευτά κατσαρόλας -με ή χωρίς κρέας-, ντόπιο πάντα, το οποίο προμηθεύονται σταθερά από το χωριό Γλινάδο, και πλάι τους ψωμί προζυμένιο που φτιάχνεται στο νησί κατά αποκλειστική παραγγελία, για να μη χορταίνετε να βουτάτε σε πλούσιες σάλτσες και νόστιμα ζουμάκια, αλλά και τζατζίκι σπιτικό, πραγματικό best seller ανάμεσα στα ορεκτικά. Το ίδιο και οι signature, γεμάτοι φρέσκα αρώματα κολοκυθοκεφτέδες, σε μια πιο ελαφριά παραλλαγή της αυθεντικής συνταγής του κ. Νίκου.

Όσο κι αν απολαμβάνουμε πάντως τις γενναιόδωρες μερίδες καλοψημένων κρεατικών, το σκηνικό προδιαθέτει για θαλασσινές γεύσεις, σαν αυτές στο σπαγγέτι του Ποσειδώνα, όπου γαρίδες, μύδια και καλαμάρι δένουν με μια σάλτσα από φρέσκιες ντομάτες αρωματισμένη με ούζο και σε κάνουν να μην αφήσεις ίχνος ζυμαρικού στο πιάτο σου, αλλά και το μαλακό, σωστά ψημένο χταπόδι που συνοδεύεται από ψητά λαχανικά.

Ανάμεσα σε ένα Spritz με το οποίο πολλά ζευγάρια ξεκινούν τη βραδιά τους εδώ, ή σε ένα μπουκάλι κρασιού που θα μοιραστεί με χαρά μια παρέα, μεταξύ ορεκτικών και κυρίως πιάτων, ενδιάμεσα στις ματιές που ρίχνεις στον ήλιο που βυθίζεται και το φεγγάρι που λαμποκοπά, έρχεται αργά ή γρήγορα η διαπίστωση ότι εδώ το απλό κι ανεπιτήδευτο δεν είναι τάση και στρατηγική marketing, είναι στη φύση του σεμνού ζεύγους ιδιοκτητών, είναι ουσία και συνέχεια της ιστορίας, κι αυτό εκπέμπεται και σε κερδίζει. Κι όσοι έρχονται για το σκηνικό του δείπνου στο ηλιοβασίλεμα, ξανάρχονται όχι μόνο για τις απολαυστικές γεύσεις, αλλά και για την εμπειρία μιας καλοκαιρινής νύχτας που μοιάζει να μην την έχει αγγίξει ο χρόνος, για την αίσθηση επιστροφής στα ουσιώδη και τα αυθεντικά. Ακριβώς αυτό που αναζητούσαν οι χίπις της Πλάκας μισό αιώνα πριν. 

Διαβάστε ακόμα:

Νάξος: 7 στάσεις για φαγητό και 1 μπαρ

H άλλη Νάξος: Μια διαδρομή μέσα από γραφικούς οικισμούς

Η ανεξερεύνητη βόρεια Νάξος: Οι κορυφαίες εμπειρίες