Υπάρχουν ταξίδια που σε φέρνουν κοντά με τον τόπο πριν καν τον γνωρίσεις. Μέσα από τα πρόσωπα, τις γεύσεις και τις μικρές του στιγμές. Το Taste & Drive της Avis μάς οδηγεί στο Λεωνίδιο, στην καρδιά της Τσακωνιάς: έναν τόπο με καρδιά που πάλλεται ανάμεσα στην αυθεντικότητα της γης και στη μακραίωνη ιστορία του, σαν ρωγμή του χρόνου απ’ όπου ανασαίνει ο βράχος και η θάλασσα.

39

Μετρώ τις στροφές μία μία καθώς πλησιάζουμε και, στην τελευταία, ανοίγεται μπροστά μας ο, κατά τον Παυσανία, «Κήπος του Διονύσου». Κι είναι πράγματι ένας κήπος: ολάνθιστος, εύφορος, γεμάτος ζωή. Ανάμεσα στα πέτρινα σπίτια και τις πορτοκαλιές, ακούγεται ακόμη η ντοπιολαλιά: «Γρούσσα νάμου είνι τα Τσακώνικα. Ρωτήετε να νιούμ’ αλήωι». -«Η γλώσσα μας είναι τα Τσακώνικα. Ρωτήστε να σας πουν».

Ένα Taste & Drive διαφορετικό: ένα ταξίδι που θα σας οδηγήσει στην ψυχή του τόπου και τις αυθεντικές γεύσεις του. Στην καρδιά της Τσακωνιάς μας φέρνει ως σταθερός πια συνοδοιπόρος μας η Avis. Πριν από κάθε ταξίδι, υπάρχει μια μικρή διαδικασία που, για μένα, θυμίζει πια ιεροτελεστία. Μπαίνω στο www.avis.gr, συμπληρώνω τα στοιχεία ενοικίασης και ολοκληρώνω την κράτηση. Στον σταθμό, η Avis για ακόμη μια φορά έδειξε ότι καταλαβαίνει τι σημαίνει σωστή υποστήριξη ενός ταξιδιού: η διαδικασία παραλαβής απλή και χωρίς περιττές καθυστερήσεις -αφήνοντάς μας ελεύθερους να αφουγκραστούμε τον τόπο.

Δείτε το VIDEO

×
play button
PLAY FULL VIDEO

Με το κομψό μας SUV, το βλέμμα είναι στραμμένο στον δρόμο. Η ψηλή θέση οδήγησης ανοίγει μπροστά μας τους δρόμους σαν να ξεδιπλώνει τον χάρτη της διαδρομής μας, χαραγμένο με ιστορίες: το ευρύχωρο εσωτερικό, η μεγάλη οθόνη αφής, η αβίαστη συνδεσιμότητα με CarPlay ή Android Auto, η ήρεμη σταθερότητά του στις στροφές, επιτυγχάνουν να μας χαρίζουν το πολύτιμο συστατικό της σύνθεσης των ωραίων ταξιδιών: την αίσθηση ελευθερίας. Φθάνοντας στο Λεωνίδιο, η πρώτη εικόνα που αντικρίζουμε είναι οι αναρριχητές στον Κόκκινο Βράχο. «Επέστρεψαν!», σκέφτομαι, «όπως κάθε φθινόπωρο, είναι και πάλι εδώ». Μικρές φιγούρες πάνω στο πετρώδες, σχεδόν θεατρικό τοπίο. Είναι η πιο ταιριαστή υποδοχή σε τούτο τον τόπο που κινείται με βήμα σταθερό και ανασαίνει έντονα.

Ένα γρήγορο πέρασμα με το αυτοκίνητο από τον κεντρικό δρόμο του Λεωνιδίου, παρατηρώντας, σαν πρώτο καλωσόρισμα, την καθημερινότητα των ανθρώπων και του τόπου που θα είναι το σπίτι μας για τις επόμενες δύο ημέρες. Ο αέρας μυρίζει ψωμί από φούρνους που ξυπνούν νωρίς, καφέ που σερβίρεται σε αυλές και λαχανικά φρεσκοκομμένα από τον κάμπο. Ακολουθούμε τη ροή του δρόμου και ξεκινάμε προς τα παραθαλάσσια χωριά που, στη σκέψη μου, αποτελούν φυσική συνέχεια του Λεωνιδίου. Ξέρω πολύ καλά ότι η επίσκεψη εδώ συνδυάζεται πάντα με τουλάχιστον δύο στάσεις για φαγητό -κάθε χωριό και μια γεύση, κάθε τραπέζι και μια ιστορία. (Αλλά θα τα δούμε σιγά σιγά αυτά, όσο ξετυλίγεται ο μίτος της ιστορίας μας.) Με το Citroën C3 Aircross ακολουθούμε δρόμους που γλιστρούν ανάμεσα σε θάλασσα και βράχο, αποδεικνύοντας τη σταθερότητα και την άνεσή του. Φτάνοντας στα Πούλιθρα, η ατμόσφαιρα αλλάζει: γίνεται ανάλαφρη, θαλασσινή, με ήχους από κύματα που σκάνε ήρεμα πάνω στα βότσαλα και μυρωδιές από ψάρι που ψήνεται στα κάρβουνα.

Στο εστιατόριο «Μυρτώον»

Στο εστιατόριο «Μυρτώον» το τραπέζι στρώνεται με πιάτα που έχουν την απλότητα και τη δύναμη της μεσογειακής κουζίνας. Εμείς επιλέξαμε και προτείνουμε: σαλάτα Μυρτώον (signature πρόταση του εστιατορίου), μελιτζάνα τσακώνα με φέτα στον φούρνο (άλλωστε είμαστε στον τόπο της τσακώνικης μελιτζάνας), ταραμοσαλάτα αφράτη και δροσερή, καλαμαράκια τηγανητά -η ψυχή του ελληνικού καλοκαιριού- και χταπόδι στα κάρβουνα. Το ιδιαίτερο με το «Μυρτώον» είναι η μεγάλη ποικιλία σε μπύρες, τοπικές, ελληνικές, αλλά και διεθνείς για να διαλέξεις και ταιριάξεις με τις προτιμήσεις σου και το φαγητό. Πλάι στη θάλασσα, σιωπούμε για λίγο, καθώς απολαμβάνουμε μία δροσερή μπύρα και αυθεντικές ελληνικές γεύσεις. Η ώρα περνά και τα πιάτα αδειάζουν. Έτσι, βρισκόμαστε και πάλι καθ’ οδόν προς το Λεωνίδιο.

Το απόγευμα περνά στην αυλή της κυρίας Βαγγελιώς, της πλέον έμπειρης και εξαίρετης υφάντρας του Λεωνιδίου, 80 σχεδόν ετών, η οποία κάθεται κάθε μέρα στον αργαλειό, με τα χέρια της να χορεύουν τον χορό των Τσακώνικων υφαντών. Ανοίγει την εξώπορτα της αυλής της και μας υποδέχεται με ένα πλατύ χαμόγελο. Μας προσφέρει καφεδάκι ελληνικό και ξεκινάμε τις ιστορίες. Με περίσσια χαρά και εμφανή την αγάπη για την τέχνη της υφαντικής ξεκινά να μας δείχνει όλα τα «έργα» της, ταγάρια, πορτιέρες (χαλιά διάδρομοι), κιλίμια, και να μας εξηγεί τα διαφορετικά σχέδια της Τσακώνικης υφαντικής. «Για προίκα για τα κορίτσια δίνανε τουλάχιστον 5 πορτιέρες και οπωσδήποτε ένα μεγάλο χαλί. Εγώ τα θυμάμαι. Τα είχα προλάβει», μας λέει η κυρία Βαγγελιώ. «Λοιπόν, αύριο το πρωί, θα ‘ρθείτε να σας πάω να δείτε ένα πολύ ιδιαίτερο κατάστημα που έκανε εμπόριο με υφάσματα και είχε και κομμάτια για προίκα». «Έκλεισε!», της λέω. Και αφού δώσαμε τα χέρια και ραντεβού για το επόμενο πρωί, χαιρετηθήκαμε.

Το αυτοκίνητο στάθμευσε, λίγο πιο πέρα, σε κεντρικό σημείο του Λεωνιδίου, το πορτ-μπαγκάζ άνοιξε και μέσα βρήκαμε όχι μόνο τις αποσκευές μας αλλά και το αίσθημα της περιπλάνησης. Ήρθε η ώρα για check-in! Η διαμονή στο Αρχοντικό Χατζηπαναγιώτη υπόσχεται να προσφέρει στους επισκέπτες του την ισορροπία ανάμεσα στην άνεση του σήμερα και στην ιστορία της Τσακωνιάς. Το πέτρινο κτίριο με τα ξύλινα δοκάρια, την παραδοσιακή βοτσαλωτή αυλή και την πανοραμική θέα στην καρδιά του χωριού θα είναι το δικό μας «σπίτι μακριά από το σπίτι». Η Σοφία και η ομάδα της, άλλωστε, δουλεύουν σκληρά για να το επιτύχουν αυτό. Μία μικρή ανάσα και το σούρουπο αποζητά τη δική του βόλτα.

Στο Ψητοπωλείο «ο Τάκας»

Αν βρεθείς ποτέ στο Λεωνίδιο και αναζητάς καλό σουβλάκι, τότε η επιλογή είναι μονόδρομος. Θα επισκεφθείς το Ψητοπωλείο «ο Τάκας», όπου ο Τάκης θα σε περιποιηθεί. Ένα γρήγορο σουβλάκι απ’ όλα και πάμε για το σωστό σβήσιμο της ημέρας. Τα χιλιόμετρα πολλά (αλλά με την καλή παρέα του Citroën C3 Aircross και της Avis), οι εικόνες και οι εμπειρίες αρκετές για μία ημέρα και προετοιμασία για την επομένη, που προβλέπεται ακόμη πιο γεμάτη, σε ένα σημείο –σήμα κατατεθέν της νυχτερινής (και όχι μόνο!) ζωής του Λεωνιδίου: στο μπαρ «Κασσέτα» (Kasseta the bar). Πιάνουμε τραπεζάκι στον πεζόδρομο και απολαμβάνουμε κουβέντα και περατζάδα, εξασκώντας την αγαπημένη μου τέχνη της παρατήρησης των περαστικών.

Οι πρωινές αχτίδες του ήλιου κλεφτά περνούν απ’ το παράθυρο του δωματίου μου. Χουχουλιασμένη στα φρεσκομυρωδάτα παπλώματα απολαμβάνω τα πρώτα δέκα λεπτά που μόλις έχω ξυπνήσει και αφουγκράζομαι τους πρωινούς ήχους του Λεωνιδίου και του Αρχοντικού. Το πρωινό στο Αρχοντικό είναι ένας μικρός ύμνος στην αυθεντικότητα και την παράδοση: ντόπια κουλουράκια με πορτοκάλι, εδέσματα κάθε λογής, χειροποίητες μαρμελάδες, φρέσκα φρούτα, μοσχομυρωδάτος καφές απ’ τα χεράκια της κυρίας Σοφίας. Με γεμάτο στομάχι και ακόμα πιο γεμάτοι ενέργεια για την δεύτερη μέρα μας στο Λεωνίδιο ανηφορίζουμε τον κεντρικό δρόμο για να συναντήσουμε ξανά την κυρία Βαγγελιώ. Το ραντεβού μας ήταν μπροστά από την κεντρική πόρτα ενός κτιρίου που σε κάθε μου επίσκεψη στο Λεωνίδιο ελπίζω κάποια μέρα να καταφέρω να την διαβώ. Σήμερα, χάρη στην κυρία Βαγγελιώ έφτασε αυτή η μέρα!

Το κτίριο που αναφέρω είναι το πιο παλιό κατάστημα στην Ελλάδα! Ναι, καλά διαβάσατε. Το πιο παλιό. Και περιδιαβαίνοντάς το, πάνω από την πόρτα κρέμεται καδραρισμένη η άδεια επιτηδεύματος για τη λειτουργία του, από το Βασίλειον της Ελλάδος, εν έτει 1874, υπογεγραμμένη από τον Έφορο και τον Δημόσιο Εισπράκτωρ. Αρχικά, το κατάστημα λειτουργούμε με το επώνυμο Ρούσαλη, και πολλές γενιές και χρόνια αργότερα, μέχρι και την παύση λειτουργίας του, το λειτουργούσαν ο κος Κανάκης με τη σύζυγό του, την κα. Καλλιόπη, η οποία σήμερα μας υποδέχεται στον χώρο τους. Το μαγαζί, κλειστό αρκετά χρόνια πια, σε μεταφέρει σε μίαν άλλη εποχή: εμπορεύματα ακόμα κρεμασμένα και ευλαβικά τοποθετημένα στα τριγύρω ράφια, υφάσματα κάθε λογής, και φυσικά υφαντά. Η κα. Καλλιόπη ξεκινά με βαθιά συγκίνηση να μας εξιστορεί γεγονότα που έλαβαν χώρα στο μαγαζί, ιστορίες για τους ανθρώπους που πέρασαν από εδώ και για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις παλιές, τις πιο «αυθεντικές και αθώες».

Επόμενη στάση: το λευκοσιδηρουργείο του κ. Χρήστου, λίγα μέτρα παρακάτω. Ο κ. Χρήστος, άνω των 80 ετών πια, με την ποδιά του και χέρια δουλεμένα χρόνια πολλά, μας υποδέχεται και όπως λέει «Κάθε μέρα εδώ θα με βρεις. Ό,τι βλέπεις εδώ γύρω, εγώ το έφτιαξα». «Παλιά, είχαμε ένα γαϊδούρι. Το φορτώναμε, και ξεκινούσαμε από εδώ στις 12:00 τα μεσάνυχτα για να πάμε στον Κοσμά να πουλήσουμε το εμπόρευμα. 8 ώρες περπάτημα. 8:00 το πρωί ήμασταν εκεί! Έχετε πάει στον Κοσμά;». Η μυρωδιά του σιδήρου, η ηχώ των εργαλείων, η φωνή του μεστός χρόνος. Στέκουμε μπροστά στο σπίτι της Ελένης Μάνου, εκπαιδευτικού και συγγραφέα, υπέρμαχος της Τσακώνικης παράδοσης και διαλέκτου, και μία γυναίκα που πολύ θαυμάζω για το έργο της. Την Ελένη την γνώρισα πρώτη φορά πριν τρία χρόνια, όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στο Λεωνίδιο. Της ζήτησα να μας ανοίξει την κουζίνα της και να φτιάξουμε παρέα μια παραδοσιακή τσακώνικη συνταγή. Με μεγάλη χαρά δέχτηκε και έτσι βρισκόμαστε μπροστά από τον πάγκο της κουζίνας της να ανοίγουμε φύλλο. Τί φτιάχνουμε; Μία ιδιαίτερη τσακώνικη συνταγή που έρχεται απ’ τα παλιά: μία πίτα με σπανάκι, ρύζι και χταπόδι για γέμιση. Η κουζίνα γεμίζει μυρωδιές θάλασσας και φρέσκων μυρωδικών. Η πίτα είναι έτοιμη για ψήσιμο και καθώς το ταψί γλιστρά στον φούρνο, η Ελένη μοιράζεται μαζί μας μια ευχή που έλεγαν οι παλιότερες νοικοκυρές της Τσακωνιάς κατά τη διάρκεια ψησίματος πιτών: «Κυρά να μπεις, κυρά να βγεις, λεβέντες να σε φάνε!».

Για εσένα που ενδιαφέρεσαι να δοκιμάσεις την πίτα, παρακάτω θα βρεις την συνταγή. Με ένα ταπεράκι φρεσκοψημένης πίτας στα χέρια, ξεκινάμε την περιήγησή μας σε δύο ιστορικά κτίρια του Λεωνιδίου: τον Πύργο Τσικαλιώτη, δείγμα της ακμής του 19ου αιώνα και σύμβολο της τοπικής αρχιτεκτονικής, και το Αρχοντικό Τσούχλου, με τη μνημειακή του παρουσία, και στέγη σήμερα του «Αρχείου Τσακωνιάς», η δράση του οποίου στοχεύει στη διάσωση της ιστορικής, γλωσσολογικής και εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς της Τσακωνιάς και της έκθεσης Τσακώνικων Υφαντικών, ενώ φιλοξενεί μαθήματα τσακώνικης γλώσσας και υφαντικής.

Το μεσημέρι, το αυτοκίνητό μας παίρνει ξανά τον δρόμο: ανηφορίζουμε τους ελικοειδείς δρόμους προς τη Βασκίνα, σκαρφαλώνοντας στα 800 μέτρα. Η διαδρομή περνά μέσα από την άγρια αγκαλιά του Κόκκινου Βράχου. Το αυτοκίνητο γλιστρά σταθερά και άνετα. Ο ήχος του κινητήρα σχεδόν χάνεται μέσα στα πεύκα και τα βράχια.

Στην ταβέρνα «Κοκότας»

Προορισμός: Βασκίνα. Το χωριό κουβαλά ίχνη ζωής από τη Μυκηναϊκή εποχή, θολωτούς τάφους και αρχαία κεραμική. Εκεί μας περιμένουν η κυρία Μεταξία και η Μαρία στην Ταβέρνα «Κοκότας». Οι δυο τους μας ξεναγούν πρώτα στην κουζίνα τους: εκεί όπου μαζί με την κυρία Μεταξία θα φτιάξουμε το περίφημο ντόπιο κατσικίσιο τυρί της Βασκίνας. Το γάλα μπαίνει στη φωτιά και η πυτιά ετοιμάζεται. Έως ότου να ξεκινήσει η διαδικασία πήξης του γάλακτος, ετοιμάζεται και γεμίζει το μεσημεριανό τραπέζι. Ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι στήνεται μπροστά μας.

Έχουμε εμπιστευτεί πλήρως τη Μαρία και παρατηρούμε το τραπέζι να γεμίζει με κάθε λογής καλούδια. Ξεχωρίζω με διαφορά: την καλύτερη ομελέτα που έχω φάει ποτέ μου με το ντόπιο κατσικίσιο τυρί της Βασκίνας -είναι πραγματικά μπουκιά και συχώριο. Επίσης, αγαπημένο μου πιάτο είναι ο γλυκός τραχανάς με κολοκύθα, πορτοκάλι και μελιτζάνα. Το επιδόρπιο στην κουζίνα της Ταβέρνα «Κοκότας» έχει άλλη διάσταση: μία πιατέλα γεμάτη με χειροποίητο παγωτό σε ποίκιλλες γεύσεις (περγαμόντο, σταφύλι, μελιτζανάκι, τριαντάφυλλο απ’ τον κήπο, κανταΐφι με πάστα φιστικιού και σοκολάτα). Το σφηνάκι με λικέρ φράουλας και ούζο έρχεται στο τέλος σαν σημείωση σε ποίημα.

Στο μεταξύ, το τυρί μας έχει πήξει και μπαίνει στην τσαντίλα για να στραγγίσει. Τώρα, πρέπει να επιστρέψουμε το ερχόμενο διάστημα για να δοκιμάσουμε το τυρί που φτιάξαμε! Ο δρόμος της επιστροφής μάς βρίσκει σιωπηλούς, όχι από κόπωση, αλλά από πληρότητα. Το Citroën C3 Aircross κυλά απαλά στις στροφές, σαν να έχει μάθει κι αυτό την ανάσα αυτού του τόπου. Η Avis στέκεται διακριτικά στο παρασκήνιο της εμπειρίας -παρούσα εκεί που πρέπει, αφήνοντάς μας να γράψουμε τη δική μας ιστορία.

Το Λεωνίδιο σίγουρα δεν μας αποχαιρετά: μας επιτρέπει όμως να φύγουμε, με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε, παίρνοντας μαζί μας τη γεύση της τσακώνικης μελιτζάνας, το άρωμα της θάλασσας και τη μελωδία μιας διαλέκτου που αντιστέκεται στον χρόνο. Μας ψιθυρίζει «Ούρα κά, άι α πορεία ντι. -Ώρα καλή, λάδι ο δρόμος σου». Κι εμείς, με το βλέμμα στον δρόμο και το φως να χάνετε πίσω απ’ τα βουνά του Πάρνωνα, ξέρουμε ότι θα γυρίσουμε. Για τις γεύσεις. Για τις φωνές. Για την Τσακωνιά. Για τους ανθρώπους της. Εάν ονειρεύεστε το δικό σας ταξίδι, η Avis σας περιμένει με επιλογές που ταιριάζουν απόλυτα στο στιλ και στις ανάγκες σας.

Μικρός τοπικός οδηγός

Ποιοτικές πρώτες ύλες και δημιουργική κουζίνα, στο Kalye Cuisine (2757 023032).

Γευστικοί συνδυασμοί και μοναδική must πίτσα με τσακώνικη μελιτζάνα στο Εστιατόριο-Πιτσαρία «Εν Λεωνιδίω» (leonidio.gr, 2757 022068).

Παραδοσιακές αυθεντικές γεύσεις (με εξαιρετικά σαΐτια) στο Εστιατόριο «Μητρόπολη» (2757 029115).

Εξαιρετικές επιλογές από το πρωί μέχρι το βράδυ, από πρωινό καφέ και brunch, έως βραδινή διασκέδαση, ποτά και κοκτέιλ, στο Μπαρ «Κασσέτα» (Kasseta the bar) (2757 022165).

Για εξαιρετικής ποιότητας κρέατα και το καλύτερο σουβλάκι στο Λεωνίδιο στο Ψητοπωλείο «Ο Τάκας» (2757 022701).

Γεύσεις θάλασσας στο Εστιατόριο «Μυρτώον» στα Πούλιθρα (myrtoon.gr, 2757 051339).

Αυθεντικές παραδοσιακές γεύσεις στην Ταβέρνα «Κοκότας» στην Βασκίνα (2757 031287).

Συνταγή για Σπανακόπιτα νηστίσιμη

Σπανάκι, 5 κρεμμυδάκια φρέσκα, μαϊντανό, άνηθο, ένα πράσο
Ανάλογα την εποχή μπορούμε να βάλουμε διάφορα, σέσκουλα, πουράτζινα, κοκκινογουλόφυλλα, μυρώνια κ.ά.
Μια κούπα του τσαγιού ρύζι Καρολίνα
Αλάτι πιπέρι
Ελαιόλαδο

Για το φύλλο

4 φλιτζάνια αλεύρι κίτρινο σκληρό
1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι
2 κουτάλια της σούπας ξύδι ή λεμόνι χυμό
νερό όσο χρειαστεί

Εκτέλεση

Ζυμώνουμε το ζυμάρι μας και το αφήνουμε σκεπασμένο με μια καθαρή πετσέτα μέχρι να φτιάξουμε τη γέμιση.

Πλένουμε όλα τα λαχανικά μας και τα στραγγίζουμε καλά. Ψιλοκόβουμε όλα τα λαχανικά και τα βάζουμε σε λεκάνη. Προσθέτουμε το αλάτι, πιπέρι, λαδάκι και τρίβουμε με τα χέρια μας ώσπου να μαραθούν. Ρίχνουμε το ρυζάκι μας. Η γέμισή μας είναι έτοιμη.

Ανοίγουμε τα φύλλα με τον πλάστη, λαδώνουμε ένα ταψάκι στρογγυλό τετράγωνο ότι έχουμε, τοποθετούμε το πρώτο φύλλο, ρίχνουμε τη γέμιση, στρώνουμε καλά, και τοποθετούμε το άλλο φύλλο επάνω. Μαζεύουμε το φύλλο μας και το ζαρώνουμε. Κλείνουμε τις άκρες φτιάχνοντας ένα στεφανάκι γύρω γύρω. Λαδώνουμε καλά, χαράζουμε την πίτα μας και βάζουμε στο φούρνο στους 200-220 βαθμούς Κελσίου για 35-40 λεπτά.

Τα λαχανικά μας μπορούμε να τα πλύνουμε πολύ πριν ξεκινήσουμε την διαδικασία της ετοιμασίας της πίτας ώστε να έχουν στραγγίσει από τα πολλά νερά.

Καλή Όρεξη!

Creative Director: Χρήστος Τζούτης

Κείμενο: Σόφη Μουτάφη

Φωτογραφία/Βίντεο: Γιώργος Δόσης 

Διαβάστε ακόμα:

Ένα απολαυστικό road trip στη Λιβαδειά, τους Δελφούς και το Χρισσό

Στυμφαλία: Όταν το τοπίο αφηγείται και σε προσκαλεί

Γυφτόκαμπος-Από το Κεντρικό στο Ανατολικό Ζαγόρι: Η εμπειρία μιας οδικής περιήγησης