H Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες με έντονα εποχικό τουριστικό μοντέλο, καλείται να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της, ώστε να ανταποκριθεί στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ήδη, αρκετά ευρωπαϊκά κράτη έχουν προχωρήσει στην εφαρμογή πολιτικών διαφοροποίησης του τουριστικού προϊόντος, με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τη μείωση της εξάρτησης από τη θερινή περίοδο.
Κεντρικός άξονας αυτών των πολιτικών αποτελεί η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού, οι οποίες διευρύνουν τη χρονική κατανομή της τουριστικής δραστηριότητας και περιορίζουν την έντονη εποχικότητα. Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου μπορεί να οδηγήσει σε θετική -έστω ήπια- επίδραση στα μακροοικονομικά μεγέθη, λειτουργώντας ως ελάχιστη συνθήκη για τη διατήρηση του υφιστάμενου επιπέδου δραστηριότητας του τομέα τουρισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, μορφές όπως ο πολιτιστικός τουρισμός, ο οικοτουρισμός, ο αθλητικός τουρισμός, οι σύντομες αστικές αποδράσεις (city break) και ο επαγγελματικός/συνεδριακός τουρισμός μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τη βασική τουριστική ροή και να ενισχύσουν τη γεωγραφική και χρονική διαφοροποίηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Στις επόμενες ενότητες παρουσιάζονται χαρακτηριστικές μορφές τουρισμού, στις οποίες η Ελλάδα διαθέτει σημαντικές προϋποθέσεις αξιοποίησης και εν δυνάμει συγκριτικό πλεονέκτημα, τόσο λόγω των φυσικών και πολιτισμικών της πόρων όσο και της γεωγραφικής της θέσης. Η αξιολόγηση αυτών των μορφών είναι κρίσιμη για τη στοχευμένη ενίσχυση της διαφοροποίησης του τουριστικού προϊόντος και την υποστήριξη της στρατηγικής μετάβασης σε ένα πιο ανθεκτικό και βιώσιμο τουριστικό μοντέλo. Τα σχετικά συμπεράσματα και η ανάλυση ανά μορφή τουρισμού προκύπτουν από τη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανιών Ερευνών με τίτλο: Οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον ελληνικό τουρισμό και σενάρια προσαρμογής.
Η ελληνική υπεροχή στον πολιτιστικό τουρισμό
Ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι ο μεγάλος πλούτος πολιτισμικής κληρονομιάς που διαθέτει, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την κλασική αρχαιότητα, αλλά και στη λαϊκή παράδοση.
Στην ελληνική επικράτεια βρίσκονται 18 μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς και πάνω από 900 επίσημα αναγνωρισμένοι παραδοσιακοί οικισμοί. Το βασικό πλεονέκτημα του πολιτιστικού τουρισμού είναι ότι μπορεί να αναπτυχθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, εξαιρουμένων των θερμότερων θερινών μηνών, κατά τους οποίους οι υψηλές θερμοκρασίες δυσχεραίνουν την επίσκεψη σε υπαίθριους αρχαιολογικούς και πολιτιστικούς χώρους. Η προβλεπόμενη βελτίωση των καιρικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης ενισχύει περαιτέρω την ελκυστικότητα αυτής της μορφής τουρισμού, καθιστώντας την πιο προσιτή, ευχάριστη και βιώσιμη για ένα ευρύτερο φάσμα επισκεπτών. Επιπλέον, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες μορφές τουρισμού, όπως σύντομες αποδράσεις (city break) ή με τον συνεδριακό τουρισμό ενισχύοντας τη συνολική τουριστική εμπειρία και την τοπική οικονομική δραστηριότητα.
Για να αποδώσει ο πολιτιστικός τουρισμός τα αναμενόμενα αποτελέσματα και να συμβάλει ουσιαστικά στη διεύρυνση της τουριστικής περιόδου και τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα, απαιτείται να πληρούνται ορισμένες κρίσιμες προϋποθέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να προκύψουν νέες πιέσεις στις πόλεις και τα φυσικά οικοσυστήματα ή να υπονομευθεί η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος.
Αρχικά, η αναμενόμενη αύξηση των επισκεπτών απαιτεί την αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών, καθώς και την ανάπτυξη σύγχρονων εγκαταστάσεων φιλοξενίας και εξυπηρέτησης επισκεπτών. Η τεκμηριωμένη αποτύπωση των επενδυτικών αναγκών και η προσέλκυση στοχευμένων πόρων αποτελούν βασική προϋπόθεση. Ωστόσο, η διεύρυνση της τουριστικής δραστηριότητας ενδέχεται να αυξήσει σημαντικά το λειτουργικό κόστος των πολιτιστικών χώρων, γεγονός που καθιστά αναγκαία την εξέταση διαθέσιμων μηχανισμών χρηματοδότησης και μακροχρόνιας συντήρησης. Δεύτερον, απαιτείται η διαμόρφωση ολοκληρωμένων σχεδίων διαχείρισης επισκεπτών, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υπερτουρισμού, τα οποία θα μπορούσαν να αλλοιώσουν την ταυτότητα και την αυθεντικότητα των πολιτιστικών χώρων. Τρίτον, η κλιματική αλλαγή συνιστά αυξανόμενη απειλή για μνημεία εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες, καθώς και για ευπαθείς συλλογές σε μουσεία. Τα έντονα φαινόμενα -σε συνδυασμό με ανεπαρκείς μηχανισμούς προστασίας- μπορεί να οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμες απώλειες πολιτιστικής αξίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει στρατηγικές κατευθύνσεις για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς έναντι της κλιματικής αλλαγής.
Οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξη του Οικοτουρισμού
Πέραν του πολιτιστικού της αποθέματος, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό φυσικό πλούτο, ο οποίος απορρέει από το ιδιαίτερα ποικιλόμορφο γεωγραφικό της ανάγλυφο. Ορεινοί όγκοι, δασικές εκτάσεις, κοιλάδες, ποτάμια, εκτεταμένες ακτογραμμές και νησιωτικά συμπλέγματα συνθέτουν ένα φυσικό περιβάλλον με υψηλή αισθητική και οικολογική αξία. Η βιοποικιλότητα της χώρας είναι επίσης ιδιαίτερα πλούσια, καθώς καταγράφονται πάνω από 50.000 είδη πανίδας και χλωρίδας.
Κομβικό ρόλο στην προστασία αυτού του φυσικού κεφαλαίου διαδραματίζει το δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, στο οποίο εντάσσονται περίπου 446 περιοχές, καλύπτοντας το 17% της χερσαίας και το 19% της θαλάσσιας επικράτειας. Οι περιοχές αυτές αποτελούν σημαντικό δυνητικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη οικοτουριστικών δραστηριοτήτων χαμηλής περιβαλλοντικής όχλησης, συμβάλλοντας τόσο στη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος όσο και στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας.
Η σημασία των περιοχών Natura ενισχύεται περαιτέρω από τη στρατηγική ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal), γεγονός που εξασφαλίζει θεσμική προτεραιότητα σε χρηματοδοτήσεις, επιδοτήσεις και επενδυτικά προγράμματα. Παράλληλα, παρέχεται πρόσβαση σε εξειδικευμένα ευρωπαϊκά εργαλεία, όπως το LIFE και το Interreg, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για την προώθηση βιώσιμων τουριστικών πρωτοβουλιών σε προστατευόμενες περιοχές. Όπως και ο πολιτιστικός τουρισμός, ο οικοτουρισμός μπορεί να συμβάλει στη μείωση της εποχικότητας, προσελκύοντας επισκέπτες υψηλής περιβαλλοντικής ευαισθησίας και ενισχύοντας τη ζήτηση εκτός της θερινής αιχμής. Ιδιαίτερα οι περιοχές που γειτνιάζουν με προστατευόμενες τοποθεσίες προσφέρονται για τουριστικές δραστηριότητες χαμηλής περιβαλλοντικής όχλησης, όπως η αναρρίχηση, η ποδηλασία βουνού, η παρακολούθηση πτηνών ή ο θαλάσσιος οικοτουρισμός.
Επιπλέον, πολλές από αυτές τις περιοχές φιλοξενούν παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες, ταυτόσημες συχνά με τους αναγνωρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς. Αυτό δημιουργεί τη δυνατότητα συνδυασμένων παρεμβάσεων οικοτουρισμού και αγροτουρισμού, με ενσωματωμένα πολιτιστικά στοιχεία, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα και την τοπική οικονομική διάχυση του τουριστικού προϊόντος.
Ο οικοτουρισμός προσφέρει πολλαπλά οφέλη, τα οποία υπερβαίνουν τη στενή έννοια της τουριστικής ανάπτυξης. Μπορεί να ενισχύσει τη βιωσιμότητα των τοπικών κοινωνιών, στηρίζοντας την παραμονή του πληθυσμού σε μη αστικές περιοχές και μειώνοντας την πληθυσμιακή πίεση στα μεγάλα αστικά κέντρα. Παράλληλα, δημιουργεί πρόσθετα έσοδα σε τοπικό επίπεδο, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για την εφαρμογή βελτιωμένων πρακτικών διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος, ενισχύοντας την προστασία της βιοποικιλότητας και την ανθεκτικότητα των οικοσυστημάτων.
Για να αποδώσει ο οικοτουρισμός το πλήρες φάσμα των δυνατοτήτων του, απαιτείται ολοκληρωμένος στρατηγικός σχεδιασμός και στοχευμένες επενδύσεις σε υποδομές και υπηρεσίες. Κεντρικής σημασίας είναι ο καθορισμός ορίων φέρουσας ικανότητας και η κατάρτιση διαχειριστικών σχεδίων που εξασφαλίζουν την ισορροπία μεταξύ τουριστικής ανάπτυξης και προστασίας της βιοποικιλότητας. Η ενεργή συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, των εμπλεκόμενων φορέων και της επενδυτικής κοινότητας αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή των παρεμβάσεων αυτών.
Παράλληλα, απαιτούνται παρεμβάσεις που ενισχύουν τη βιωσιμότητα και μειώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του τουρισμού, όπως η προώθηση ήπιων δραστηριοτήτων (π.χ. πεζοπορία, παρατήρηση φύσης), η δημιουργία οικολογικών καταλυμάτων, η βελτίωση της προσβασιμότητας μέσω βιώσιμων μέσων μεταφοράς και η κατάλληλη σήμανση και ενημέρωση των επισκεπτών για τους κανόνες προστασίας των περιοχών Natura.
Εξάλλου, η ενσωμάτωση του οικοτουρισμού σε ένα ευρύτερο πλέγμα εναλλακτικών μορφών τουρισμού –όπως ο αγροτουρισμός, ο γαστρονομικός και ο πολιτιστικός τουρισμός– μπορεί να ενισχύσει τη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος και να αναδείξει τη σύνδεση μεταξύ φυσικού περιβάλλοντος, τοπικής παραγωγής και πολιτιστικής ταυτότητας.
Ωστόσο, ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού στην Ελλάδα είναι η συρρίκνωση της κοινωνικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας σε πολλές αγροτικές και ημιαστικές περιοχές, οι οποίες εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τον θερινό τουρισμό. Η εποχικότητα αυτή οδηγεί σε αδυναμία διατήρησης σταθερών δομών υποστήριξης (όπως επιχειρήσεις φιλοξενίας, εστίασης, τοπικής παραγωγής) καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, περιορίζοντας τις δυνατότητες ανάπτυξης ενός σταθερού και διαφοροποιημένου τουριστικού προϊόντος. Η ενίσχυση του οικοτουρισμού μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός για την επαναδραστηριοποίηση/αναβίωση αυτών των περιοχών, ενισχύοντας τη βιώσιμη επιχειρηματικότητα και δημιουργώντας όρους παραμονής του πληθυσμού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Η παροχή πρόσθετων φορολογικών και χρηματοδοτικών κινήτρων για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας σε περιοχές με αγροτουριστικό δυναμικό μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς την ανάπτυξη του οικοτουρισμού. Σε αυτά συγκαταλέγονται προγράμματα επιδοτήσεων/επιχορηγήσεων, καθώς και φορολογικά κίνητρα όπως μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές ή απαλλαγές για βιώσιμες τουριστικές επενδύσεις. Επιπλέον, ο χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί να διαδραματίσει συμπληρωματικό ρόλο, μέσω χαμηλότοκων δανείων για την ανάπτυξη οικοτουριστικών καταλυμάτων και υποδομών μικρής κλίμακας και περιορισμένης περιβαλλοντικής όχλησης.
Καθοριστικής σημασίας για την επιτυχή ανάπτυξη του οικοτουρισμού είναι η ενίσχυση της απασχόλησης στις τοπικές κοινωνίες. Τα συναφή μέτρα θα πρέπει να επικεντρωθούν στην εκπαίδευση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του τοπικού εργατικού δυναμικού, μέσω προγραμμάτων κατάρτισης σε αντικείμενα όπως η περιβαλλοντική ερμηνεία, η ξενάγηση σε προστατευόμενες περιοχές και η παροχή ποιοτικών τουριστικών υπηρεσιών. Παράλληλα, η χορήγηση στοχευμένων κινήτρων -όπως φοροελαφρύνσεις, επιδοτήσεις ή επιδόματα απασχόλησης- μπορεί να ενισχύσει τη συγκράτηση και την ενεργοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού στην περιφέρεια. Οι πολιτικές αυτές μπορούν να υποστηριχθούν μέσα από υφιστάμενα εθνικά και ευρωπαϊκά Εργαλεία καθώς και μέσω του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης σε περιοχές υπό μετάβαση (όπως η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη), όπου ο οικοτουρισμός μπορεί να αποτελέσει αναπτυξιακή διέξοδο.
Η ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στον σχεδιασμό και τη διαχείριση των τουριστικών παρεμβάσεων αποτελεί βασική προϋπόθεση κοινωνικής αποδοχής και βιωσιμότητας. Επιπλέον, ο συνδυασμός οικοτουρισμού και αγροτουρισμού, με την προώθηση τοπικών και βιώσιμων προϊόντων, μπορεί να ενισχύσει την τοπική παραγωγή, να διαφοροποιήσει την οικονομική βάση και να δημιουργήσει νέες, σταθερές θέσεις εργασίας.
Η δυναμική του αθλητικού τουρισμού
Ο αθλητικός τουρισμός αναφέρεται σε ταξιδιωτικές δραστηριότητες που συνδέονται με τον αθλητισμό, είτε μέσω της ενεργούς συμμετοχής σε αθλητικά γεγονότα είτε μέσω της παρακολούθησής τους ως θεατές. Πρόκειται για έναν ταχέως αναπτυσσόμενο κλάδο του τουρισμού, με εκτιμώμενη αύξηση της παγκόσμιας αγοράς κατά 17,5% την περίοδο 2023-2027. Η δυναμική αυτή σχετίζεται με την αυξανόμενη ζήτηση για θεματικές εμπειρίες, την ενίσχυση του υγιεινού τρόπου ζωής και τη διεθνή προβολή σημαντικών αθλητικών διοργανώσεων.
Ο αθλητικός τουρισμός, σε αντίθεση με τον πολιτιστικό τουρισμό και τον οικοτουρισμό, είναι γενικά πιο ευαίσθητος στις μεταβολές κλιματικών συνθηκών, ιδίως σε αθλήματα που εξαρτώνται από συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες (π.χ. σκι, θαλάσσια σπορ). Αντιθέτως, ορισμένα αθλήματα –όπως το τρέξιμο, οι ορεινές δραστηριότητες και το γκολφ– δύνανται να ευνοηθούν από ηπιότερες καιρικές συνθήκες. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, δεδομένου ότι, αναμένονται ευνοϊκότερες κλιματικές συνθήκες κατά το φθινόπωρο, τον χειμώνα και την άνοιξη. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάπτυξη του αθλητικού τουρισμού σε συγκεκριμένες περιόδους του έτους συνιστά ουσιαστική ευκαιρία για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της χρονικής διαφοροποίησης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει και ο πιθανός συνδυασμός του αθλητικού τουρισμού με άλλες μορφές (π.χ. οικοτουρισμός, γαστρονομικός και πολιτιστικός τουρισμός κλπ.), δεδομένης της μικρής σχετικά χρονικής διάρκειας των αθλητικών δραστηριοτήτων.
Μία αξιοσημείωτη περίπτωση είναι αυτή του γκολφ. Πρόκειται για ένα άθλημα μέτριας έντασης, για το οποίο αποτελούν ιδανικές εποχές η άνοιξη και το φθινόπωρο. Αφενός, προσελκύει τουρίστες υψηλότερου εισοδήματος και αυξημένης δαπάνης και αφετέρου, συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος, καθώς προάγει την προστασία της βιοποικιλότητας, την προστασία του εδάφους από διάβρωση και την ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, στην Ελλάδα ασχολούνται 3,5 χιλ. άτομα με το γκολφ, σε 8 γήπεδα διεθνών προδιαγραφών, ενώ το άθλημα συμβάλλει δημιουργώντας 111,4 εκατ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ, εκ των οποίων τα 22 εκατ. ευρώ αντιπροσωπεύουν την ετήσια επίδραση από τη λειτουργία και την ετήσια επενδυτική δαπάνη των γηπέδων γκολφ. Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, συντηρεί περίπου 4,3 χιλ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Ενδεικτικό της δυναμικής του γκολφ ως μορφή θεματικού τουρισμού είναι το γεγονός ότι η συνολική του συμβολή στο ΑΕΠ της ΕΕ εκτιμάται άνω των 4,5 δισ. ευρώ, υποστηρίζοντας περίπου 115 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Επιπλέον, η συγκεκριμένη δραστηριότητα προσελκύει σημαντικές επενδύσεις σε τουριστικά και παρακείμενα ακίνητα.
Στην ΕΕ27, οι επενδύσεις σε ακίνητα γκολφ υπερβαίνουν τα 4,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος καταγράφεται στην Ισπανία. Μαζί με τουριστικές δραστηριότητες όπως ο ναυταθλητικός, ο ορεινός και ο δρομικός τουρισμός, το γκολφ αποτελεί ένα από τα παραδείγματα επενδύσεων σε εξειδικευμένες τουριστικές δραστηριότητες που αποφέρουν οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη, παράλληλα με την επέκταση της τουριστικής περιόδου.
Η ανάπτυξη του City break
Ο όρος «city break» αναφέρεται στη βραχυχρόνια διαμονή σε πόλεις για αναψυχή, πολιτιστικές εμπειρίες και αγορές, χωρίς διανυκτέρευση σε οποιονδήποτε άλλον προορισμό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα διαδεδομένη μορφή αστικού τουρισμού. Το 2023, σχεδόν οι μισοί τουριστικοί προορισμοί Ευρωπαίων πολιτών (48,8%) αφορούσαν σύντομες αποδράσεις σε αστικά κέντρα, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία και το εύρος αυτής της μορφής τουριστικής δραστηριότητας. Την ίδια χρονιά, το Βερολίνο και η Μαδρίτη σημείωσαν το υψηλότερο νούμερο τουριστικών διανυκτερεύσεων (κοντά στα 30 εκατ. ετησίως), ενώ και στην Αθήνα σημειώθηκε ετήσια αύξηση των διανυκτερεύσεων κατά 20,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να περιορίσει την ελκυστικότητα των ελληνικών πόλεων κατά τους θερινούς μήνες, εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας, της εμφάνισης του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας και της επιδείνωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Όμως, η αναμενόμενη βελτίωση των καιρικών συνθηκών κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης δημιουργεί νέες προοπτικές για την ανάπτυξη του city break τουρισμού σε αυτές τις περιόδους.
Ωστόσο, ο city break τουρισμός παρουσιάζει ορισμένα εγγενή μειονεκτήματα. Δεδομένου ότι πρόκειται για αστικό τουρισμό, είναι δύσκολη η ενσωμάτωσή του σε μορφές εναλλακτικού τουρισμού –ιδίως περιβαλλοντικού χαρακτήρα, όπως ο οικοτουρισμός ή ο αγροτουρισμός– που συνδέονται με την ανάδειξη και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Επιπλέον, η αυξημένη επισκεψιμότητα σε περιόδους υψηλής κινητικότητας (όπως αργίες, εορταστικά διαστήματα ή περίοδοι με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες) ενδέχεται να επιβαρύνει τις υφιστάμενες αστικές υποδομές και να εντείνει την περιβαλλοντική και κοινωνική πίεση στα αστικά κέντρα.
Το παράδειγμα της Βαρκελώνης παρέχει πολύτιμα διδάγματα για τον σχεδιασμό αστικού τουρισμού με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας, τα οποία μπορούν να προσαρμοστούν στο ελληνικό περιβάλλον. Για την ενίσχυση της ελκυστικότητας των ελληνικών πόλεων ως προορισμών για city break, απαιτούνται παρεμβάσεις σε δύο βασικούς άξονες, αφενός, αναβάθμιση των υποδομών αστικής κινητικότητας -περιλαμβανομένων των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, των πεζοδρομήσεων και των πράσινων διαδρομών- και αφετέρου, ανάπτυξη μιας συνεκτικής στρατηγικής που να προσφέρει διαφοροποιημένες εμπειρίες πολιτισμού, γαστρονομίας και τοπικής ταυτότητας.
Παράλληλα, κρίσιμη είναι η ενίσχυση της συνδεσιμότητας των αστικών κέντρων μέσω της ανάπτυξης του σιδηροδρομικού δικτύου, ιδίως για τη διασύνδεση με τις μεγάλες πύλες εισόδου της χώρας (όπως Αθήνα και Θεσσαλονίκη). Η ενδυνάμωση των σιδηροδρομικών μετακινήσεων δύναται να στηρίξει βιώσιμα πρότυπα τουριστικής κινητικότητας, να μειώσει το περιβαλλοντικό αποτύπωμα και να ενισχύσει τη διάχυση της τουριστικής δραστηριότητας προς δευτερεύοντες προορισμούς.
Το παράδειγμα της Βαρκελώνης
Η Βαρκελώνη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ευρωπαϊκής πόλης που προχώρησε στον στρατηγικό μετασχηματισμό του τουριστικού της μοντέλου, ενισχύοντας την ελκυστικότητά της ως city break προορισμός. Η στρατηγική της εστίασε στη βιωσιμότητα, με παρεμβάσεις που περιλάμβαναν την ενίσχυση της βιώσιμης κινητικότητας, τον μετριασμό του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των τουριστικών δραστηριοτήτων, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των τουριστικών υποδομών, την αξιοποίηση ψηφιακών εργαλείων και την προβολή του προορισμού μέσω σύγχρονων καναλιών.
Η πόλη έλαβε την πιστοποίηση Biosphere Sustainable από το Ινστιτούτο Υπεύθυνου Τουρισμού (RTI), δημιουργώντας παράλληλα ένα εκτεταμένο δίκτυο επιχειρήσεων –άνω των 240 ξενοδοχείων, 50 εστιατορίων και 50 τουριστικών πρακτορείων– που δεσμεύονται στην υιοθέτηση αρχών βιώσιμης λειτουργίας. Σημαντικά έργα υποδομής περιλάμβαναν την αναβάθμιση των δημόσιων συγκοινωνιών, τη δημιουργία δικτύου ποδηλατοδρόμων και συστημάτων κοινής χρήσης ποδηλάτων, καθώς και την ανάπλαση πάρκων και πράσινων χώρων, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, στη μείωση του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας και στη βελτίωση της αστικής εμπειρίας.
Η στρατηγική αυτή υποστηρίχθηκε από ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους. Ανάμεσα σε άλλα, το 2020 η Βαρκελώνη εξασφάλισε 95 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για 40 έργα προσαρμογής και μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, ενώ το 2022 ενισχύθηκε με 20 εκατ. ευρώ από το πρόγραμμα NextGenerationEU για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού τομέα. Οι επενδύσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στην ανάπλαση δημόσιων χώρων, στην προστασία του παραλιακού μετώπου και στη διαφοροποίηση των τουριστικών πόρων της πόλης. Ως αποτέλεσμα, ενισχύθηκε η μεταφορική υποδομή και προωθήθηκε ένα πρότυπο αστικού τουρισμού με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας.
Αυξημένα οικονομικά οφέλη από τον επαγγελματικό και συνεδριακό τουρισμό
Ο επαγγελματικός και συνεδριακός τουρισμός (γνωστός και με το ακρωνύμιο MICE – Meetings, Incentives, Conferences, Exhibitions) περιλαμβάνει ταξίδια που πραγματοποιούνται κυρίως για επαγγελματικούς σκοπούς, όπως επιστημονικά συνέδρια, επιχειρηματικές συναντήσεις και εμπορικές εκθέσεις. Πρόκειται για έναν τομέα με υψηλή προστιθέμενη αξία, καθώς οι σχετικοί επισκέπτες δαπανούν –στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες– περισσότερο από το διπλάσιο σε σύγκριση με όσους ταξιδεύουν για προσωπικούς λόγους.
Η παγκόσμια αγορά του MICE αναμένεται να ξεπεράσει τα 1,4 τρισ. δολ. το 2025, με την Ευρώπη να συγκεντρώνει περίπου το 50% του παγκόσμιου μεριδίου. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 9,6% των ταξιδιών των Ευρωπαίων πολιτών αφορά επαγγελματικούς λόγους.
Παρά τα αυξημένα οικονομικά οφέλη καθώς οι δαπάνες αυτών των ταξιδιωτών είναι υπερδιπλάσιες από τον τουρισμό αναψυχής, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι ταξιδιώτες αυτής της κατηγορίας έχουν υψηλότερες απαιτήσεις ως προς τις υποδομές, την ποιότητα εξυπηρέτησης και την τεχνολογική επάρκεια, γεγονός που καθιστά αναγκαία την αντίστοιχη προσαρμογή των επιχειρήσεων φιλοξενίας και διοργάνωσης.
Ο τουρισμός MICE προσφέρει σημαντικές δυνατότητες διασύνδεσης της τοπικής οικονομίας με διεθνή δίκτυα επιχειρήσεων και γνώσης, δημιουργώντας παράλληλα ευκαιρίες για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Η συμβολή του επεκτείνεται πέραν της ενίσχυσης της τουριστικής ζήτησης, καθώς υποστηρίζει μια ευρύτερη αναπτυξιακή στρατηγική με έμφαση στη δικτύωση, την εξωστρέφεια και την προβολή του προορισμού.
Πλεονέκτημα του συγκεκριμένου τομέα αποτελεί η σχετική του ανεξαρτησία από τις κλιματολογικές συνθήκες, γεγονός που επιτρέπει τη δραστηριότητά του καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ενισχύοντας τη σταθερότητα και τη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος.
Ωστόσο, η πλήρης αξιοποίησή του προϋποθέτει την ύπαρξη εξειδικευμένων υποδομών: σύγχρονα συνεδριακά και εκθεσιακά κέντρα, ξενοδοχειακές μονάδες μεγάλης χωρητικότητας, προηγμένες ψηφιακές υποδομές, ποιοτικές υπηρεσίες φιλοξενίας και άμεση συνδεσιμότητα με αεροπορικούς και σιδηροδρομικούς κόμβους. Οι απαιτήσεις αυτές συνεπάγονται την ανάγκη για σημαντικές και καλά σχεδιασμένες επενδύσεις, ιδίως σε αστικά κέντρα με αναπτυξιακή δυναμική.
Διαβάστε ακόμα:
Τουρισμός με σεβασμό: Όταν η Φύση υπενθυμίζει τα όριά μας
Sleep Τourism: H νέα ταξιδιωτική τάση που εστιάζει αποκλειστικά στον ποιοτικό ύπνο
Social Media: Πώς τα κοινωνικά δίκτυα επηρεάζουν τις ταξιδιωτικές επιλογές το 2025