Η κλιματική αλλαγή αναδεικνύεται ως πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό η επίδρασή της αποτέλεσε πεδίο δέσμης μελετών του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχετική μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τον τουρισμό.
Όπως επισημαίνεται ο τουρισμός, ως ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης, εξωστρέφειας και απασχόλησης, αντιμετωπίζει εντεινόμενες προκλήσεις που συνδέονται με τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών, την αύξηση της συχνότητας ακραίων καιρικών φαινομένων, την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την ανάγκη μετάβασης σε ένα πιο ανθεκτικό και βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας.
Οι πιέσεις αυτές ενισχύονται περαιτέρω από τη διαρκή αύξηση της ζήτησης για το ελληνικό τουριστικό προϊόν. Εξέλιξη που, ενώ ενισχύει σημαντικά τα οικονομικά μεγέθη και προκαλεί ταυτόχρονα ασύμμετρη επιβάρυνση στα φυσικά οικοσυστήματα.
Ωστόσο, η έντονη εποχικότητα και η γεωγραφική συγκέντρωση της τουριστικής δραστηριότητας δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις, όπως η διακοπτόμενη και μη σταθερή απασχόληση, η ανεπάρκεια σε υποδομές και υπηρεσίες κατά τις περιόδους αιχμής, καθώς και η άνιση κατανομή των οφελών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Επιπλέον, η ένταση της κλιματικής αλλαγής, που εκδηλώνεται μέσα από την αύξηση του χρόνιου (αύξηση της μέσης θερμοκρασίας) και οξέος κινδύνου (αύξηση συχνότητας και έντασης των ακραίων κλιματικών) δύναται να περιορίσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού τουρισμού, αλλοιώνοντας τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση τις αφίξεις και τις διαμονές στους τουριστικούς προορισμούς.
Ο Κλιματικός Δείκτης Τουρισμού (Tourism Climate Index – TCI) αποτελεί ένα διεθνώς αναγνωρισμένο εργαλείο αποτίμησης της καταλληλότητας του κλίματος για τουριστικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως η θερμοκρασία, η υγρασία, η ηλιοφάνεια, η βροχόπτωση και η ταχύτητα του ανέμου. Στη βάση αυτών, ο δείκτης αποδίδει ποσοτική τιμή που επιτρέπει τη συγκριτική αξιολόγηση της κλιματικής ελκυστικότητας ανά περιοχή και χρονική περίοδο.
Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, χρησιμοποιώντας προβλέψεις για τη μεταβολή του TCI της Τράπεζας της Ελλάδος μεταξύ 11 και 15 μονάδων ανά εποχή, εκτιμάται η μεταβολή των διανυκτερεύσεων καθώς και των τουριστικών εσόδων στο σενάριο υψηλού κλιματικού κινδύνου. Η μείωση των διανυκτερεύσεων κατά 15,6% κατά τη θερινή περίοδο περιορίζει τα έσοδα από τον τουρισμό κατά 1,2 δισ. ευρώ. Λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του τουρισμού με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η μεταβολή στις κλιματικές συνθήκες σε αυτό το σενάριο μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια περίπου 2,2 δισ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ ανά έτος, με απώλεια περίπου 38,1 χιλ. θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και δημοσιονομικών εσόδων ύψους 306,7 εκατ. ευρώ.
Στο παραπάνω σενάριο, η μείωση της ζήτησης για τουριστικό προϊόν, ιδίως κατά τη θερινή περίοδο, ενδέχεται να οδηγήσει σε μερική αδρανοποίηση υφιστάμενων τουριστικών υποδομών, περιορίζοντας τον βαθμό αξιοποίησης επενδυμένων κεφαλαίων και ασκώντας πτωτικές πιέσεις στις τιμές. Η συνακόλουθη μείωση των εσόδων, σε συνδυασμό με την αύξηση του λειτουργικού κινδύνου για τις τουριστικές επιχειρήσεις, μπορεί να οδηγήσει σε νέο κύκλο αποεπένδυσης και περαιτέρω συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Δεδομένου ότι σημαντικό ποσοστό του τοπικού πληθυσμού απασχολείται άμεσα ή έμμεσα στον τουρισμό, τέτοιες εξελίξεις ενδέχεται να επιτείνουν φαινόμενα εσωτερικής μετανάστευσης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, προς αναζήτηση εναλλακτικών μορφών απασχόλησης, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της χωρικής ανισορροπίας και την αποδυνάμωση του παραγωγικού ιστού των τουριστικών περιοχών.
Τα παραπάνω εντείνουν την ανάγκη για στρατηγική επέκταση της τουριστικής περιόδου πέραν της θερινής αιχμής, ιδίως καθώς η αναμενόμενη βελτίωση των μετεωρολογικών συνθηκών κατά τους μήνες εκτός υψηλής σεζόν καθιστά το κλίμα καταλληλότερο για τουριστικές δραστηριότητες. Η αξιοποίηση αυτής της δυναμικής, ωστόσο, προϋποθέτει επενδύσεις σε υποδομές, υπηρεσίες και διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να διασφαλιστεί η ικανότητα των τουριστικών προορισμών να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση κατά περιόδους που σήμερα παρουσιάζουν χαμηλή τουριστική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ποσοτικής ανάλυσης, η ανακατανομή της τουριστικής ζήτησης εντός του έτους, ως αποτέλεσμα της μεταβολής του δείκτη TCI, αναμένεται να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες που προβλέπονται για τη θερινή περίοδο, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ήπια ενίσχυση των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών. Ειδικότερα, εκτιμάται επιπλέον συμβολή της τάξης των 228 εκατ. ευρώ ετησίως στο ΑΕΠ, δημιουργία περίπου 6,6 χιλ. θέσεων πλήρους απασχόλησης και ενίσχυση των δημοσιονομικών εσόδων κατά 53 εκατ. ευρώ.
Μετάβαση σε ένα πιο ανθεκτικό και ισορροπημένο τουριστικό μοντέλο
Η σημασία της στρατηγικής αυτής δεν εξαντλείται στο μέγεθος των οικονομικών μεγεθών που συνεπάγεται. Αντιθέτως, έγκειται κυρίως στη δυνατότητα μετασχηματισμού του εξωτερικού κινδύνου της κλιματικής αλλαγής σε μοχλό θετικής αναδιάρθρωσης του τουριστικού προϊόντος και, κατ’ επέκταση, της περιφερειακής και εθνικής οικονομίας. Η επιτυχής μετάβαση σε ένα πιο ανθεκτικό και ισορροπημένο τουριστικό μοντέλο συνιστά ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης. Η επέκταση της τουριστικής περιόδου προϋποθέτει την ενίσχυση μορφών τουρισμού που παρουσιάζουν λιγότερο έντονη εποχικότητα και ενδεχομένως ηπιότερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο.
Προτάσεις πολιτικής
Οι προβλέψεις για μείωση της τουριστικής δραστηριότητας κατά τη θερινή περίοδο, ως αποτέλεσμα της έντασης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, καθιστούν επιτακτική τη μετάβαση του τουριστικού τομέα σε ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και ανθεκτικής ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, και αναγνωρίζοντας την επέκταση της τουριστικής περιόδου ως βασικό εργαλείο προσαρμογής, η μελέτη ολοκληρώνεται με δέσμη προτάσεων πολιτικής. Οι προτάσεις αυτές απευθύνονται τόσο στους φορείς χάραξης πολιτικής όσο και στα λοιπά εμπλεκόμενα μέρη του τουριστικού οικοσυστήματος, με στόχο τη στήριξη της στρατηγικής μετάβασης του τομέα σε συνθήκες κλιματικής μεταβλητότητας.
H επιτυχής προσαρμογή του τομέα προϋποθέτει ολοκληρωμένες παρεμβάσεις σε πέντε διαστάσεις:
α) εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας των τουριστικών προορισμών,
β) αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου,
γ) επέκταση της τουριστικής περιόδου και διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος,
δ) ενίσχυση των υποδομών και περιορισμός του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, και
ε) ενίσχυση της ανθεκτικότητας μέσω γνώσης, παρακολούθησης και στοχευμένων εργαλείων πολιτικής.
Εκτίμηση της τουριστικής φέρουσας ικανότητας και βιώσιμη διαχείριση προορισμών
Η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των τουριστικών προορισμών αποτελεί διαρκή απειλή για την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος και τη βιωσιμότητα τοπικών οικοσυστημάτων, ιδίως σε μικρούς νησιωτικούς ή ορεινούς προορισμούς. Η έννοια αυτή, όπως ορίζεται διεθνώς, σχετίζεται με το μέγιστο πλήθος επισκεπτών που μπορεί να δεχτεί ένας προορισμός χωρίς να προκαλείται υποβάθμιση του φυσικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος. Για τη βελτίωση αλλά και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του τουριστικού προϊόντος, είναι απαραίτητη η εξέταση της καθιέρωσης της υποχρεωτικής εκτίμησης φέρουσας ικανότητας, τόσο στο πλαίσιο της αδειοδότησης νέων τουριστικών επενδύσεων όσο και στο γενικότερο σχεδιασμό της τουριστικής ανάπτυξης σε επίπεδο περιοχών. Η αξιολόγηση αυτή καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη σε περιοχές με περιβαλλοντική ευαισθησία ή ήδη υψηλή τουριστική ένταση – όπως μικρά νησιά, προστατευόμενες περιοχές Natura 2000 ή προορισμοί με κορεσμένες υποδομές.
Θεσμικό πλαίσιο και στρατηγική ενσωμάτωσης της κλιματικής ανθεκτικότητας
Η διασύνδεση του τουρισμού με την εθνική στρατηγική προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή αποτελεί ήδη θεσμοθετημένη κατεύθυνση. Η ενσωμάτωση του τουριστικού τομέα στην επικείμενη αναθεώρηση της ΕΣΠΚΑ θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφείς κατευθύνσεις για την προστασία του κλάδου από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διατήρηση της υψηλής προστιθέμενης αξίας του για την ελληνική οικονομία.
Η στρατηγική αυτή θα πρέπει να προβλέπει μέτρα διαφοροποιημένα ανά τύπο προορισμού και περιφέρεια, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κάθε περιοχής. Επιπλέον, κρίνεται αναγκαία η θέσπιση μηχανισμών παρακολούθησης και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των παρεμβάσεων, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των πολιτικών και να υποστηρίζεται η συνεχής προσαρμογή τους.
Επέκταση της τουριστικής περιόδου και διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος
Η μελέτη καταδεικνύει ότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η επιτυχής επέκταση της τουριστικής περιόδου μπορεί να λειτουργήσει ως βασικός μηχανισμός μετασχηματισμού της πρόκλησης της κλιματικής αλλαγής σε αναπτυξιακή ευκαιρία. Οι αναμενόμενες απώλειες της τουριστικής δραστηριότητας κατά τους θερινούς μήνες μπορούν να αντισταθμιστούν μέσω της επιμήκυνσης της περιόδου, ιδίως αν αυτή συνδυαστεί με την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Η στοχευμένη προώθηση αυτών των προϊόντων μπορεί να απευθυνθεί σε κατηγορίες τουριστών με υψηλή πιθανότητα ταξιδιών εκτός αιχμής, όπως συνταξιούχοι, ψηφιακοί νομάδες και επαγγελματίες ταξιδιώτες. Επιπλέον, η διοργάνωση φεστιβάλ, πολιτιστικών εκδηλώσεων και θεματικών διαδρομών μπορεί να ενισχύσει τη ζήτηση κατά τις περιόδους χαμηλής επισκεψιμότητας.
Βιώσιμες υποδομές και πράσινη κινητικότητα
Ο σχεδιασμός κατάλληλων υποδομών αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας για την αναδιάρθρωση του τουριστικού υποδείγματος, τη μείωση του περιβαλλοντικού του αποτυπώματος και την ενίσχυση της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρείται υψηλής σημασίας η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού δικτύου καθώς έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού, επιτρέποντας την προσβασιμότητα σε περιοχές της ενδοχώρας που σήμερα εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τις οδικές μεταφορές ή δεν διαθέτουν διεθνείς πύλες εισόδου (λιμάνια, αεροδρόμια). Η βελτίωση της συνδεσιμότητας συνιστά βασική προϋπόθεση για την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και την αποκέντρωση της τουριστικής ζήτησης.
Παράλληλα, απαιτείται ενίσχυση των υποδομών ανθεκτικότητας, μέσω ολοκληρωμένων παρεμβάσεων που περιλαμβάνουν αντιπλημμυρικά έργα, προστασία περιαστικών και αγροτικών δασών από πυρκαγιές, καθώς και έργα ενεργειακής αυτονομίας (π.χ. μικρές μονάδες ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας, βιώσιμη διαχείριση νερού). Οι παρεμβάσεις αυτές δεν ενισχύουν μόνο την τοπική ασφάλεια και λειτουργικότητα των τουριστικών περιοχών, αλλά και τη διεθνή φήμη της χώρας ως προορισμού που προστατεύεται απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Επιπλέον, η ανάπτυξη και πιστοποίηση τουριστικών καταλυμάτων με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, μέσω προτύπων κυκλικής δόμησης, ενεργειακής απόδοσης και βιώσιμων πρακτικών φιλοξενίας, μπορεί να δημιουργήσει νέα τμήματα αγοράς και να προσελκύσει ταξιδιώτες με υψηλό περιβαλλοντικό κριτήριο επιλογής. Το προφίλ αυτό των επισκεπτών είναι συχνά διατεθειμένο να επενδύσει περισσότερο για εμπειρίες φιλικές προς το περιβάλλον, γεγονός που ενισχύει την ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος ενώ αυξάνει και τα τουριστικά έσοδα.
Μηχανισμοί γνώσης, χρηματοδότησης και αναβάθμισης δεξιοτήτων
Η μετάβαση σε ένα διαφοροποιημένο, κλιματικά ανθεκτικό τουριστικό μοντέλο προϋποθέτει επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, στην πρόσβαση στη γνώση και στην ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας. Κρίσιμο εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η ανάπτυξη ενός εθνικού συστήματος παρακολούθησης δεικτών τουριστικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής απόδοσης – κατά τα πρότυπα του αυστριακού συστήματος RESY – που θα συλλέγει, επεξεργάζεται και καθιστά διαθέσιμα δεδομένα σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Μέσω αυτής της υποδομής, θα καταστεί εφικτή η συστηματική αποτύπωση των κλάδων που διασυνδέονται με τον τουρισμό, καθώς και η ακριβής εκτίμηση της συνεισφοράς του τουριστικού προϊόντος στην ελληνική οικονομία, στο περιβάλλον και στην κοινωνία. Η συγκρότηση ενός τέτοιου πλαισίου θα επιτρέψει την ανάπτυξη και εφαρμογή Τουριστικών Δορυφορικών Λογαριασμών (Tourism Satellite Accounts – TSAs), όπως ήδη εφαρμόζεται σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, εναρμονίζοντας τη χώρα με τις διεθνείς στατιστικές και θεσμικές απαιτήσεις.
Παράλληλα, απαιτείται η περαιτέρω ενίσχυση ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού επανακατάρτισης (reskilling) και αναβάθμισης δεξιοτήτων (upskilling) του ανθρώπινου δυναμικού του τουρισμού, με έμφαση σε πράσινες δεξιότητες που σχετίζονται με τη βιώσιμη φιλοξενία και σε δεξιότητες απαραίτητες για τις εναλλακτικές μορφές του τουρισμού.
Επιπλέον, η αναβάθμιση της ψηφιακής κατάρτισης των εργαζομένων στον τουρισμό αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της οργανωτικής αποτελεσματικότητας του τομέα. Παράλληλα, η διασύνδεση των μικρομεσαίων τουριστικών επιχειρήσεων με τα διαθέσιμα εθνικά και ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία – όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), το ΕΣΠΑ και ο Αναπτυξιακός Νόμος – μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός επενδύσεων σε καινοτομία, βιώσιμες πρακτικές και ψηφιακό εκσυγχρονισμό, ενισχύοντας τόσο τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα όσο και την ανταγωνιστικότητά τους.
Η συνολική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς παράλληλη επένδυση στους ανθρώπους που το υλοποιούν. Η αναγνώριση της αξίας των τουριστικών επαγγελματιών και η ενίσχυση του ρόλου τους ως φορείς ποιοτικής εμπειρίας αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου. Η παροχή στοχευμένων κινήτρων για διαρκή επαγγελματική ανάπτυξη, καθώς και η ενσωμάτωση σύγχρονων πρακτικών βιωσιμότητας και φιλοξενίας στην καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων, μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη διατήρηση υψηλής προστιθέμενης αξίας, τόσο για τον επισκέπτη όσο και για την τοπική κοινωνία.
Διαβάστε ακόμα:
ΣΕΤΕ: Ποια είναι τα μηνύματα για τη φετινή τουριστική σεζόν και οι προκλήσεις για την επόμενη μέρα
Social Media: Πώς τα κοινωνικά δίκτυα επηρεάζουν τις ταξιδιωτικές επιλογές το 2025
Τι να προσέξετε πριν κλείσετε τις διακοπές σας με ταξιδιωτικό γραφείο