Μόνο εικασίες μπορούν να ειπωθούν για τους λόγους που οδήγησαν τον 29χρονο Egon Huber στο να αφήσει πίσω του την Αυστρία, την έδρα του καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βιέννης για να κάνει πράξη τον παροξυσμό μιας ονειρικής παρόρμησης. Με μοναδική αποσκευή τη γάτα του, ανέβηκε σε μια βάρκα με τη θέληση να διαπλεύσει μαζί της τον Δούναβη, τη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο πέλαγος, τη Μεσόγειο Θάλασσα και να φτάσει στην Αλεξάνδρεια, κωπηλατώντας. Όλα αυτά σε μια εποχή με κυρίαρχη είδηση την ανακάλυψη της Πενικιλίνης από τον Φλέμινγκ.
Μήνες αργότερα, η βάρκα του θα βουλιάξει στα ανοιχτά της Ρόδου. Το λιπόσαρκο σώμα του εκθαλασσώθηκε στην πιο κεντρική ακτή του νησιού, πολύ κοντά στο ιστορικό ξενοδοχείο των Ρόδων. Δεν υπάρχουν αναφορές για την τύχη της γάτας. «Εκείνη την εποχή ο Ιταλός διοικητής της Δωδεκανήσου έστελνε διαρκώς επιστολές στη Ρώμη, ζητώντας να του στείλουν στο νησί έναν ειδικό στην κεραμική, όταν του είπαν ότι ο Θεός ανταποκρίθηκε τις εκκλήσεις του. Τα κύματα είχαν πετάξει στην ακτή έναν καλλιτέχνη -κεραμίστα, μισοπνιγμένο και αδέκαρο», περιγράφει (σε ελεύθερη μετάφραση) ο Βρετανός συγγραφέας Lawrence Durell τη συνάντηση του Egon Huber με το πεπρωμένο του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Αυστριακός ζωγράφος, γλύπτης και κεραμίστας, από απλός υπάλληλος της βιομηχανίας κεραμικών I.C.A.R.O, ανελήχθηκε σε καλλιτεχνικό της διευθυντή. Εκεί, από την ιταλοκρατούμενη Ρόδο, με το ταλέντο και τα έργα του κατάφερε να γεφυρώσει αισθητικά την τεχνοτροπία της Δύσης με εκείνη της Ανατολής, να εξυψώσει τη ροδίτικη κεραμική ως μία από τις σημαντικότερες της Ευρώπης και να σταθεί επί ίσοις όροις απέναντι στο πιο φημισμένο εργοστάσιο κεραμικών της εποχής του Μεσοπολέμου, τον Κεραμεικό της Αθήνας.
I.C.A.R.O
Τα Δωδεκάνησα τελούσαν υπό ιταλική κατοχή (political correct όρος, «ιταλική διοίκηση») από το έτος 1912. Πριν από εκείνους, για σχεδόν τέσσερις αιώνες, τα νησιά βρισκόντουσαν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών, οι οποίοι φεύγοντας άφησαν πίσω τους παρακαταθήκη διακοσμητικά –χρηστικά αντικείμενα κεραμικής τέχνης από την Κιουτάχεια και κυρίως το Ιζνίκ. Πλακίδια, πιάτα, βάζα, κανάτια, σκεύη, όλα διακοσμημένα στο χέρι με φλογερά χρώματα δανεισμένα από τις τουλίπες και τα γαρύφαλλα της Ανατολής, τα πλουμιστά κεντήματα, τις γαλάζιες ακτογραμμές, τα καΐκια της εποχής και τόσα άλλα. Αρμονικές αποτυπώσεις σε λευκό πηλό γεννούσαν δημιουργίες, εφυαλωμένες με τρόπο τέτοιο ώστε να συναγωνίζονται σε καλαισθησία και ευαισθησία τις κινεζικές πορσελάνες. Τέτοιου είδους πλακίδια και πιάτα, ως δείγματα κοινωνικής θέσης και πλούτου, βρίσκονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ρόδος δεν αποτελούσε εξαίρεση. Τα Καπετανόσπιτα της Λίνδου ήταν και εξακολουθούν να είναι φημισμένα για τους στολισμένους πιατελότοιχους.
Με σκοπό την παραγωγή κεραμικών αισθητικής και ποιότητας αντίστοιχης με εκείνη που συναντούσαν στα Λινδιακά Καπετανόσπιτα, ο Ιταλός διοικητής της Δωδεκανήσου αποφάσισε, το έτος 1928, την ίδρυση της εταιρείας Industria Ceramiche Aristiche Rodio Orientalli με τη συντομογραφία ICARO. «Η επιλογή αναπαραγωγής των διακοσμητικών θεμάτων του Ιζνίκ από τους εμπνευστές της ICARO δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός, αλλά έχει βαθύτερες ρίζες στην ιστορία της ιταλικής κεραμικής» γράφει συλλέκτης, Γιάννος Ιωαννίδης στο βιβλίο του «ICARO –ΙΚΑΡΟΣ Το εργοστάσιο Κεραμικών της Ρόδου 1928 -1988» των εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη. Ο ίδιος εξηγεί: «Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ιταλίας από τον 15ο μέχρι τον 17ο αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή προϊόντων. Μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, η ζήτηση της ιταλικής αγοράς για κεραμικά Ιζνίκ αυξήθηκε σημαντικά […]. Η νέα ανερχόμενη τάξη των Ευρωπαίων εμπόρων αγόραζε τέτοια ασυνήθιστα για το ευρωπαϊκό γούστο πολυτελή αντικείμενα, η κατοχή των οποίων τους προσέδιδε κύρος».
Η αντιγραφή της αισθητικής των κεραμικών Ιζνίκ αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο λειτουργίας του εργοστασίου της ICARO, μέχρι που στο δυναμικό της εντάχθηκε ο χλωμός κεντροευρωπαίος Egon Huber.
Τα έργα
«Ο πολυτάλαντος Huber αναζητά νέες φόρμες και υλοποιεί σχεδιαστικά νέες ιδέες εμπνευσμένες από την αρχαία ιστορία, τους μεσαιωνικούς θρύλους και την τοπική παράδοση του νησιού» περιγράφει ο Γιάννος Ιωαννίδης στο βιβλίο του. Μιλώντας, δε, στο Travel δεν κρύβει τον θαυμασμό του για την προσωπικότητα του Αυστριακού καλλιτέχνη. «Δημιουργούσε υπηρετώντας την τέχνη και δεν έβαζε ποτέ την υπογραφή του στα έργα του» εξηγεί ο κ. Ιωαννίδης, με τη ιδιότητα του ερευνητή -συγγραφέα, αλλά και με την ταυτότητα του κατόχου της μεγαλύτερης ιδιωτικής συλλογής κεραμικών ICARO της Ιταλικής και της Ελληνικής περιόδου.
Ο λευκός πηλός, η εφυάλωση, τα ζωντανά χρώματα συναντιόνται με τις εικόνες της παράδοσης και το ονειρικό στοιχείο. Το πάντρεμά τους γίνεται με τόση φυσικότητα, ώστε δίνουν την αίσθηση ότι η βασίλισσα του ζωικού βασιλείου και η ανθρωπόμορφη κουκουβάγια κατοικούν στην ίδια γειτονιά και ανταλλάσσουν καλημέρες με την Παναγιά της Φιλέρημου, τις γυναίκες των χωριών και τα παγώνια των δασών. Ξεχωριστή θέση των δημιουργιών του Huber αποτελούν οι κεραμικές, γυναικείες μορφές με τις παραδοσιακές στολές.
Αυτή τη φορά ο λευκός πηλός πλάθεται σε καλούπια, χρωματίζεται στο χέρι, μπαίνει στον κλίβανο και από μέσα του ξεπηδά ολόκληρη η αρχοντιά και η δύναμη της Δωδεκανήσιας γυναίκας. Συνολικά, οκτώ κεραμικές φιγούρες, η κάθε μία με τη δική της ιστορία. Είναι χαρακτηριστική η γυναικεία μορφή από το χωριό Έμπωνας. Περπατά με τη λευκή της φορεσιά, τις δερμάτινες μπότες της και την κούνια «νάκκα» με το μωρό στην πλάτη της. Με την νάκκα η Μπονιάτισσα πήγαινε στο χωράφι για δουλειά και την κρεμούσε σε κάποιο χοντρό κλαδί, ώστε το μωρό της να της είναι ανά πάσα στιγμή ορατό την ώρα που εκείνη θα δούλευε. Επιπλέον, μέσα στη νάκκα, αιωρούμενο μεταξύ γης και δέντρου, το μωρό παρέμενε προστατευμένο από τα ερπετά της γης. (Το σύνολο των κεραμικών, γυναικείων μορφών της Δωδεκανήσου, όπως και μια πλούσια συλλογή των κεραμικών ICARO φυλάσσονται και παρουσιάζονται στο Μουσείο Μπενάκη).
Τα κεραμικά ICARO γίνονται ανάρπαστα. Από την τουριστική Ρόδο διακινούνται προς όλο τον κόσμο και η ζήτηση είναι τεράστια. Tο κεντρικό εκθετήριο & εργαστήριο εγκαθίσταται στην αρχή της πιο περπατημένης οδού του νησιού, της οδού Ιπποτών. Η φήμη του Huber εξαπλώνεται, παρότι ο ίδιος φαίνεται να προτιμά την ανωνυμία. Είναι καλλιτέχνης, ταγμένος στο να δημιουργεί, αδιαφορώντας για τα εύσημα, τις διακρίσεις και τους επαίνους. «Καθώς η φήμη του εξαπλώνεται, η Κυβέρνηση της Ρόδου ανέθεσε στην ICARO και στον Huber να διακοσμήσουν το Castello (νυν Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου) το οποίο προοριζόταν για εξοχική κατοικία του βασιλιά της Ιταλίας Vittorio Emanuele III. Ως ανταμοιβή, του παραχώρησαν έναν από τους ανεμόμυλους στο Νιοχώρι […]. Ο μύλος αυτός έγινε το σπίτι του Huber για αρκετά χρόνια» γράφει ο Γιάννος Ιωαννίδης στο βιβλίο ICARO-ΙΚΑΡΟΣ. Ο ανεμόμυλος σώζεται μέχρι σήμερα, ξεχασμένος και γηρασμένος από το πέρασμα του χρόνου, στέκεται κοντά στην ακτή όπου η θάλασσα, χρόνια πριν, είχε αποθέσει το μισοπνιγμένο σώμα του χλωμού καλλιτέχνη.

Ο αριστουργηματικός χάρτης
Ο Huber, όσο ακατάπαυστα δουλεύει κατά την παρουσία του στη Ρόδο, άλλο τόσο κινείται στο νησί. Το διατρέχει σε μήκος και πλάτος, το εξερευνά με τα μάτια του καλλιτέχνη και το ανακαλύπτει με το πνεύμα του παλιού δασκάλου της Σχολής Καλών Τεχνών της Βιέννης. Η αγροτική ζωή συνυπάρχει με τις συνήθειες της ιταλικής αριστοκρατίας και αντιστοίχως οι ντόπιοι συνομιλούν με τους διαφορετικούς πολιτισμούς, όπως καταφθάνουν καραβιές-καραβιές.
Με αυτά ως μαγιά, ξεκινά να δημιουργήσει τον πρώτο τουριστικό χάρτη της Ρόδου. Αποτυπώνει το νησί στον καμβά και το εμπλουτίζει με όλα όσα είδε: τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ιαλυσό, τους νησιώτικους χορούς στα ορεινά χωριά, τους οπωρώνες στη Μαλώνα και τον Αρχάγγελο, τους αμπελώνες στην Ψίνθο, το κυνήγι του ελαφιού (απαγορεύτηκε το έτος 1981) στα Λάερμα, τους αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων, καθώς τα οχήματα βρίσκονταν στην Κατταβιά, την περιφορά της εικόνας της Παναγιάς Σκιαδενής στην Απολακκιά, τη θανάτωση του δράκου της Ρόδου από τον Ιππότη Ντε Γκοζόν, τις υφάντρες με τους αργαλειούς, τα πανηγύρια. Όλα είναι δοσμένα με λιτές γραμμές και ασύλληπτη λεπτομέρεια.
Παράλληλα, με λευκό χρώμα, στο περιθώριο του χάρτη «μιλά» τόσο ρεαλιστικά, όσο και συμβολικά. Αποτυπώνει το παλάτι, το λιμάνι γεμάτο εμπορεύματα, τους ντόκους φορτωμένους με βαρέλια κρασί και κασόνια με τσιγάρα. Τα καράβια με σημαίες διαφόρων χωρών ξεχωρίζουν τόσο παραστατικά, όσο συμβολικά παρουσιάζονται οι θεραπευτικές ιδιότητες του «τσιλόνερου» στις ιαματικές Πηγές Καλλιθέας. Οι προσερχόμενοι σε αυτές αποτυπώνονται πρησμένοι και δυσκίνητοι, ενώ την ίδια στιγμή οι εξερχόμενοι από τον τρούλο της ιαματικής πηγής είναι λεπτοί, ανάλαφροι και ευκίνητοι.
Προφανώς, ο Egon Huber ακούει μέσα του να μιλά η μνήμη των μεγάλων δημιουργών του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βιέννης, εκεί όπου φυλάσσεται, μεταξύ των άλλων ο ανυπολόγιστης αξίας «Πύργος της Βαβέλ» του Pieter Bruegel του πρεσβύτερου. Αντιστοίχως, ο πίνακας του Πύργου διηγείται πολλές ιστορίες, συμβολικές και ρεαλιστικές, με τη διαφορά ότι ο Bruegel αποτύπωσε την ματαιοδοξία, την οκνηρία και κάθε άλλη ανθρώπινη αμαρτία.
Αντίθετα, ο Huber κράτησε τη φόρμα της διήγησης με τη μορφή ενός χάρτη, αποδίδοντας για την αγαπημένη του Ρόδο μόνο θετικά στοιχεία, δημιουργώντας μια «αντεστραμμένη» και αναμάρτητη Βαβέλ. «Ο χάρτης αυτός κυκλοφόρησε σε πέντε γλώσσες, όπως τις βλέπουμε να αποτυπώνονται στις σημαίες που περιβάλλουν το άγαλμα του Κολοσσού» περιέγραψε για το Travel.gr ο συλλέκτης κεραμικών και χαρτών της ICARO Γιώργος Μιχελάκης, από το αρχείο του οποίου ελήφθη η φωτογραφία του έργου. Όλα αυτά συνέβαιναν, μέχρι που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος συνάντησε τη Ρόδο.
Ο πόλεμος και τα βοτσαλωτά
Με την απόφαση για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, το εργοστάσιο ICARO πέρασε σε ελληνικά χέρια, υπό τη διοίκηση του πολύπειρου Κωνσταντίνου Χατζηκωνσταντή. Σε εκείνη τη χρονική στιγμή, ο Ergon Huber διάλεξε να φύγει από το νησί και να εγκατασταθεί στην ελληνική πρωτεύουσα. «Στα μέσα του 1947 θα συναντηθεί στην Αθήνα με τη διοίκηση της Κεραμεικός, που είχε αποφασίσει τη δημιουργία παραρτήματος στη Ρόδο με το όνομα «Κεραμεικός-Ροδίνι». Σε εκείνο το ταξίδι γνωρίστηκε και με τη νεαρή φοιτήτρια και μέλλουσα σύζυγό του Elpida Bianchini, η οποία σπούδαζε χημικός και παράλληλα εργαζόταν στην ανάλυση χρωμάτων του εργοστασίου Κεραμεικός. Ο Huber ανέλαβε τη διεύθυνση του παραρτήματος «Κεραμεικός –Το Ροδίνι» στο τέλος του 1947 και συνέχισε τη δραστηριότητά του, με περιορισμένη παραγωγή χρηστικών κεραμικών, έως το 1953 – 1954», γράφει ο κ. Γιάννος Ιωαννίδης στο βιβλίο ICARO –ΙΚΑΡΟΣ.
Παρότι το εργοστάσιο «Κεραμεικός-Το Ροδίνι» λειτούργησε μόνο για λίγα χρόνια, η αύρα του Egon Huber εξακολουθεί να πνέει στην περιοχή. Μόλις πρόσφατα, η συντηρήτρια έργων τέχνης και στέλεχος της Εφορείας Νεοτέρων Μνημείων Δωδεκανήσου κα. Νεκταρία Δασακλή, βρέθηκε ενώπιον μιας πραγματικής αποκάλυψης. Στάθηκε στην είσοδο του παλιού εργοστασίου, το οποίο πια στεγάζει ένα γυμνάσιο και είδε την σύνθεση του παλιού βοτσαλωτού.
«Οι βοτσαλωτές συνθέσεις στον αύλειο χώρο του πειραματικού γυμνασίου Ρόδου (Κεραμεικός) είναι απαράμιλλης τέχνης, καθώς οι μορφές του παγωνιού και του ελαφιού αποδίδονται σχεδόν ζωγραφικά» δήλωσε η κα. Νεκταρία Δασακλή στο Travel.gr και συμπλήρωσε: «Όταν τα πρωτοείδα, ενθουσιάστηκα από την αισθητική και τεχνική αρτιότητα, καθώς δεν είχα ξανασυναντήσει κάτι παρόμοιο, παρότι μελετώ χρόνια τα βοτσαλωτά της Δωδεκανήσου. Ο ψηφοθέτης έχει αποδώσει τα σχέδια των πιάτων του ICARO σε βότσαλο, με μία μαεστρία που με κάνει να πιστεύω ότι διέθετε ζωγραφικό ταλέντο και καλλιτεχνική αντίληψη. Πέρα από τη λεπτομέρεια του σχεδίου και την κίνηση, έχει επιλέξει βότσαλα σε διάφορες αποχρώσεις του γκρι έτσι ώστε να υπαινιχθεί τα διαφορετικά χρώματα της σύνθεσης, ξεφεύγοντας από την αναμενόμενη ασπρόμαυρη εκδοχή των σχεδίων. Πριν ξεκινήσω την έρευνα για το παλιό εργοστάσιο του Κεραμεικού, ήμουν γοητευμένη από τον καλλιτέχνη που «ζωγράφισε» με βότσαλα. Από τη στιγμή που διαπίστωσα ότι διευθυντής του Κεραμεικού –το Ροδίνι ήταν ο Egon Huber, έχω την αίσθηση ότι ήταν αυτός που φρόντισε να έχει αυτή την καλλιτεχνική αρτιότητα η σύνθεση, σίγουρα σχεδιάζοντας στο χαρτί και κατά πάσα πιθανότητα επιβλέποντας στενά κάποιον καλό τεχνίτη ή -γιατί όχι;- δημιουργώντας ο ίδιος τις δύο αυτές συνθέσεις. Αυτό δεν είναι παρά μία θεωρία βέβαια, που ίσως δεν επιβεβαιωθεί ποτέ, αλλά μου αρέσει να τον φαντάζομαι να μεταλλάσσει τα βότσαλα σε έργο τέχνης, βάζοντας την προσωπική του σφραγίδα στο νέο του επαγγελματικό ξεκίνημα στη Ρόδο που τόσο αγάπησε».
Το τέλος
Περπατώντας στην πόλη της Ρόδου οι μνήμες ζωντανεύουν, οι παλιές ιστορίες αναπνέουν στην ατμόσφαιρα και οι λέξεις ξεπηδούν από τοίχους και τείχη, έτοιμες να αναμετρηθούν με την προφορική ιστορία. Τα έργα του Huber, δεν χρειάζονται υπογραφή. Αυτοσυστήνονται στους επισκέπτες, τους προσκαλούν σε διαδρομές ιστορίας, τους αφήνουν να βυθιστούν σε έναν αδιόρατο κόσμο και σιγά σιγά αφήνουν με μικρά επιφωνήματα ξεπηδούν από τους αρμούς των τειχών.
Η Παναγιά της Φιλέρημου στην οδό των Ιπποτών, ένα ποίημα στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, ένα πλακάκι σε κάποια είσοδο με τη θανάτωση του δράκοντα της Ρόδου και τόσα άλλα, μικρά, διακριτικά και μυστηριακά έλκουν και βυθίζουν μυημένους και μη, στον κόσμο των ιδεών και που αναζητούν τρόπο να γίνουν πράξη, να αποκτήσουν υπόσταση στον κόσμο των αισθήσεων.
Ο Egon Huber, ταξίδεψε ως Οδυσσέας ανώνυμος, δημιούργησε υπηρετώντας την τέχνη και τελικά έσβησε το φθινόπωρο του 1960, όσο ετοίμαζε τις βαλίτσες του για την Biennale Venezia, ακριβώς λίγες ημέρες πριν την εκκίνηση ενός καινούριου του ταξιδιού.
Διαβάστε ακόμα:
Υπαίθριες παραστάσεις Αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου και Έκθεση Μάσκας
Amari Green Festival: Ένα ταξίδι στην καρδιά της αυθεντικής Κρήτης
MELITZAZZ 2025 «Τζουμπελού»: Ένα καλειδοσκόπιο γενεών και χρωμάτων της Τσακωνιάς, με άρωμα γυναίκας