Φύγαμε από το Προμύρι με την Ελένη Ψυχούλη, «ξεναγό» σε ένα μέρος που γνωρίζει πολύ καλά, και μάλιστα έχει επιλέξει να μένει εδώ, για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η γνώση της δεν είναι βιβλιογραφική, είναι ζωντανή, προσωπική, γεμάτη ανθρώπινες ιστορίες και μυστικά που μόνο οι ντόπιοι μπορούν να γνωρίζουν. «Αυτό είναι ένα από τα πιο όμορφα χωριά», μας είπε καθώς το αυτοκίνητο σταμάτησε στην εισοδο του Λαύκου. Η φράση της ήταν απλή, αλλά στα μάτια της διάβασα κάτι παραπάνω: μια υπόσχεση για ανακάλυψη. Σε λίγο θα ήμασταν και εμείς σε θέση να το επιβεβαιώσουμε, να γίνουμε κομμάτι αυτής της μαγικής εμπειρίας που ονομάζεται Λαύκος.

42

Η διαδρομή από τον Βόλο μέχρι εδώ είναι από μόνη της ένα ταξίδι στον χρόνο. Όσο προχωράς προς τη «θαλασσινή» πλευρά του Πηλίου, το τοπίο αλλάζει χαρακτήρα, γίνεται πιο άγριο, πιο αυθεντικό. Τα 54 χιλιόμετρα που χωρίζουν τον Λαύκο από την πόλη είναι μια γέφυρα ανάμεσα στη σύγχρονη ζωή και σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος κυλά με διαφορετικό ρυθμό.

Η πρώτη ματιά: Όταν η ομορφιά σε αιφνιδιάζει

Ο Λαύκος δεν αποκαλύπτει αμέσως τη μαγεία του. Δεν είναι από αυτούς τους προορισμούς που σε εντυπωσιάζουν με θεαματικές εισόδους ή φανταχτερές πρώτες εντυπώσεις. Πρέπει να τον κερδίσεις περπατώντας, να τον γνωρίσεις βήμα-βήμα, όπως γνωρίζεις έναν καλό φίλο. Αφήνοντας το αυτοκίνητο στον κεντρικό χώρο στάθμευσης -μια απαραίτητη παύση αφού στο χωριό δεν επιτρέπεται η κίνηση οχημάτων- ξεκινήσαμε να ανακαλύπτουμε έναν οικισμό που μοιάζει να έχει παγιδευτεί στον χρόνο. Όχι με τον τρόπο ενός μουσείου υπαίθρου, αλλά με τη φυσικότητα ενός τόπου που συνεχίζει να ζει και να αναπνέει.

Τα πρώτα βήματα στα πλακόστρωτα στενά ήταν αποκαλυπτικά. Νεοκλασικά σπίτια με κήπους γεμάτους λουλούδια ξεχύνονταν σε μια συμφωνία χρωμάτων που κανένας ζωγράφος δεν θα μπορούσε να αποδώσει με ακρίβεια. Τριαντάφυλλα που αγκάλιαζαν τους τοίχους, γεράνια που κρέμονταν από παλιά μπαλκόνια, κισσοί που είχε μετατρέψει τις πέτρινες εισόδους σε ζωντανά έργα τέχνης.

Το πράσινο ήταν παντού -όχι το περιποιημένο πράσινο των μοντέρνων κήπων, αλλά το άγριο, το αυθεντικό πράσινο που αποτελεί φυσικό συνεχές του πηλιορείτικου τοπίου. Κάθε στενό έφερνε μια νέα έκπληξη: μια παλιά πόρτα με σιδερένια χαρακτηριστικά διακοσμητικά που πλέον δεν τα βρίσκεις, ένα παράθυρο που πλαισιωνόταν από αναρριχώμενα φυτά, μια αυλή όπου η σιωπή διακοπτόταν μόνο από το κελάηδισμα των πουλιών.

Ο φούρνος των ονείρων: Όταν η αρχιτεκτονική συναντά την παράδοση

Πρώτη στάση κάναμε στον φούρνο του Γιάννη και αμέσως κατάλαβα ότι βρισκόμουν μπροστά σε κάτι ξεχωριστό. Το κτίριο από μόνο του είναι ένα μικρό αρχιτεκτονικό θαύμα-έργο του Εβαρίστο Ντε Κύρικο, του ίδιου αρχιτέκτονα που σχεδίασε τον σιδηροδρομικό σταθμό του Βόλου. Η ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτό το κτίριο είναι μια από τις πιο γλυκόπικρες του Λαύκου.

Το κτίριο προοριζόταν να γίνει σταθμός τρένου. Τα σχέδια ήταν έτοιμα, οι ελπίδες των κατοίκων μεγάλες. Φαντάζομαι τότε τους ανθρώπους του χωριού να προσμένουν την άφιξη του σιδηροδρόμου που θα τους έφερνε πιο κοντά στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά η ιστορία ειρωνεύεται: ο συρμός δεν έφτασε ποτέ εδώ. Τα σχέδια αλλάξαν, οι προτεραιότητες μετατοπίστηκαν και το όνειρο του σιδηροδρόμου έμεινε όνειρο.

Όμως το όνειρο του αρχιτέκτονα δεν πέθανε μετουσιώθηκε σε κάτι πιο γλυκό, πιο ανθρώπινο. Το κτίριο έγινε φούρνος, και σήμερα γεμίζει τον αέρα με το άρωμα φρέσκου ψωμιού, ελιόψωμου, χειροποίητης τυρόπιτας, σπανακόπιτας και πολλά ακόμη. Υπάρχει κάτι συμβολικό σε αυτή τη μετατροπή: από τόπος διέλευσης έγινε τόπος παραμονής, από σημείο αναχώρησης έγινε προορισμός.

Ο Γιάννης, ο σημερινός ιδιοκτήτης, συνεχίζει μια παράδοση. Εδώ δημιουργείται κοινότητα. Κάθε πρωί, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες συγκεντρώνονται εδώ, όχι μόνο για το ψωμί αλλά για τη συναναστροφή, τις ειδήσεις, τις ιστορίες.

Το παντοπωλείο της Αφροδίτης: Ένας χώρος εκτός χρόνου

Υπάρχουν μέρη που ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει, σαν να τα έχει ξεχάσει στην πορεία του προς το μέλλον. Το παντοπωλείο της Αφροδίτης στην πλατεία είναι ένα από αυτά. Ένας χώρος όπου το παρελθόν συνυπάρχει αρμονικά με το σήμερα, όπου κάθε αντικείμενο και κάθε μυρωδιά διηγούνται ιστορίες από παλαιότερες εποχές.

Συναντήσαμε την Αφροδίτη στο παντοπωλείο, στην πλατεία. Εργάζεται εδώ από 13 χρονών, καθώς το είχε ο παππούς της και στη συνέχεια ο πατέρας της. Το άνοιξαν το 1964. Μπαίνοντας μέσα, έχεις την εικόνα του παλαιού παντοπωλείου με τα πράγματα στις προθήκες. Έχει μείνει ανέγγιχτο στον χρόνο.

Η Αφροδίτη γνωρίζει κάθε γωνιά του μαγαζιού, κάθε ράφι που έχει φιλοξενήσει γενιές πελατών. Τα χέρια της κινούνται με την εμπειρία δεκαετιών ανάμεσα στις προθήκες γεμάτες παραδοσιακά προϊόντα, στα ξύλινα ράφια φορτωμένα με κονσέρβες και μακαρόνια, στα μεγάλα βάζα με τα μπαχαρικά που στέκουν σαν φύλακες στον πάγκο. Εδώ, στην καρδιά της πλατείας, το παντοπωλείο παραμένει ένας ζωντανός μάρτυρας μιας εποχής που αρνείται να χαθεί, ένα κομμάτι της παλιάς Ελλάδας που αντιστέκεται στον χρόνο.

Καφέ με ιστορία: Στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας

Λίγα μέτρα πιο πέρα, το καφενείο του Φορλίδα μάς περίμενε σαν παλιός φίλος. Πριν καν περάσω το κατώφλι, η αίσθηση του χρόνου άλλαξε. Εδώ, στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας που λειτουργεί αδιάκοπα από το 1785, ο χρόνος δεν κυλά –στάζει, όπως ο καφές στο μπρίκι.

Το 1785. Προσπαθώ να φανταστώ την Ελλάδα εκείνης της εποχής: η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο αποκορύφωμά της, η Ευρώπη στα πρόθυρα μεγάλων αλλαγών, οι ιδέες του Διαφωτισμού να αρχίζουν να ταξιδεύουν. Και εδώ, στον απομονωμένο Λαύκο, ένα καφενείο ανοίγει τις πόρτες του. Δεν το ξέρω, αλλά πιστεύω ότι αυτό το καφενείο έχει δει περισσότερη ιστορία από πολλά μουσεία.

Συναντήσαμε τον κύριο Μανώλη, τελευταίο της οικογένειας που διατηρεί ζωντανή την παράδοση. Στα μάτια του διαβάζω γενεές ιστοριών, αιώνες προσαρμογής και αντίστασης. Δεν είναι απλώς ο ιδιοκτήτης ενός καφενείου, είναι ο φύλακας μιας παράδοσης, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.

Τα δύο του εγγόνια, ο Μανώλης –που φέρει το ίδιο όνομα με τον παππού του, συνεχίζοντας μια οικογενειακή παράδοση– και η αδερφή του, η Μιράντα, που σπουδάζει ηθοποιός, μας υποδέχτηκαν με τη ζωντάνια της νεότητας. Υπάρχει κάτι όμορφο στο να βλέπεις πώς η νέα γενιά αγκαλιάζει την κληρονομιά της χωρίς να θυσιάζει τα όνειρά της.

Ο νεαρός Μανώλης εργάζεται στο καφενείο, αλλά δεν το κάνει από υποχρέωση –το κάνει από αγάπη. Η αδερφή του ακολουθεί το πάθος της για το θέατρο, αλλά παραμένει συνδεδεμένη με τις ρίζες της. Αυτό είναι το μυστικό της επιβίωσης τέτοιων τόπων: η ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση και την εξέλιξη. Μέσα στο καφενείο, οι φιγούρες του Καραγκιόζη φαίνεται να παρακολουθούν τις συνομιλίες από τους τοίχους. Υπάρχει κάτι μαγικό σε αυτή την παρουσία –λες και οι χαρακτήρες του θεάτρου σκιών συνεχίζουν να ζουν εδώ, αναμμένοι από τις ιστορίες που ακούνε κάθε μέρα.

Ο κύριος Μανώλης αφηγείται την ιστορία του χώρου με τη φυσικότητα κάποιου που έχει ζήσει μέσα σε αυτήν την ιστορία. Μας μιλά για τις γενιές που πέρασαν από εδώ, για τις αλλαγές που είδε, για τις παραδόσεις που κράτησε ζωντανές. Και βέβαια μας αναφέρει τις σπουδαίες προσωπικότητες που απόλαυσαν τον καφέ τους κάτω από τον ψηλό πλάτανο. Μεταξύ άλλων και ο Παπαδιαμάντης και ο Κώστας Βάρναλης.

Φαντάζομαι τον μεγάλο συγγραφέα της Σκιάθου να κάθεται σε αυτή ακριβώς τη θέση, να παρατηρεί τη ζωή του χωριού, να συλλέγει εντυπώσεις που ίσως μετέτρεπε σε λογοτεχνία. Φαντάζομαι τον Βάρναλη να συζητά για την ποίηση, τη φιλοσοφία, τα οράματά του για την Ελλάδα. Αυτές οι εικόνες δεν είναι απλές φαντασιώσεις, είναι η ζωντανή μνήμη του τόπου.

Συναντήσεις στο δρόμο: Η μαγεία του απροσδόκητου

Περπατώντας μέσα στα όμορφα στενά του χωριού, με την Ελένη να μας οδηγεί σε μυστικές γωνιές που μόνο οι ντόπιοι γνωρίζουν, η τύχη μας χάρισε μια απροσδόκητη συνάντηση: τον ηθοποιό Μιχάλη Μητρούση, που έχει επιλέξει τον Λαύκο ως μόνιμη κατοικία του.

Υπάρχει κάτι μαγικό στο πώς αυτό το χωριό προσελκύει ανθρώπους της τέχνης. Δεν είναι τυχαίο. Η ησυχία είναι γεμάτη. Γεμάτη ιστορίες, γεμάτη ομορφιά, γεμάτη έμπνευση. Ο Μιχάλης μού εξήγησε ότι ήρθε εδώ αναζητώντας την αυθεντικότητα που χάνεται στις μεγάλες πόλεις. Βρήκε όμως κάτι παραπάνω, βρήκε μια κοινότητα που τον υιοθέτησε, έναν τόπο που τροφοδοτεί τη δημιουργικότητά του. «Εδώ», μού είπε, «μαθαίνεις να ακούς τη σιωπή. Και μέσα στη σιωπή βρίσκεις φωνές που δεν άκουγες πριν.» Αυτή η φράση με συντρόφευσε για όλη την υπόλοιπη επίσκεψη. Πράγματι, ο Λαύκος σε μαθαίνει να ακούς διαφορετικά.

Η ψυχή του χωριού: Μεταξύ ιστορίας και μύθου

Ο Λαύκος είναι μια εμπειρία που αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τον χρόνο και τον χώρο. Χτισμένος στα τέλη του 15ου αιώνα, αθέατος από τα πειρατικά πλοία που απειλούσαν τις ακτές, σήμερα στέκεται περήφανος στα 300 μέτρα υψόμετρο. Η στρατηγική επιλογή της θέσης δεν ήταν τυχαία. Οι πρώτοι κάτοικοι, πιθανότατα πρόσφυγες από άλλες περιοχές που αναζητούσαν ασφάλεια, έδειξαν σοφία στην επιλογή τους. Ο Λαύκος προσφέρει προστασία χωρίς απομόνωση, ασφάλεια χωρίς αποκλεισμό. Στη συνέχεια, καθώς οι απειλές μειώθηκαν, ο οικισμός επεκτάθηκε προς την κορυφογραμμή, κερδίζοντας τη θέα προς τον Παγασητικό που σήμερα μας μαγεύει.

Το κλίμα εδώ είναι ένα θαύμα της φύσης. Ακόμη και στις πιο ζεστές καλοκαιρινές μέρες, ο βορειοανατολικός άνεμος φέρνει δροσιά που κάνει τη διαμονή απολαυστική. Αυτή η φυσική ευλογία έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα του τόπου και των ανθρώπων του, υπάρχει μια ηρεμία, μια γαλήνη που πηγάζει από τη συμφωνία με τη φύση.

Το όνομά του, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, προέρχεται από τον προσδιορισμό «γλαυκός» –και πράγματι, υπάρχει κάτι γλαυκό, κάτι σοφό στην ατμόσφαιρα αυτού του τόπου. Γλαυκός όπως τα μάτια της Αθηνάς, γλαυκός όπως το χρώμα της σοφίας. Είναι ένας οικισμός που σέβεται την ιστορία του αλλά δεν παγιδεύεται σε αυτήν, που τιμά την παράδοση αλλά δεν φοβάται το μέλλον.

Θησαυροί κρυμμένοι: Τα μυστικά του Λαύκου

Μη σας ξεγελάσει η ήρεμη όψη του. Ο Λαύκος κρύβει εκπλήξεις που θα ζήλευαν πολλές μεγαλύτερες πόλεις. Το Φάμπειο Μουσείο, που λειτουργεί στο παλιό δημοτικό σχολείο από το 2005, φιλοξενεί έργα του Λαυκιώτη γλύπτη και εικαστικού Θανάση Φάμπα, κατασκευασμένα από λευκό πηλιορείτικο μάρμαρο. Τα έργα του Φάμπα είναι διάλογος με τον τόπο, μετάφραση της πηλιορείτικης ομορφιάς σε γλυπτική μορφή. Πιο εκπληκτικό όμως είναι το Μουσείο Ραδιοφώνου, μια πρωτοβουλία του αυτοδίδακτου γλύπτη και αείμνηστου εικαστικού, Αντώνη Ταβάνη. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό αρχοντικό του 1890 και διαθέτει μια μεγάλη συλλογή από σπάνια και πολύτιμα ραδιόφωνα από όλο τον κόσμο, δωρεά του Γερμανού φιλέλληνα Βίλφρεντ Σεπς.

Τους καλοκαιρινούς μήνες, οι τακτικές, εντυπωσιακές επιδείξεις αερομοντελισμού προσελκύουν θεατές από όλο το Πήλιο. Υπάρχει κάτι μαγικό στο να παρακολουθείς αυτά τα μικρά αεροπλάνα να χορεύουν στον ουρανό, με φόντο τον απέραντο Παγασητικό. Το μοντελοδρόμιο άρχισε να λειτουργεί το 2008 και από τότε αποτελεί μία αληθινή ατραξιόν του Λαύκου.

Ιερά και θέα: Τα εκκλησάκια του Λαύκου

Ακριβώς δίπλα στο μοντελοδρόμιο, το μικρό, παραδοσιακό ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία αποτελεί τον ιδανικό τόπο για συλλογισμό και απόλαυση της πανοραμικής θέας προς τον καταγάλανο Παγασητικό κόλπο. Το ολόλευκο εκκλησάκι, με το μικρό χαγιάτι και τον χαρακτηριστικό τρούλο με κεραμίδια, φαίνεται να δένει με το τοπίο σαν φυσικό του μέρος.

Η θέα από εδώ είναι μαγευτική. Ο Παγασητικός απλώνεται μπροστά σου σαν ένα γαλάζιο χαλί, ενώ τα νησιά του Αιγαίου φαίνονται σαν όνειρα στον ορίζοντα. Λόγω της ειδυλλιακής τοποθεσίας της, η εκκλησία είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στα ζευγάρια που την επιλέγουν για τον καλοκαιρινό γάμο τους.

Μονοπάτια και αναμνήσεις: Το καλντερίμι προς τη Μηλίνα

Ένα από τα πιο όμορφα εγχειρήματα στον Λαύκο είναι το κυκλικό μονοπάτι που συνδέει το χωριό με τη Μηλίνα. Υπάρχουν δύο καλντερίμια που ενώνουν τους δύο οικισμούς: το βόρειο, που περνά από το Μοναστηράκι, και το νότιο που περνά από το Γλαύκο. Και τα δύο προσφέρουν μια εμπειρία που ξεπερνά την απλή πεζοπορία.

Από την κεντρική πλατεία του Λαύκου, με τον δροσερό πλάτανο και τις παραδοσιακές ταβέρνες, παίρνεις το πλακόστρωτο καλντερίμι με κατεύθυνση προς την υπέροχη παραλία της Μηλίνας. Το μονοπάτι είναι ένα αριστούργημα λαϊκής αρχιτεκτονικής –χτισμένο με πέτρες του τόπου, ακολουθεί τις φυσικές καμπύλες του βουνού, δημιουργώντας μια διαδρομή που είναι εξίσου όμορφη με τον προορισμό. Χρειάζεσαι περίπου μία ώρα και κάτι για να φτάσεις στη Μηλίνα και άλλη μία ώρα για να επιστρέψεις στο χωριό. Αλλά αυτή η διαδρομή είναι ταξίδι στον χρόνο και στην παράδοση. Το καλντερίμι σε φέρνει σε επαφή με τον τρόπο ζωής παλαιότερων εποχών, όταν οι αποστάσεις μετριούνταν με βήματα και όχι με χιλιόμετρα. Κάθε πέτρα του μονοπατιού έχει πατηθεί από χιλιάδες πόδια, έχει δει χιλιάδες ταξίδια. Εμπόρους που κουβαλούσαν τα προϊόντα τους, αγρότες που πήγαιναν στα χωράφια τους, οικογένειες που επισκέπτονταν συγγενείς.

Η διαδρομή είναι θαυμάσια, πολύ εύκολη, ακόμα και για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την πεζοπορία. Αλλά πέρα από την ευκολία, προσφέρει κάτι πιο σημαντικό: την ευκαιρία να επανασυνδεθείς με τη φύση και με τον εαυτό σου. Στη σημερινή εποχή της ταχύτητας, το βάδισμα στο καλντερίμι είναι μια μορφή διαλογισμού.

Η νύχτα στον Λαύκο: Όταν ο χρόνος σταματά

Καθώς η μέρα κλίνει προς το τέλος της, ο Λαύκος αποκαλύπτει μια άλλη πτυχή της ομορφιάς του. Τα φώτα ανάβουν σταδιακά στα σπίτια, δημιουργώντας μια ζεστή λάμψη που αντανακλάται στις πέτρινες όψεις. Οι ήχοι της μέρας υποχωρούν, αφήνοντας χώρο στη νυχτερινή συμφωνία των τζιτζικιών και του αέρα που παίζει στα φύλλα των πλατάνων.

Η νύχτα εδώ δεν είναι σκοτάδι, είναι αγκάλιασμα. Είναι η ευκαιρία να δεις τα αστέρια όπως τα έβλεπαν οι άνθρωποι για χιλιετίες, πριν τα τεχνητά φώτα τα κρύψουν. Είναι η ευκαιρία να ακούσεις τη σιωπή, να νιώσεις την ηρεμία που έχει γίνει πολυτέλεια στον σύγχρονο κόσμο. Ενώ κάθομαι στην κεντρική πλατεία, κάτω από τον πλάτανο που σκιάζει την κεντρική βρύση, ένιωσα ότι είμαι μέρος κάποιας μεγαλύτερης ιστορίας. Οι άνθρωποι που πέρασαν από εδώ, οι ιστορίες που ειπώθηκαν, τα όνειρα που γεννήθηκαν, όλα αυτά συνεχίζουν να ζουν στην ατμόσφαιρα του τόπου. Καθώς αποχαιρετούσαμε αυτό το κρυμμένο κόσμημα του Πηλίου, καταλάβαμε ότι ο Λαύκος είναι ένα μέρος που σε επισκέπτεται κι αυτό, αφήνοντας ένα κομμάτι της ψυχής του μέσα σου. Σε έναν κόσμο που κινείται με ταχύτητες που καμιά φορά μας ζαλίζουν, ο Λαύκος προσφέρει κάτι ανεκτίμητο: την ευκαιρία να επιβραδύνεις, να αναπνεύσεις, να θυμηθείς τι σημαίνει να ζεις αντί να επιβιώνεις απλώς.

Εδώ μαθαίνεις ότι η πραγματική πολυτέλεια δεν είναι το πανάκριβο ξενοδοχείο ή το φανταχτερό εστιατόριο. Η πραγματική πολυτέλεια είναι ο χρόνος που έχεις στη διάθεσή σου, οι άνθρωποι που συναντάς, οι ιστορίες που ακούς, η σύνδεση που αισθάνεσαι με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Ο Λαύκος είναι η απόδειξη ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο τα νησιά με τις γαλάζιες θάλασσες και τις κοσμοπολίτικες ατμόσφαιρες. Είναι και αυτά τα μικρά χωριά που κρύβονται στις πτυχές των βουνών, που διατηρούν ζωντανές τις παραδόσεις, που προσφέρουν φιλοξενία χωρίς υστερόβουλα, που σε κάνουν να αισθάνεσαι σπίτι σου ακόμα κι αν τα επισκέπτεσαι για πρώτη φορά.

Για όσους αναζητούν την αυθεντική Ελλάδα, μακριά από τα μονοπάτια του μαζικού τουρισμού, ο Λαύκος περιμένει να τους αποκαλύψει τα μυστικά του. Αλλά προσοχή: μην πάτε εκεί αν δεν είστε έτοιμοι να αλλάξετε. Γιατί ο Λαύκος έχει τη μαγική ιδιότητα να αφήνει ανεξίτηλα ίχνη στην ψυχή των επισκεπτών του, να τους κάνει να ξαναδούν τον κόσμο με διαφορετικά μάτια, να τους θυμίσει τι σημαίνει να ζεις με τους αισθητήρες ανοιχτούς και την καρδιά δεκτική στη μαγεία του απροσδόκητου.

Διαβάστε ακόμα:

Λαύκος: To χωριό του νότιου Πηλίου όπου δεν επιτρέπονται τα αυτοκίνητα

3 αναζωογονητικές δραστηριότητες στο κεντρικό Πήλιο

Διακοπές στο Νότιο Πήλιο