Στην Ανάφη δεν χρειάζεσαι πολλά. Προζυμένιο ψωμί, λαχανικά από το μποστάνι, ντόπιο τυρί και ψαριά ημέρας. Εδώ, όλα έχουν μια αυθεντικότητα σχεδόν ξεχασμένη. Τίποτα φτιασιδωμένο, τίποτα στημένο -μόνο γεύσεις και άνθρωποι που σε κοιτούν στα μάτια.
Δεν είχα αυτοκίνητο, μόνο τα πόδια μου. Δεν με έφαγαν οι δρόμοι, τα μάτια μου χόρτασαν εικόνες. Ήταν σαν ένα ατελείωτο feed στο Instagram, μόνο που εδώ δεν μπορούσες απλώς να «δεις». Έπρεπε να νιώσεις, να ζήσεις πάλι. Κι αυτό είναι το μαγικό: στην Ανάφη, δεν κοιτάς απλώς, ξαναζείς.
Η Ανάφη δεν είναι «παρθένο νησί» με την έννοια του ανέγγιχτου. Είναι ένα νησί που ακόμα αντιστέκεται. Σήμα στο κινητό θα βρεις κυρίως στη Χώρα -κι αυτό είναι δώρο. Για λίγο ξεχνάς τα notifications και θυμάσαι τι σημαίνει να συναντάς ανθρώπους χωρίς φίλτρα και pixels. Δεν υπήρχαν check-in και check-out. Έφτασα στις 5 τα ξημερώματα Σαββάτου, έφυγα μία τα μεσάνυχτα για το λιμάνι. Η κυρία Βιβή, με τα δωμάτια που ακουμπούν το Αιγαίο, με αποχαιρέτησε στη βεράντα της, όπως θα το έκανε μια θεία -όχι μια ξενοδόχος. Μιλούσε για τα παιδιά της, για τον Ιούνιο που δεν πήγε τόσο καλά, για το νησί που τώρα γεμίζει. Με καθαρά σεντόνια στην αγκαλιά και ιστορίες στα χείλη.
Και η ακούραστη Έφη -από το χάραμα να καθαρίζει, να ετοιμάζει τα δωμάτια, να σε φιλεύει με το ίδιο χαμόγελο από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τραπέζι της μέρας. Η «Μαργαρίτα» δεν ήταν μόνο μια ταβέρνα. Ήταν το σαλόνι του νησιού, εκεί απ’ όπου όλοι περνούσαν έστω για μια μπουκιά και μια κουβέντα. Η γη φέτος δεν έδωσε πολλά. Η ανομβρία δυσκόλεψε την ήδη περιορισμένη παραγωγή. Μα οι άνθρωποι της Ανάφης είναι γενναιόδωροι και δίνουν πάντα κάτι παραπάνω: ιστορίες, χρόνο, βλέμματα. Στην Ανάφη, όχι μόνο δεν θα πεινάσεις, θα απολαύσεις νόστιμο και φρέσκο φαγητό, μαγειρεμένο με φροντίδα και μεράκι.
Από το τυλιχτό με καπαρόφυλλα στο «Πέτρινο», μέχρι το ψητό θράψαλο με όσπρια στη «Μαργαρίτα». Από την παραδοσιακή ψαρόσουπα στο λιμάνι μέχρι τις πιο ευφάνταστες, ethnic πινελιές του Πάρη στο «Mule and the Pig». Το φαγητό είναι μνήμη και συναίσθημα. Οι μαυροπίνακες με τα πιάτα ημέρας με γύρισαν πίσω στο σχολείο: μόνο που αντί για εξισώσεις, έκανες προσθαφαιρέσεις στις γεύσεις. Η θάλασσα ήταν παντού. Στον ήχο, στο φως, στη μυρωδιά. Δεν χρειάστηκε το ηχείο μου -το έβγαλα μόνο μία φορά. Έβαλα Χατζιδάκι, το «Βαλς των Χαμένων Ονείρων». Κι εκεί, στο μπαλκόνι με θέα το Κλεισίδι, το μονοπάτι για τις παραλίες του Κατσουνίου και του Ρούκουνα, τα όνειρα που είχα ξεχάσει, ξαναγύρισαν. Δεν υπήρχε άλλη μουσική να βάλεις, η Φύση είχε προλάβει να γεμίσει τη σιωπή με το κύμα, το αεράκι, τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν και τις σαύρες που λικνίζονταν στα στάχυα.
Ήμουν να φύγω Πέμπτη. Μα η θάλασσα αγρίεψε. Μποφόρ. Το καράβι είχε επόμενο δρομολόγιο σε τρεις μέρες -δεν χρειάστηκα παραπάνω δικαιολογία για να μείνω. Αλήθεια, ποιος δεν θα το έκανε; Δεν πήγα στις «Μάντρες» φέτος, που μόλις είχαν ανοίξει. Τις είχα ζήσει παλιά, τότε με τα ξημερώματα και τις μουσικές.
Τώρα κοιμόμουν νωρίς, ξυπνούσα με το πρώτο φως για να κολυμπήσω στα ξεκούραστα νερά πριν ξεπροβάλλουν οι γείτονές μου. Κι αυτή είναι η μαγεία της Ανάφης: μπορεί να χωρέσει και τα ξενύχτια και τις βουτιές στα δροσερά νερά, τα παραδοσιακά μαγειρευτά αλλά και τα ceviche. Ό,τι ψάχνεις, υπάρχει -αρκεί να είσαι εκεί. Στην Ανάφη δεν χρειάζεται να τρέξεις πίσω από αξιοθέατα. Εδώ, ο ίδιος ο ρυθμός του νησιού σε καλεί να επιβραδύνεις.
Τα απογεύματα έπαιρνα το ανηφορικό μονοπάτι για τη Χώρα. Ναι τα πόδια μου δεν πέρναγαν καλά. Η διαδρομή όμως και ο προορισμός με αποζημίωναν, ο ήλιος να σβήνει στις κορφές των λόφων, το αεράκι να μπαίνει μέσα στο πουκάμισό μου. Στενά σοκάκια όπου περιπλανιόσουν, παραδοσιακά σπίτια από άλλη εποχή, μεγάλοι και παιδιά να παίζουν στις πλατείες και ένας ουρανός που δεν έσβηνε ποτέ. Από όλες τις αποχρώσεις του ροζ που ξεπρόβαλλαν από τη θάλασσα μέχρι τα αστέρια που φώτιζαν αργά.
Κάθε πρωί έλεγα «Καλημέρα» και το εννοούσα. Γιατί στην Ανάφη, το να είναι «καλή» η μέρα δεν είναι ευχή. Όσο ήμουν στην Ανάφη, η μέρα μου θα ήταν σίγουρα καλή. Όπως μου είπε μια φίλη μου, ο Μονόλιθος θα είναι πάντα εκεί για μας. Κι εγώ, φεύγοντας, παίρνω μαζί μου ένα κομμάτι από εκείνον και την αίσθηση ότι, ναι, για λίγες ημέρες, έζησα αλλιώς.
Οι Αναφιώτες δεν είναι ξένοι στον κόπο. Τον 19ο αιώνα, ήρθαν στην Αθήνα και έχτισαν τα Αναφιώτικα κάτω από την Ακρόπολη. Σήμερα, εξακολουθούν να χτίζουν, όχι με πέτρα, αλλά με εμπειρίες και φιλοξενία. Γύρισαν στον τόπο τους και σε περιμένουν.
«Κόπιασε» και εσύ και έλα να τους γνωρίσεις.
Διαβάστε ακόμα:
Διακοπές στην Ανάφη: Χαλαροί ρυθμοί, εκπληκτικές παραλίες
Οι υπέροχες παραλίες της Ανάφης
Κλεισίδι, μια μποέμ παραλία με ρηχά, δροσερά νερά στην Ανάφη -Ιδανική για οικογένειες