Πρώτη φορά, επισκέφθηκα την Ύδρα το 1992, με μία φίλη, για ένα τετραήμερο, είχα την αίσθηση ότι κάτι μαγικό συμβαίνει, την ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Αν θεωρήσουμε ότι κανείς παντρεύεται έναν τόπο, εγώ στην ζωή μου, παντρεύτηκα δύο: την Ύδρα και το Παρίσι.

14

Έτσι το επόμενο καλοκαίρι, που ήταν και το επίσημο βάπτισμα στη δημοσιογραφία, συνεργάστηκα με την εφημερίδα Καθημερινή και το Ένθετο «Επτά Ημέρες» για το αφιέρωμα στην Ύδρα, η πρώτη μου συνέντευξη, ήταν από τον υδραίο ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα.

Έζησα το νησί στο μεταίχμιο μιας εποχής, ένας κύκλος έκλεινε κι ένας καινούργιος άνοιγε. Ήταν η εποχή που η συγγραφέας Μαργαρίτα Λυμπεράκη, μου χάριζε τον κόσμο ολόκληρο σ’ ένα χειρόγραφο, στο παλιό κίτρινο δημοσιογραφικό χαρτί των εφημερίδων. «Η Μαργαρίτα κοιμάται, θα σου γράψω εγώ για ’κεινη» θυμάμαι, μου είχε ψελλίσει, για την κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου, στο σπίτι της, στον Λυκαβηττό, εκείνο το ζεστό μεσημέρι, που με περίμενε με μία καφετιέρα αχνιστό καφέ και τα μπλε άφιλτρα Gauloises δίπλα.

Όλοι συνυπήρχαν στο «Μικρό και το Μέγα» του Ελύτη

Ο ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης, είχε ένα υπέροχο σπίτι, κοντά στο θρυλικό μανάβικο «Four Corners», όπως το ονόμαζαν οι ξένοι, ακριβώς δίπλα στου Λέοναρντ Κοέν, το οποίο από τύχη έγινε δικό μου, για ένα ολόκληρο καλοκαίρι, αφού εκείνος έλειπε και το είχε παραχωρήσει στην αγαπημένη του μαθήτρια, Μάγδα Σιάμκουρη. Έτσι, με τη συγκατάθεση του, έμεινα εκεί τρεις ολόκληρους μήνες. Δε θα ξεχάσω ένα μεγάλο brunch με πολλούς φίλους, τον Άνταμ Κοέν και την μητέρα του Μπάρμπαρα (δεύτερη σύζυγο του Λέοναρντ), ήταν η εποχή που είχε απομακρυνθεί από την Ύδρα. Ο Άνταμ μας έπαιζε στο πιάνο τραγούδια δικά του και του πατέρα του, όπως και στο πάρτι ένα από τα επόμενα βράδια στη ταράτσα του παλιού σπιτιού, με το μπακάλικο της γιαγιάς του Τέτση, στημένο ζωντανό-μουσείο, στο υπόγειο.

Οι ωραιότερες μνήμες από την Ύδρα, είναι τα πάρτι -κυρίως των ξένων στις ταράτσες, με θέα τον κόσμο ολόκληρο. Αυτή η καλλιτεχνική πολυ-πολιτισμικότητα, ήταν απόλυτα φυσιολογική, αφού οι σημαντικότεροι και οι ισχυρότεροι άνθρωποι στον πλανήτη και οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες στην Ύδρα συνυπήρχαν στο «Μικρό και το Μέγα», του Ελύτη.

Ένα τραπέζι δίπλα στην πισίνα, στην πέργκολα του ξενοδοχείου Bratsera, μεταμορφώνεται σε γραφείο: κασετόφωνο, χαρτιά και μολύβια και τα μεσημέρια περνούν, άνθρωποι για συνεντεύξεις και κουβέντες, ένα δροσερό χυμό, μία φρέσκια σαλάτα ή μια κρύα πάστα και μετά βουτιά στην πισίνα. Ακριβώς δίπλα, η ιδιοκτήτριά του ξενοδοχείου, Χριστίνα Νεύρου, έχει αντιστοίχως παραχωρήσει ένα μικρό μαγαζάκι, στην στενή της φίλη Φαίνη Ξύδη, προσωπικότητα ξεχωριστή, όπου πουλάει έπιπλα, χαλιά, σάρι, τσάντες, παπούτσια από τις Ινδίες.

«Έζησα το νησί στο μεταίχμιο μιας εποχής, ένας κύκλος έκλεινε κι ένας καινούργιος άνοιγε»

Έφη Μιχάλαρου

Ο θρυλικός Ενρίκε από την Αργεντινή, με το «Λουλάκι»

Στην έρευνα, ως γνωστόν, ο ένας σε συστήνει στον άλλο, ένας φίλος με σύστησε στον αρχιτέκτονα Χρήστο Παπούλια, που έμελλε να γίνει μέντορας, φίλος και σύμβουλός μου, εκείνος μ’ έφερε σ’ επαφή, με τους σημαντικότερους ξένους και Έλληνες της Ύδρας -να μην ξεχνάμε πως σε αρκετά μέρη της Ελλάδας- έχουν ξεμείνει και τα παιδιά των λουλουδιών όπως: ο Μπιλ, η Κάρεν, ο Ντον, ο άλλος Μπιλ με τη Φρατζέσκα, συγγραφείς, μουσικοί, καλλιτέχνες, που έκαναν διάφορες δουλειές για να επιβιώσουν, αλλά και ο θρυλικός Ενρίκε από την Αργεντινή, με το μπαρ «Λουλάκι» και αργότερα το αντίστοιχο κατάστημα, με είδη από την Λατινική Αμερική, τα πάρτι, τις μαράκες, τα νάτσος και τα γκουκαμόλε. Οι ξένοι του Παπούλια είναι άλλου τύπου, από τον γνωστό μινιμαλιστή Αμερικάνο ζωγράφο Μπράις Μάρντεν, που είχε αγοράσει πέντε σπίτια και ζούσε στο νησί με την γυναίκα Έλεν και τα δύο κοριτσάκια τους, μέχρι τον τεράστιο Έλληνα καλλιτέχνη Γιάννη Κουνέλλη, τον σημαντικότατο θεωρητικό τέχνης Χρήστο Ιωακειμίδη και την διάσημη curator Αντελίνα φον Φίρστενμπεργκ.

Θυμάμαι ακόμη την γνωριμία μας στον «Πειρατή», μας σύστησε ο Χρήστος στα αγγλικά, της απάντησα ελληνικά κι εκείνη ιταλικά. Είναι ίσως από τις ωραιότερες στιγμές στην ζωή μου μια και επισφραγίζει επί της ουσίας τι εστί, παγκοσμιότητα. Από τότε συνδεθήκαμε βαθιά, εκείνη μου έμαθε τον δρόμο προς τον Βλυχό. Φορούσε το μεγάλο ψάθινο καπέλο της και μαζί με τον άντρα της Έγκον φον Φίρστενμπεργκ και φίλους καλλιτέχνες, ξεκινούσαμε νωρίς το πρωί από το λιμάνι και μετά από σαράντα λεπτά περπάτημα, καταλήγαμε σ’ έναν βράχο, που έμελλε να γίνει στη συνέχεια το προσωπικό καταφύγιό μου. Τα βράδια, μάς παρέσυρε στο σινεμά, μία αυλή με γιασεμί και μπόλικο πασατέμπο, όπως και μετά την θάλασσα, καθόμαστε στο καφενείο του «Τάσου», με ελληνικό καφέ και πασατέμπο (πάλι), για ν’ ανανεώσουμε το βραδινό μας ραντεβού. Η Αντελίνα, είναι μία γυναίκα που έχει βιώσει τη σχέση Ανατολής-Δύσης και ζει στο όριο των δύο πολιτισμών. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς Αρμένιους, πήγε σχολείο στην Ιταλία και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στη Γενεύη. Ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Έγκον, ενώ η σχέση της με την Ελλάδα ξεκινάει από το πανεπιστήμιο, ως συμφοιτήτρια της Φαίνης Ξύδη, η οποία τη φιλοξενεί για πρώτη φορά στο σπίτι της στην Ύδρα και από τότε έρχεται κάθε καλοκαίρι. «Η Ύδρα είναι η Ιθάκη μου»,θα μου εξομολογηθεί σε μία δεύτερη συνέντευξη χρόνια αργότερα, η γυναίκα που σε μία ταράτσα, στην Γενεύη την δεκαετία του ’80, οργανώνει performance των Άντι Γουόρχολ, Φίλιπ Γκλας, Λόρι Άντερσον και παρουσιάζει νέους καλλιτέχνες, οι οποίοι τα επόμενα χρόνια θα είναι οι μεγαλύτεροι εικαστικοί στον πλανήτη, όπως ο Ινδός Ανίς Καπούρ, ο Νοτιοαφρικάνος Γουίλιαμ Κέντριτζ και ο μεγάλος Έλληνας Γιάννης Κουνέλλης. «Μπορώ να παρουσιάσω έκθεση οπουδήποτε. Σε underground bar, στο Guggenheim, σε ένα mοναστήρι ή όπου αλλού μπορείς να φανταστείς» θα πει ίδια.

Όταν η Μάργκαρετ χόρευε με τον Ανδρέα στη Λαγουδέρα

Η απόσταση που με χωρίζει, από τις χρυσές δεκαετίες του ’60 και του ’70 στο νησί είναι μεγάλη, δεν έζησα τα θρυλικά πάρτι στη Λαγουδέρα του Μπάμπη Μωρέ, όπου η Μάργκαρετ Παπανδρέου χόρευε με τον Ανδρέα, υπό τους λάτιν ήχους του Ζακ Μεναχέμ και η Μελίνα έπαιζε τάβλι με τον Ραφ Βαλόνε, έζησα όμως τον «Χρυσό Αλέξη» των 60s, μάνατζερ των Beatles. κατά κόσμον Αλέξη Μάρδα, με τη δεύτερη σύζυγό του και το νεογέννητο μωρό τους, το 1995, όταν δούλεψα στο φεστιβάλ που οργάνωσαν η σκηνοθέτιδα, στενή και αγαπημένη μου φίλη Γκαίη Αγγελή, με τον τότε σύζυγό της κινηματογραφιστή Θανάση Ρεντζή -ένα αφιέρωμα στις ελληνικές ταινίες του υπέροχου Ζυλ Ντασέν.

Η Ύδρα των Ελλήνων και των ξένων, είναι διαφορετική. Είχα πάντα την τύχη, να βρεθώ σε δύο παράλληλους κόσμους, που συνυπάρχουν σε έναν τόπο, τόσο ξεχωριστό όσο η Βενετία, χωρίς οχήματα, τόσο σκληρό όσο οι βράχοι και τα πέτρινα σπίτια και τόσο μεταφυσικά φωτεινό, όσο ο ήλιος, την ώρα που πέφτει στις ακτές της Πελοποννήσου και σε παρασύρει στον αέναο χορό των μύθων, των θεών και των ανθρώπων.

Αυτά τα είκοσι οκτώ χρόνια πολλά άλλαξαν και πολλά έμειναν ίδια. Οι άνθρωποι, οι χώροι, οι μυρωδιές, οι γεύσεις. Τους ωραιότερους τηγανιτούς κεφτέδες θα τους βρεις πάντα, στο οικογενειακό «Κρυφό Λιμάνι», τον ωραιότερο ψητό σολομό με λάϊμ και μπασμάτι, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου «Bratsera», μακράν τα καλύτερα πρωινά και τους πιο φρέσκους χυμούς στον «Papagalos» κι αν δε θέλει κάποιος να πάει στον Βλυχό ή στις Πλάκες για κολύμπι, σίγουρα θα κάνει μία δροσερή βουτιά στη «Σπηλιά», με παγωμένη μπύρα ή σπιτική λεμονάδα. Αν πάλι επιθυμεί να ενωθεί με την αύρα άλλων εποχών, θα απολαύσει ένα δροσερό, λευκό κρασί ή ένα κρύο προσέκο, στον «Όμιλο», πρώην Λαγουδέρα, υπό τους ήχους των κυμάτων. Το μπαλκόνι με την ωραιότερη θέα στο πέταλο του νησιού, αδιαμφισβήτητα, είναι της Σχολής Καλών Τεχνών -Αρχοντικό Εμμανουήλ Τομπάζη-, ζωντανό κύτταρο τέχνης, αφού οι φοιτητές τα καλοκαίρια, από την εποχή του Μόραλη και του Τέτση μέχρι σήμερα, έρχονται να εμπνευστούν, να στοχαστούν και να δημιουργήσουν.

Τα καλοκαίρια στην Ύδρα είναι γεμάτα τέχνη. Ο συλλέκτης Δάκης Ιωάννου, στα παλιά Σφαγεία του νησιού, οργανώνει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις της χρονιάς, προσκαλώντας το διεθνές τζετ σετ. Το ΙΑΜΥ (Ιστορικό Αρχαιολογικό Μουσείο Ύδρας), τα τελευταία χρόνια, φιλοξενεί εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, σε έναν δημιουργικό διάλογο με τα εκθέματά του. Ο Δημήτρης Αντωνίτσης, ο Αλέξης Βερούκας, και πολλοί ακόμη νέοι και παλαιότεροι, καλλιτέχνες και επιμελητές, οργανώνουν εκθέσεις, καθώς και εγώ, φυσικά.

Κάθε Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας στην Αθήνα με το flying, κοιτάζω πάντα μπροστά. Την Ύδρα, την κλειδώνω στη «δεξιά μου καρδιά», εκεί που τοποθετώ τις πιο ακριβές σχέσεις, τους μεγάλους έρωτες και τις ανομολόγητες επιθυμίες, που όσο μικραίνουν οι ώρες στα μπαρ του νησιού, τόσο μεγαλώνουν, μέχρι την πρώτη βουτιά στην Ανατολή, αλλά και την επόμενη χρονιά, που θα τις ξεκλειδώσω και θα αναφωνήσω «first we take Hydra» κατά το «first we take Manhattan» του Leonard Cohen.

*Η Έφη Μιχάλαρου είναι δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης & ανεξάρτητη επιμελήτρια εκθέσεων, διευθύντρια του online περιοδικού τέχνης www.dreamideamchine.com. Το δεύτερο βιβλίο της «σε α’ ενικό & β’ πληθυντικό ΙΙ», (εκδ. dreamideamachine.publication), με συνεντεύξεις καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και ανθρώπων της τέχνης, κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 2021. Επιμελείται ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Στις 24 Ιουνίου εγκαινιάστηκε η έκθεση «Υφαίνοντας το Μέλλον», όπου συμμετείχαν 29 καλλιτέχνιδες, ξεκίνησε στην Αθήνα το 2019 και μεταφέρθηκε στην Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, στη συνέχεια στη Δημοτική Πινακοθήκη της πόλης Σκόδρα στην Αλβανία και μετά στο Παρίσι, όπου ζει και εργάζεται η Έφη τα τελευταία χρόνια. Συμμετείχε στην έκθεση ‘’Back to Athens 8’’ 2021, με 16 καλλιτέχνες ( 1-4/7/21) στην Αθήνα και στο Isternia Zig-Zag Festival 2021! στην Τήνο με 6 καλλιτέχνες (19-25/7/21), θεσμούς που οργάνωσε μεγάλη επιτυχία η CHEAPART.