Στο πιο απόμακρο άκρο του αρχιπελάγους Lofoten, 100 χλμ. από την ηπειρωτική Νορβηγία, βρίσκεται ένα επίπεδο νησί με 300 περίπου κατοίκους, και σχεδόν ένα εκατομμύριο θαλασσοπούλια. Είναι το Røst ένα από τα μικρότερα νησιά Lofoten, τα μυστηριώδη νησιά με την τεράστια αλιευτική δύναμη στη βόρεια Νορβηγία. «Τα νησιά που ‘ναι γιομάτα θρύλους, τα Λοφούτεν» όπως λέει ο Νίκος Καββαδίας, ένα από τα πιο όμορφα και παράξενα γοητευτικά τοπία του κόσμου.

19

Έχω μόλις φτάσει μετά από ένα ταξίδι με αλλαγές πτήσεων, από την Αθήνα στο Όσλο, έπειτα στο Bodø και από εκεί με ένα ελικοφόρο 14 θέσεων, εν μέσω μιας μικρής χιονοθύελλας, στο Røst, στο μικρότερο αεροδρόμιο που έχω δει. Είναι Μάρτιος μήνας, βρίσκομαι στον Αρκτικό κύκλο και είμαι μέρος μιας αποστολής που πηγαίνει να δει το ψάρεμα του μπακαλιάρου.

Το νησί είναι καλυμμένο με χιόνι και έχει κρύο, παρόλο που το ρεύμα του κόλπου, το Gulf Stream, ζεσταίνει αρκετά τα νερά σε σχέση με άλλες περιοχές του ιδίου γεωγραφικού πλάτος όπως για παράδειγμα η Αλάσκα. Φοράμε ισοθερμικά και παπούτσια με τρακτερωτές σόλες, αλλά οι συνθήκες είναι πρωτόγνωρες, κρυώνουμε και γλιστράμε σε αρκετά σημεία.

Μένουμε στο μοναδικό ξενοδοχείο του νησιού, το Bryggehotell, ακριβώς στην άκρη της αποβάθρας. Ένα κτίριο με ξύλινη βαθυκόκκινη επένδυση και παράθυρα στη σειρά, στο ύφος των rorbu των παραδοσιακών σπιτιών των νορβηγών ψαράδων. Εδώ, στην άκρη της αποβάθρας, στην άκρη του νησιού, στην άκρη του κόσμου, οι πιο κοντινοί μας γείτονες είναι η θάλασσα και τα γύρω βουνά, γνωστά και ως το Τείχος των Lofoten. Ένα πέτρινο τείχος από πανύψηλες κορυφές και ιλιγγιώδεις πλαγιές που αναδύονται κάθετα από τη θάλασσα.

Έχει νυχτώσει πια, τρώμε βραστό φρέσκο μπακαλιάρο για βραδινό και πηγαίνουμε για ύπνο. Θα ξυπνήσουμε πολύ νωρίς την επομένη καθώς τα αλιευτικά φεύγουν από το λιμάνι γύρω στις 5 τα χαράματα.

Το πρωί ο ουρανός είναι βαρύς, η θάλασσα αρκετά τρικυμιώδης και τα πουλιά πάρα πολλά. Βρισκόμαστε στο μέρος του νησιού όπου γίνεται η επεξεργασία των ψαριών και δεν χρειάζεται να περπατήσουμε πολύ για να βρεθούμε στην καρδιά της δραστηριότητας. Στη διαδρομή βλέπουμε αποθήκες, ξύλινα σπίτια ψαράδων, καινούργια κτίσματα, και σκάφη. Τριγύρω πετούν θαλασσοπούλια πάφιν, οι παπαγάλοι της θάλασσας με τις πολύχρωμες μύτες, πάπιες και αναρίθμητοι γλάροι. Είναι τόσοι πολλοί που καλύπτουν τις στέγες των σπιτιών και των κτιρίων, κυρίως του εργοστασίου αλιείας. Νομίζω ότι έχω μπει σε ένα βιβλίο του Ιούλιου Βερν και πως ξύπνησα κι εγώ σαν τον καθηγητή Pierre Aronnax, στις «20000 λεύγες κάτω από την θάλασσα», στα θρυλικά νησιά Lofoten.

Το ψηλότερο σημείο του νησιού φτάνει μόλις τα 11 μέτρα, δεν υπάρχουν βουνά που κρύβουν τον ήλιο, δεν υπάρχουν δέντρα που σκιάζουν τη στεριά. Σε μεγάλα τμήματά του βρίσκονται τα εντυπωσιακά hjell, οι ξύλινες κατασκευές για την ξήρανση του μπακαλιάρου, όπου εργάτες με ανυψωτικά μηχανήματα κρεμάνε σε σειρές τα ψάρια, ένα θέαμα εξαιρετικά εντυπωσιακό. Τα ψάρια θα μείνουν εδώ να αφυδατωθούν στον κρύο αέρα μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Η μυρωδιά των stockfish, των ψαριών που αποξηραίνονται, πικάντικη και θαλασσινή είναι πολύ έντονη, ιδίως όταν πλησιάζεις κοντά. Οι ντόπιοι λένε ότι είναι η μυρωδιά του χρήματος αφού το εμπόριο του stockfish αποφέρει πολλά χρήματα.

Περπατώντας προσεκτικά πάνω στο χιόνι φτάνουμε στο σημείο που φεύγουν τα αλιευτικά και μαθαίνουμε πως την περίοδο της αλιείας ο πληθυσμός του νησιού σχεδόν τετραπλασιάζεται. Μια σύγχρονη αλιευτική κοινότητα με περίπου 400 σκάφη και πάνω από 1500 ψαράδες που την εποχή αυτή φορούν τα παραδοσιακά τους αδιάβροχα καπέλα, τα sou’wester, μπαίνουν στα σκάφη τους και βγαίνουν στη θάλασσα. Η επαγγελματική αλιεία στα Lofoten είναι μια χειμερινή δραστηριότητα που βρίσκεται στην ακμή της μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου. Αυτό διότι στην αρχή κάθε χρόνου, ο μπακαλιάρος ηλικίας περίπου πέντε ετών, που αλιεύεται το χειμώνα έξω από τις ακτές της Νορβηγίας (skrei) έρχεται από τη θάλασσα του Μπάρεντς στα φιόρδ για να γεννήσει.

Τα σκάφη της εποχή της αλιείας είναι πάρα πολλά, και αυτό συμβαίνει εδώ και αιώνες. Στην πραγματικότητα, χρονολογείται από την εποχή των Βίκινγκ, όταν τα ψάρια έγιναν το μεγαλύτερο εξαγωγικό προϊόν της Νορβηγίας. Τότε μάλιστα, καθώς λένε, μπορούσες σχεδόν να περπατήσεις στην επιφάνειά της θάλασσας πηδώντας από το ένα σκάφος στο άλλο. Τα πάντα μοιάζουν ειδυλλιακά, αλλά οι θρύλοι των Lofoten καραδοκούν, το ψάρεμα δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση, λέγεται ότι σε μια κακοκαιρία στις 25 Ιανουαρίου του 1893, 130 ψαράδες έχασαν τη ζωή τους στην άγρια θάλασσα.

Τα πληρώματα των αλιευτικών βρίσκονται στη θέση τους, μοιάζει με μια μεγάλη ενθουσιώδη επιχείρηση για την κατάκτηση άγνωστων κόσμων. Θρυλείται ότι στις φλέβες των νορβηγών ψαράδων τρέχει θαλασσινό νερό και βλέποντάς τους να ξεκινούν έχεις την αίσθηση ότι αυτό είναι αλήθεια. Το ψάρεμα στα αλιευτικά γίνεται κυρίως με παραγάδια και με δίχτυα και υπάρχουν αυστηροί όροι ώστε να μην γίνεται υπεραλίευση των αποθεμάτων. Τα ψάρια είναι απίστευτα σε αριθμό, και εκτός από μπακαλιάρους υπάρχουν ροζ σολομοί, πέστροφες της θάλασσας, ρέγγες, και σκουμπριά.

Εμείς μπαίνουμε στις βάρκες για να ακολουθήσουμε. Το ερασιτεχνικό ψάρεμα με τις βάρκες είναι μια εμπειρία που επιλέγουν πολλοί από όσους φτάνουν στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Lofoten, καθώς η αίσθηση ότι ζεις σαν ντόπιος ψαράς είναι μοναδική. Ο αέρας είναι παγωμένος, καθαρός, ο χρόνος μεγεθύνεται. Φοράμε τον κατάλληλο εξοπλισμό, δηλαδή αδιάβροχες στολές από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και βέβαια χοντρά γάντια. Ο καπετάνιος μας γνωρίζει που υπάρχουν τα καλύτερα σημεία για ψάρεμα, εκεί δεν χρειάζεται να έχεις μαστοριά για να ψαρέψεις, οι μπακαλιάροι έρχονται σχεδόν μόνοι τους.

Για να βρεθείς στους ψαρότοπους χρειάζεσαι περίπου 40-45 λεπτά και είναι το χρονικό διάστημα που βλέπεις γύρω σου το Τείχος των Lofoten, σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Ο καπετάνιος μάς θυμίζει πως τα πουλιά καραδοκούν και μπορεί να ορμήξουν για να πάρουν το ψάρι που πιάσαμε. Αγώνας για επιβίωση στην πιο καθαρή του μορφή. Τα καλάμια μας όμως δεν προλαβαίνουν να πιάσουν πολλά ψάρια καθώς η θάλασσα αγριεύει πολύ και πρέπει να επιστρέψουμε. Οι ψαράδες φυσικά συνεχίζουν και αργότερα θα δούμε τα σκάφη να έρχονται με βαρύ φορτίο και να παραδίδουν τα αλιεύματα απευθείας στα εργοστάσια επεξεργασίας όπου χωρίζονται ανάλογα με τις ποιότητες. Οι μπακαλιάροι που προορίζονται για αποξήρανση καθαρίζονται, αφαιρείται το κεφάλι τους και ανοίγονται κάθετα προκειμένου να στεγνώσουν στις ξύλινες κατασκευές, τα hjell, μέχρι τις αρχές Ιουνίου. Όταν θα έχουν στεγνώσει θα έχει αφαιρεθεί περίπου το 70% του νερού που περιέχουν.

Ο αποξηραμένος μπακαλιάρος, το “Lofoten stockfish” εξάγεται σε πολλές χώρες. Και είναι Protected Geographical Indication (PGI), δηλαδή Προστατευόμενης Γεωγραφικής Προέλευσης. Παρ’ όλη την ιδιαιτερότητά του όμως, στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε το stockfish, προτιμάμε τον υγράλατο μπακαλιάρο. Μόνο στα νησιά του Ιονίου μαγειρεύουν στοκοφίσι, όπως το λένε εκεί, μια κληρονομιά από τους Άγγλους και τους Ενετούς. Οι Νορβηγοί μάς πειράζουνε, «ο υγράλατος μπακαλιάρος είναι πιο βαρύς, σάς πουλάμε νερό» λένε, «το stockfish είναι καλύτερο και δεν έχει ούτε ένα κόκκο αλατιού».

Εκτός από την παραγωγή των stockfish, υπάρχει και ο υγράλατος μπακαλιάρος. Στο νησί αλλά και λίγο νοτιότερα στο Alesund, βρίσκονται εργοστάσια όπου τα ψάρια καθαρίζονται και περνάνε από τους χώρους αλατίσματος. Τόνοι αλατιού σκεπάζουν τα ψάρια τα οποία, μετά από 5-10 ημέρες και αφού στραγγίξουν από τα πολλά υγρά, μπαίνουν στο ωριμαντήριο για να στεγνώσουν ακόμη περισσότερο.

Εμείς γυρίζουμε στο ξενοδοχείο για τσάι και το βράδυ τρώμε στο Querini restaurant. Νόστιμο φαγητό, μπακαλιάρος βέβαια. Ησυχία, αναμμένα κεριά, σκανδιναβικό ζεν. Λέμε ιστορίες για τον Κέτιλ, που τον καιρό των Βίκινγκς αντιμετώπισε δύο γιγαντιαία μυθικά όντα, τον Surtr και τον Kaldrann που έτρωγαν ανθρώπους. Αλλά και για το διαβόητο Tröllaþing, τη συνέλευση των τρολ στα νησιά Lofoten, με τον τρομερό Skelkingr τον βασιλιά τους, τους μονοπόδαρους Ófoti, την Torgerd, τη γυναίκα-τρολ των παγανιστικών μύθων, και ορδές ακόμη τέτοιων φοβερών πλασμάτων, για μια γιορτή μαγείας που κανένας άνθρωπος δεν είχε δει ποτέ.

Μια ήρεμη αρκτική νύχτα όπου οι κάτοικοι των Λοφότεν κουβεντιάζουν βάζοντας snus, μια πάστα καπνού, κάτω από το πάνω χείλος τους, και πίνοντας aquavit και μπίρες. Κοιτάμε από τα παράθυρα ελπίζοντας να δούμε τις πρασινωπές και μοβ δέσμες φωτός από το Βόρειο Σέλας, να χορεύουν στο σκοτάδι, αλλά δεν είμαστε τυχεροί, η νύχτα είναι συννεφιασμένη.

Την επόμενη μέρα ξυπνάω με την παράξενη αίσθηση ότι ζω σ’ αυτό το ψαροχώρι στο Røst, όπου τα θαλασσοπούλια είναι περισσότερα από τους ανθρώπους, εδώ και καιρό. Τριγυρίζω στο νησί, πίνω καφέ, μού λένε ότι όταν δεν έχει χιόνι έρχονται πολλοί για πεζοπορία και bird watching και πηγαίνουμε να δούμε τα μεγάλα θαλάσσια κλουβιά με τις εντυπωσιακές ιχθυοκαλλιέργειες μέσα στη θάλασσα. Οι μπακαλιάροι που συλλέγονται εδώ καταναλώνονται φρέσκοι.

Έφτασε η στιγμή που πετάμε πίσω στο Bodo και από εκεί στο Ålesund που είναι χτισμένο πάνω σε ένα σύμπλεγμα νησιών. Διάσημο για την αρ νουβό αρχιτεκτονική του, υπήρξε η πρωτεύουσα της αλιείας μπακαλιάρου. Θα καθίσουμε για φαγητό στο XL Diner στην καρδιά του Ålesund. Είναι ένα από τα καλύτερα εστιατόρια μπακαλιάρου στην Ευρώπη με εκπληκτική θέα στην πόλη, τον φάρο Molja και τη θάλασσα.

Από εδώ θα κάνουμε μια μικρή κρουαζιέρα στο Geiranger Fjord, ένα από τα πιο ωραίο νορβηγικά φιόρδ, σε σχήμα S, με σκούρα πρασινομπλέ νερά, και τους καταρράκτες «Εφτά Αδελφές». Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…