Ο τουριστικός χάρτης της Ευρώπης είναι ιδιαίτερα απαιτητικός και δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι για να κάνεις εντυπωσιακή νέα είσοδο σε αυτόν –ειδικά αν μιλάμε για την Ιταλία, μια χώρα ήδη γεμάτη με διάσημους προορισμούς. Αλλά το Seborga δείχνει να τα κατάφερε μέσω μιας ανορθόδοξης μα πρωτότυπης οδού, που ήδη φαίνεται να αποδίδει καρπούς.

18

Το Seborga βρίσκεται στη βορειοδυτική Ιταλία, στην περιοχή της Λιγουρίας, πολύ κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 500 μέτρων στους πρόποδες ενός λόφου και για τα στάνταρ της ιταλικής αυτοδιοίκησης αποτελεί «comune». Εμείς, από την άλλη, θα το περιγράφαμε ως «χωριό», αφού μιλάμε για ένα μέρος με έκταση 4,9 τετραγωνικών χιλιομέτρων και 297 μόνιμους κατοίκους.

Η πιο κοντινή μεγάλη πόλη είναι η Γένοβα, στα 118 χιλιόμετρα, ενώ ο πιο εύκολος τρόπος να πάτε είναι να πάρετε κάποιο τρένο προς τη Bordighera, που βρίσκεται 13 χιλιόμετρα πιο μακριά. Απόσταση βέβαια την οποία θα πρέπει στη συνέχεια να διανύσετε οδικώς –αν και δεν λείπουν μαρτυρίες ταξιδιωτών με (ελαφρά) σακίδια πλάτης που την έκαναν με τα πόδια, φτάνοντας στο Seborga σε περίπου 3 ώρες.

Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες το Seborga απολάμβανε μια τοπική φήμη για τις ποιοτικές του ελιές, για την ιδιαίτερη ανθοκομική του παραγωγή και για το ετήσιο πανηγύρι του Αγίου Βερνάρδου, ο οποίος θεωρείται και ο προστάτης άγιός του. Μάλιστα, η πέτρινη εκκλησία του στην είσοδο του χωριού χρονολογείται στον 14ο αιώνα και είναι το πρώτο αξιοθέατο που βλέπει όποιος έρθει ως εδώ.

Οι ρίζες του χωριού ανάγονται στην αναστάτωση που έφεραν οι πειρατικές επιδρομές του 5ου αιώνα π.Χ. στα παράλια της Λιγουρίας, αναγκάζοντας σημαντικό τμήμα του πληθυσμού να μεταναστεύσει στο εσωτερικό. Οι οικισμοί που ιδρύθηκαν τότε απόκτησαν πιο συγκροτημένο προφίλ μετά την επικράτηση των Ρωμαίων, γύρω στο 250 π.Χ. Πιθανότατα το Seborga βρισκόταν ήδη ανάμεσά τους, προβιβαζόμενο έπειτα σε κάστρο (643 μ.Χ.), όταν οχυρώθηκε από τους Λομβαρδούς κατακτητές του. Το 770 πέρασε στα χέρια των Φράγκων και το 789 αποτέλεσε τμήμα της κομητείας Βεντιμίλια, η οποία κατάφερε να γίνει ανεξάρτητο κράτος γύρω στο 900. Οι διαμάχες της με τη γειτονική Δημοκρατία της Γένοβας ήταν ωστόσο διαρκείς και έληξαν με την οριστική κατάληψη της επικράτειας από τους Γενουάτες, το 1251.

Το Seborga, ωστόσο, αν και τυπικά αποτελούσε μέρος της κομητείας, δεν ακολούθησε τις τύχες της: ήδη από το 954 είχε παραχωρηθεί στους Βενεδικτίνους μοναχούς του αβαείου της Lérins. Και κάπου εδώ αρχίζει το μεγάλο μπέρδεμα, στο οποίο οφείλονται και τα σημερινά αιτήματα ανεξαρτησίας.

Το 1963 ο Giorgio Carbone, πρόεδρος του συνεταιρισμού ανθοκόμων του Seborga, αποφάσισε να ρίξει μια προσεκτική ματιά στην τοπική ιστορία. Και, σύμφωνα τουλάχιστον με τη δική του εκδοχή, από τη στιγμή που οι Βενεδικτίνοι ηγούμενοι αναγνωρίστηκαν ως πρίγκιπες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1079), το Seborga αποτέλεσε ανεξάρτητο κρατίδιο, το οποίο ποτέ δεν προσαρτήθηκε στον Οίκο της Σαβοΐας. Κάτι που σημαίνει ότι ο τελευταίος το συμπεριέλαβε αυθαίρετα στα εδάφη του το 1861, όταν συγκροτήθηκε το βασίλειο της Ιταλίας –άρα το ανεξάρτητο στάτους συνεχίζει να υφίσταται.

Με την ανθοκομία να είναι ο κύριος μοχλός οικονομικής ανάπτυξης στο σύγχρονο Seborga, οι ισχυρισμοί του Carbone έγιναν ευρέως γνωστοί. Πολλοί κάτοικοι στήριξαν την ανακήρυξη ανεξαρτησίας στην οποία προέβη, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στις εκλογές που προκήρυξε, βάσει των οποίων αυτοαναγορεύτηκε πρίγκηπας, ως Τζόρτζιο Α΄ –πόστο που κράτησε ως τον θάνατό του το 2009.

Στο διάστημα της «ηγεμονίας» του ο Carbone έστησε ένα κανονικό μικροκράτος, εμπνεόμενος από το Μονακό, το οποίο βρίσκεται μόλις 35 χιλιόμετρα μακριά. Έτσι, ο σύγχρονος επισκέπτης θα συναντήσει ένα συνοριακό φυλάκιο ερχόμενος στο Seborga (άτυπο, βέβαια, καθώς δεν φυλάσσεται), πριν μπει σε έναν τόπο που έχει δική του σημαία, δικά του διαβατήρια, δικά του γραμματόσημα, ακόμα και δικό του νόμισμα. Και δεν πρόκειται για κάποια αστεία υπόθεση: θα διαπιστώσετε ότι ορισμένα τοπικά καταστήματα δέχονται όντως μετρητά σε λουιτζίνο (όπως λέγεται το νόμισμα), το οποίο διαθέτει μάλιστα ακόμα και ισοτιμία με το ευρώ και με το δολάριο (1 λουιτζίνο = 5,40 ευρώ).

Η Ιταλία δεν έχει προβεί σε καμία στοχευμένη τοποθέτηση για όλα αυτά, οπωσδήποτε όμως δεν αναγνωρίζει ούτε το λουιτζίνο, ούτε τα τοπικά γραμματόσημα. Άλλωστε η επίσημη ιστορία είναι με το μέρος της, καθώς λέει ότι οι Βενεδικτίνοι πρίγκηπες-μοναχοί πούλησαν το Seborga στο Βασίλειο της Σαρδηνίας το 1729, οπότε, εφόσον το τελευταίο πήρε μέρος στη συγκρότηση της Ιταλίας, δεν υπάρχει βάση για τις αξιώσεις ανεξαρτησίας. Ο Carbone, βέβαια, ισχυριζόταν ότι δεν υπάρχει πουθενά τέτοιος τίτλος πώλησης, πάντως οι προσπάθειες που έκανε για προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο βρήκαν τοίχο.

Σήμερα τις προσπάθειες αυτές τις συνεχίζει η πριγκίπισσα Νίνα, η οποία κατέχει τον τίτλο από το 2019, όταν κέρδισε τις σχετικές εκλογές κόντρα στην κόρη του Carbone. «Οι δικηγόροι εξακολουθούν να ασχολούνται», δήλωσε, προσθέτοντας ότι «οπωσδήποτε δεν πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση». Σε σύγκριση ωστόσο με τον Carbone ακολουθεί ηπιότερη πολιτική, καθώς εκείνος έτεινε να προκαλεί τις αρχές με την απροθυμία του να πληρώνει φόρους στην Ιταλία. Επιπλέον διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον Δήμαρχο, ο οποίος εκπροσωπεί την ιταλική κυβέρνηση, έχοντας νομική αρμοδιότητα για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε τοπικό επίπεδο.

Είναι μια ιστορία που μάλλον εμπεριέχει και κάμποση ιδιορρυθμία, γεγονός όμως είναι ότι η δημοσιοποίησή της έφερε κάμποσους επισκέπτες στο Seborga. Με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να παρουσιάζει αρκετά ανθηρά εισοδήματα από τον τουρισμό, που πλέον συναγωνίζεται την ανθοκομία στην οικονομική ζωή των κατοίκων.

Η άνοδος του τουρισμού οδήγησε και σε μια ανάπλαση της κεντρικής πλατείας San Martino –η οποία είχε στόχο να διατηρήσει τον γραφικό, ιστορικό της χαρακτήρα που φαίνεται να ελκύει ιδιαίτερα τους επισκέπτες– ενώ αναδείχθηκε και το τοπικό Μουσείο Μουσικών Οργάνων, όπου φιλοξενούνται 135 εκθέματα χρονολογούμενα από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας.

Εκτός αυτών, πάντως, οι επισκέπτες ανακαλύπτουν και το ειδυλλιακό ημιορεινό τοπίο ενός καταπράσινου χωριού, το οποίο απολαμβάνει ωραία θέα προς την ιταλική Ριβιέρα, με το μάτι να φτάνει ως το Μονακό. Σίγουρα, βέβαια, βρίσκουν και κάτι το ξεχωριστό στα όλα πριγκηπικά «σουβενίρ» που παίρνουν μαζί τους φεύγοντας. Αν μη τι άλλο έχουν έτσι και μια διαφορετική ιστορία να διηγηθούν γυρίζοντας στους τόπους τους, η οποία κουβαλάει κάτι από την αίγλη μιας παλιότερης, χαμένης πια Ευρώπης.

Διαβάστε ακόμα:

Coumboscuro: To χωριό της Ιταλίας όπου οι κάτοικοι δεν μιλούν ιταλικά

Ο ευρωπαϊκός προορισμός που καλύπτει τα έξοδα του γάμου σας

H ιταλική πόλη που λαμπυρίζει τη νύχτα: Ένας συγκλονιστικός, ιστορικός τόπος που λάτρευε ο Χέμινγουεϊ