Πιο γνωστό σε μας με την ονομασία «Μπενάρες», το Βαρανάσι βρίσκεται στο ομόσπονδο κρατίδιο Ούταρ Πραντές, όντας χτισμένο στη δυτική όχθη του ιερού (για τους Ινδουιστές) ποταμού Γάγγη. Και είναι μία από τις τέσσερις πόλεις της Ινδίας όπου υφαίνεται όλη η πλούσια ιστορία αυτής της χώρας. Εδώ, δηλαδή, χτυπά η μυστηριακή «καρδιά» της. Και μπορείς να την αφουγκραστείς, ακόμα και αν έρθεις ως απλός επισκέπτης.

31

Η μυστηριακή Ινδία

Η πρώτη φορά που πήγα στην Ινδία, το 1981, ήταν για εμένα ένα μεγάλο πολιτισμικό σοκ. Γιατί δεν μοιάζει απλώς σαν μια άλλη χώρα, μα σαν διαφορετικός πλανήτης. Θυμάμαι πως, ό,τι κι αν αντίκριζα στους πολύβουους δρόμους, ήταν και μια καινούρια εμπειρία –κάποιες φορές αβάσταχτη. Το δίχως άλλο, μιλάμε για ένα μέρος γεμάτο αντιθέσεις, χρώματα και αρώματα, που διατηρεί όμως και μια πιο μυστηριακή αύρα, με παραπομπές σε παλιούς μαχαραγιάδες και σε φακίρηδες.

Δεκάδες παιδάκια παίζουν με τα νερά στα πάρκα και φωνασκούν χαρούμενα, αδιαφορώντας για την εξαθλίωση γύρω τους. Γοητευτικές Ινδές με πολύχρωμα σάρι και το δραματικό, γκλάμορους μολυβί κατζάλ στα μάτια διασχίζουν τους δρόμους, προσπερνώντας επαίτες ξαπλωμένους στα τσιμέντα, πάνω στα πανιά τους. Μερικές φορές δεν γίνεται να περπατήσεις δίχως να σε τραβάνε από τα μανίκια για να δώσεις μερικές ρουπίες. Κάθε πεζοδρόμιο, εντωμεταξύ, είναι γεμάτο κοκκινωπά αποτυπώματα, προερχόμενα από τα paan (φύλλα από την κληματσίδα betel, με κόκκινη πάστα): οι Ινδοί τα απολαμβάνουν στο τέλος κάποιου γεύματος –βοηθούν στην πέψη και προσφέρουν φρεσκάδα στην αναπνοή– και στη συνέχεια τα φτύνουν κάτω.

Αλλά το πιο σοκαριστικό από όλα (για μας τους Δυτικούς, τουλάχιστον), είναι η εξοικείωση αυτών των ανθρώπων με ό,τι αντιλαμβάνονται ως κάρμα: ζουν έτσι, γιατί πιστεύουν ότι έτσι είναι η μοίρα τους. Δείχνουν λοιπόν «ευτυχισμένοι», χαμογελούν δείχνοντας τα κάτασπρα δόντια τους, που κάνουν τέλεια αντίθεση με το σκούρο τους δέρμα. Κι έτσι φαίνονται πάντα χαρούμενοι κι ευγενικοί. Και δεν μαλώνουν ποτέ. Είδα, για παράδειγμα, τουκ τουκ (τα χαρακτηριστικά τρίκυκλα ταξί της Ασίας) να τρακάρουν και τους οδηγούς να βγαίνουν έξω για να συμπαρασταθούν ο ένας στον άλλον, χωρίς να βρίζονται ή να επιρρίπτουν ευθύνες.

Κάτι ακόμα πολύ διαφορετικό από τις δικές μας συνήθειες είναι ότι παντού, ακόμα και στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, θα δεις βρύσες με νερά να αναβλύζουν. Στις οποίες οι Ινδοί πλένουν τα ρούχα τους ή πλένονται και οι ίδιοι, σε δημόσια θέα. Σε πιο επαρχιακά μέρη, πάλι, θα τους δεις να βουτάνε στα ποτάμια και να απλώνουν μπουγάδες στις όχθες τους ή στα παρακείμενα δέντρα. Άσε εκείνα τα κολλαριστά, ολόλευκα πουκάμισα που φορούν πολλοί, αφήνοντάς σε να αναρωτιέσαι πώς γίνεται κι αστράφτουν έτσι. Εδώ, επίσης, οι αγελάδες είναι ιερές, οπότε κυκλοφορούν ελεύθερες –κι εξίσου ελεύθερα αφήνουν και τα περιττώματά τους. Συχνά βέβαια οι άνθρωποι (ή και οι δήμοι, μερικές φορές) τα μαζεύουν, χρησιμοποιώντας τα ως καύσιμη ύλη.

Σε κάθε περίπτωση, ένα ταξίδι στην Ινδία είναι μια συναρπαστική εμπειρία. Θα συναντήσετε εντυπωσιακούς ναούς, παλάτια, ταφικά μνημεία και μουσεία, θα δείτε τελετές (θρησκευτικές, κυρίως), στολίδια με εξωτικά λουλούδια και μια πολυχρωμία που όμοιά της δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον πλανήτη. Παράλληλα, βέβαια, θα πρέπει να είστε έτοιμοι και για το χάος στους δρόμους από αυτοκίνητα, μηχανάκια, ποδήλατα, τουκ τουκ και αγελάδες. Οι δε οδηγοί κινούνται με απίστευτες ταχύτητες, σταματάνε την τελευταία στιγμή, κορνάρουν ασταμάτητα. Ταυτόχρονα, όμως, διατηρούν και μια απίστευτη ψυχραιμία.

Στο τελευταίο μου ταξίδι παρατήρησα ότι η Ινδία έχει πάρει πια έναν διαφορετικό δρόμο, μεγάλης ανάπτυξης. Τα πάντα συντελούν πλέον σε μια καινούρια εικόνα, που παράλληλα, όμως, δείχνει να ανοίγει περισσότερο την ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Εκείνο που ένιωσα να μην αλλάζει είναι ότι αυτή η αχανής χώρα εξακολουθεί να προσφέρει στον επισκέπτη της κάτι το αναλλοίωτο και το αυθεντικό, το οποίο μένει ριζωμένο στην κουλτούρα της και στη μακραίωνη ιστορία της. Δεν απαρνιούνται το σύγχρονο οι Ινδοί. Αλλά, με έναν τρόπο που μοιάζει μαγικός, κρατάνε ζωντανό και το παραδοσιακό.

Στους δρόμους του Βαρανάσι

Κατοικούμενο από το 1800 π.Χ., το Βαρανάσι συγκαταλέγεται μεταξύ των αρχαιότερων πόλεων στη Γη. Διεθνώς, ωστόσο, είναι πιο γνωστό ως Μπενάρες (όπως είπαμε και στην αρχή), καθώς αυτό ήταν το όνομά του κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία. Σήμερα, το μέρος είναι διάσημο για τον ναό του θεού Σίβα, αλλά και για το πανεπιστήμιό του.

Τα πολύχρωμα σοκάκια του Βαρανάσι σφύζουν από ζωή, συχνά όμως είναι τόσο στενά, ώστε, εάν συναντήσεις αντίθετα ερχόμενο άνθρωπο ή ποδήλατο (για αυτοκίνητο δεν συζητάμε καν), πρέπει να πιάσεις τοίχο με την πλάτη σου. Για τους Ινδουιστές, πάντως, είναι κάτι σαν τη δική τους «Μέκκα» –μία από τις 7 ιερές τους πόλεις. Θα δείτε άλλωστε κι εσείς την παραδοσιακή καύση των νεκρών, όπως και τις τελετουργικές νίψεις στα νερά του Γάγγη. Πολλοί πιστοί έρχονται εδώ αναζητώντας τη λύτρωση.

Περιπλανηθείτε σε αυτή τη μυστηριακή πόλη με τα μικρούτσικα, θεοσκότεινα κελιά (όπου άνθρωποι προσεύχονται ή διαλογίζονται), χαζέψτε και ψωνίστε στα ατελείωτα παζάρια, αφεθείτε να μαγευτείτε. Μυριάδες άλλωστε τα λιλιπούτεια μαγαζάκια. Σε κάποια, μάλιστα, δεν χωράς καν να μπεις, γιατί ίσα-ίσα κάθεται ο ιδιοκτήτης μπροστά-μπροστά, δείχνοντάς σου το εμπόρευμά του. Εδώ πωλούνται πολύχρωμα σάρι, μεταξωτά και πανέμορφες πασμίνες, μπροκάρ υφάσματα, ασημένια και χρυσά βραχιόλια, που μερικές φορές στα φέρνουν μέσα σε μεγάλα ταψιά για να διαλέξεις. Θα βρείτε επίσης ράφτες να σας ράψουν ό,τι ύφασμα θέλετε στα μέτρα σας, μέσα σε λίγες μόνο ώρες.

Όλοι οι δρόμοι, εντωμεταξύ, οδηγούν στον Γάγγη –ή, καλύτερα, στη θεά Γάγγα. Γιατί το ποτάμι, για τους Ινδούς, αποτελεί σύμβολο μιας γυναικείας θεότητας. Γι’ αυτό και στις όχθες του είναι χτισμένα καταπληκτικά παλάτια του 17ου και του 19ου αιώνα, ιεροί ναοί, αλλά και οι διάσημες, σκαλωτές αποβάθρες: τα λεγόμενα γκατς (ghats). Καθημερινά, δεκάδες χιλιάδες πιστοί κατεβαίνουν τα 88 πέτρινα σκαλοπάτια και βυθίζονται στον Γάγγη, ώστε να ξεπλύνουν τις αμαρτίες τους. Άντρες με μαγιό ή με τα παρεό τους δεμένα στη μέση, γυναίκες με το σάρι τους, παιδιά, νέοι και γέροι. Όλοι ανάβουν μικρά κεριά μέσα σε φύλλα και λουλούδια. Εδώ ξεκινάει ο εξαγνισμός τους. Ρίχνουν τα κεριά στο ποτάμι και μετά μπαίνουν ευλαβικά και οι ίδιοι μέσα.

Ο Γάγγης, βέβαια, συγκαταλέγεται στα πιο μολυσμένα ποτάμια στον κόσμο. Αλλά αυτό δεν τους αφορά: η πίστη αποδεικνύεται μεγαλύτερη. Η περιεκτικότητα του ποταμού σε θειάφι είναι πολύ μεγάλη (εξού και το χρώμα του, αλλά και το σωτήριο απολυμαντικό, που βοηθάει τους προσκυνητές να μην κολλήσουν μολυσματικές αρρώστιες), στοιχείο που κάνει όλη την πόλη να μυρίζει χαρακτηριστικά, δημιουργώντας και μια κίτρινη σκόνη, η οποία κάθεται παντού. Εμείς νοικιάσαμε μια βάρκα για μια εντυπωσιακή βόλτα κατά μήκος των αποβάθρων. Η πιο γνωστή είναι η Μανικαρνίκα (Manikarnika), η αποβάθρα της αποτέφρωσης: εδώ η φωτιά καίει 24 ώρες το 24ωρο.

Στη Μανικαρνίκα οι συγγενείς, ντυμένοι στα αστραφτερά λευκά, φέρνουν τον νεκρό και τον τοποθετούν στο υπαίθριο αποτεφρωτήριο. Οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί ανήκουν στην πέμπτη κάστα, δηλαδή στην πιο χαμηλή βαθμίδα της κοινωνικής σκάλας στην Ινδία. Αυτοί βάζουν φωτιά στα ξύλα, κάτω από το σώμα του νεκρού. Τα ξύλα για την καύση, εντωμεταξύ, κοστίζουν πολύ: αρκετοί κάνουν οικονομία σε όλη τους τη ζωή για να τα μαζέψουν.

Κάποια στιγμή συναντήσαμε κι έναν γέρο σακάτη να σέρνεται αβοήθητος, με αγωνία, στην άκρη της όχθης του Γάγγη. Σταματήσαμε με τον φίλο μου και ρωτήσαμε αν θέλει βοήθεια. Του ζητήσαμε να μας πει πού πάει κι αυτός, με τα αποικιοκρατικά αγγλικά του και με βαθιά έκφραση ελπίδας στα μάτια, ψιθύρισε, δείχνοντας τα κρεματόρια, «πάω να πεθάνω». Στο Βαρανάσι, λοιπόν, υπάρχουν και τα λεγόμενα «ξενοδοχεία της σωτηρίας», όπου κάποιοι άνθρωποι σαν εκείνον έρχονται απλά για να πεθάνουν. Γιατί οι Ινδοί πιστεύουν ότι, αν πεθάνεις και αποτεφρωθείς στην ιερή πόλη, η ψυχή σου απελευθερώνεται από τον αέναο κύκλο των μετενσαρκώσεων και γνωρίζει τη λύτρωση.

Στη Ντασασγουαμέντ (Dasashwamedh), την κεντρική αποβάθρα, συχνά γίνονται λατρευτικές τελετές για τη θεά Γάγγα. Ιερείς ψάλλουν και χορεύουν με φωτιές, ενώ θα δείτε και ασκητές με μαλλιά ράστα, αλειμμένους με στάχτη. Συναντήσαμε όμως και τους τρομακτικούς Αγκόρι Σάντους (Aghori sadhus), ασκητές μιας ινδουιστικής σέκτας που θεωρούνται καλοί θεραπευτές. Αποζητώντας την επικοινωνία με τον θεό Σίβα και την υπέρτατη έκσταση της λύτρωσης, πίνουν ούρα και κρασί από τα κρανία των νεκρών, συνευρίσκονται χωρίς αναστολές, διαλογίζονται νύχτα και τρώνε τα υπολείμματα από τα πτώματα που ξεβράζει ο Γάγγης. Θα τους αναγνωρίσετε είτε από τα περίεργα ρούχα και τα αλειμμένα με στάχτη πρόσωπά τους, είτε επειδή κάποιες φορές κυκλοφορούν εντελώς γυμνοί.

Από τις 18 έως τις 20 Νοεμβρίου, οι όχθες του Γάγγη πλημμυρίζουν από μουσικές, λογοτεχνία και ποίηση. Τότε λαμβάνει χώρα το φεστιβάλ Mahindra Kabira, με παραστάσεις κλασικής και λαϊκής μουσικής, ομιλίες, ζωντανές επιδείξεις τέχνης, βόλτες με σκάφη στον ποταμό κλπ. Τα γκατς γεμίζουν με θιασώτες που πιστεύουν ότι οι θεοί κατεβαίνουν για να κολυμπήσουν μαζί τους στα νερά. Αυτή την ημέρα, επίσης, ανάβουν χιλιάδες λάμπες.

Λίγο έξω από το Βαρανάσι, πάντως, υπάρχει κι ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα μιας διαφορετικής θρησκείας –του Βουδισμού. Πρόκειται για το Σαρνάθ (Sarnath), το μέρος δηλαδή όπου δίδαξε για πρώτη φορά ο Βούδας. Κάποτε φιλοξενούσε στούπες (ημισφαιρικές αρχιτεκτονικές δομές, σαν ανάχωμα, οι οποίες περιέχουν κειμήλια), μοναστήρια και μοναχούς. Μετά την επέλαση των Μογγόλων τον 12ο αιώνα απέμειναν πολύ λίγα, όμως ο χώρος διατηρεί μια βαθιά πνευματικότητα. Επισκεφτείτε το μικρό μουσείο και δείτε και το εθνικό έμβλημα της Ινδίας, αλλά κι ένα από τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα: τη Στήλη του Ασόκα.

Χορτοφαγικός παράδεισος

Το Βαρανάσι είναι γνωστό και για τη μοναδική, χορτοφαγική του γαστρονομία. Παντού θα βρείτε μικροπωλητές να πουλούν φρούτα ή να τηγανίζουν σε πρόχειρες γκαζιέρες πακόρας (χορτοκεφτέδες), λουκουμάδες με σιμιγδάλι, σαμόζας (πιτάκια με αρακά και πατάτα). Με την άνοδο της vegan κουζίνας στη Δύση των τελευταίων χρόνων, σεφ από όλο τον κόσμο εμπνέονται από τη γαστρονομική κληρονομιά της πνευματικής πρωτεύουσας της Ινδίας, αναδημιουργώντας τις παραδοσιακές γεύσεις της στα εστιατόριά τους. Σε ένα ινδουιστικό μοναστήρι, ας πούμε, σέρβιραν τηγανίτες vrat ke kuttu από αλεύρι φαγόπυρου. Μια σπεσιαλιτέ που έπειτα μεταφέρθηκε στο Λονδίνο από τον βραβευμένο με δύο αστέρια Michelin σεφ Atul Kochhar, ο οποίος άνοιξε εκεί ένα σύγχρονο ινδικό εστιατόριο, το «Benares».

Η κουζίνα του Βαρανάσι γίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επειδή οι χορτοφαγικές σπεσιαλιτέ επηρεάζονται από την έντονη αίσθηση πνευματικότητας που είδαμε ότι κυριαρχεί εκεί. Ένα τέτοιο μενού βασίζεται ασφαλώς σε αυστηρά πρότυπα, καθορισμένα από τις αρχές της Αγιουρβέδα. Εξαιρουμένων λοιπόν των τουριστικών ξενοδοχείων, στην πόλη απαγορεύεται να μαγειρεύεις με κρέας, κρεμμύδι και σκόρδο, επειδή πιστεύεται ότι ο συνδυασμός αυτός αυξάνει την επιθετικότητα και τον θυμό.

Το 2019 η εθνικιστική κυβέρνηση των Ινδουιστών απαγόρευσε την πώληση και την κατανάλωση κρέατος σε ακτίνα 250 μέτρων από όλους τους ναούς και τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς του Βαρανάσι. Αμέσως δημιουργήθηκε λοιπόν μια τάση στα τοπικά εστιατόρια, να σερβίρουν χορτοφαγικές, σπιτικές συνταγές από αυτές που μεταφέρονταν συνηθως από σπίτι σε σπίτι κι από γενιά σε γενιά. Τέτοια πιάτα δεν ήταν ποτέ πιο πριν διαθέσιμα στους επισκέπτες της πόλης.

Το street food του Βαρανάσι είναι επίσης καταπληκτικό, ποικίλο και νόστιμο. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή. Μπορείτε να τρώτε ό,τι είναι καλά μαγειρεμένο ή επιμελώς τηγανισμένο, αλλά ποτέ κάτι ωμό.

Επιλογές διαμονής

BrijRama Palace

Ένα αληθινό παλάτι του 18ου αιώνα, που ανακαινίστηκε και λειτουργεί πια ως ξενοδοχείο με θέα (και άμεση πρόσβαση, μέσα από δικό του γκατ) στον Γάγγη. Είναι από τα πιο παλιά κτήρια της πόλης, πολύ κοντά στη δημοφιλή αποβάθρα Ντασασγουαμέντ, στην οποία αναφερθήκαμε και πιο πάνω. Υπέροχο σέρβις, καθαριότητα και καλή τοποθεσία.

Hotel City Palace

Ένας μοντέρνος χώρος σε καλή θέση κοντά στο κέντρο της πόλης (στο νούμερο 81 της οδού Englishia Line) και πολύ καθαρό. Καλή σχέση ποιότητας τιμής.

Επιλογές για φαγητό

Kashi Chat Bhandar: για υπέροχο street food.

Bona Cafe Restaurant & Sala: για εξαιρετικά χορτοφαγικά πιάτα.

Διαβάστε ακόμα:

Μουμπάι: Η πολύβουη μητρόπολη της δυτικής Ινδίας και επίσημη πατρίδα του Bollywood

Bαρανάσι, η πόλη όπου απαγορεύεται το κρέας

Μία μικρή Σαντορίνη σε μια παραλία της Ινδίας