Σαν διαρκές installation τοποθετημένο προσωπικά στην πολύ σημαντική για το κέντρο αρτηρία της οδού Καλλιδρομίου, η ομώνυμη λαϊκή αγορά φροντίζει να καλωσορίζει τις αλλαγές του χρόνου και των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Ναι, είναι σχεδόν τέχνη η λαϊκή της Καλλιδρομίου ή την κατέστησαν τέτοια τα μάτια μας, τα φρι πρες, η επίμονες αναζητήσεις μας του αυθεντικού, του μη αλλοτριωμένου. Γιατί, κατά τα άλλα, πατάτες, κρεμμύδια και καρότα έχει η λαϊκή. Ή μήπως τα οπωροκηπευτικά της είναι απλώς μια αφορμή να την επισκεφθούν άτομα που, παρεμπιπτόντως, χρειάζονται και μερικά λεμόνια;

12

Την λαϊκή της Καλλιδρομίου την πρωτογνώρισα δέκα χρόνια πριν, όταν ήμουν ακόμα κάτοικος Εξαρχείων. Πρωτοπήγα ένα Σάββατο μεσημέρι μαζί με τον Μακάριο Αβδελιώδη, ιδιοκτήτη της ιστορικής ταβέρνας «ο Πειναλέων», στη Νεάπολη Εξαρχείων. Θυμάμαι που μου είπε ότι είναι από τις ακριβότερες λαϊκές του κέντρου -και εβδομάδες αργότερα, μου σύστησε την έτερη σαββατιάτικη, της Μιχαήλ Βόδα στον Άγιο Παντελεήμονα. Μόλις πριν από τρία χρόνια, συνειδητοποίησα ότι η λαϊκή που «μου πάει» είναι αυτή της οδού Φυλής-εκεί δεν πας για να σε δουν, πας για να ψωνίσεις στ’ αλήθεια το φαγητό σου και μάλιστα πραγματικά οικονομικά, ενώ επικρατεί μια ατμόσφαιρα μοσχοβολιστά δημώδης, με το φλερτ από μεριάς των πάγκων και την αίσθηση ότι γνωρίζεις πραγματικά τους γείτονές σου, όλα αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα που απαρτίζουν αυτή την πόλη.

Επιστρέφοντας στην Καλλιδρομίου σταδιακά όλη την τελευταία δεκαετία, την βλέπω να σπαρταράει αγόγγυστα μες στα χρωματιστά της φουστάνια. Η πόλη στα καλύτερά της, τα πιο εξώστρεφά της. Μες στην Καλλιδρομίου χωρούν όλοι: οι μόνιμοι κάτοικοι και μικροί επιχειρηματίες, οι τουρίστες με το αργό τους βήμα, τα μικρά παιδιά, οι αγγελοπουλικού ύφους παρατηρητές της κίνησης από τα ασφαλή ορμητήρια των καφενείων και των μαγαζιών τριγύρω. Η πανίδα των μικρών καταστημάτων τριγύρω ευδοκιμεί τα πρωινά των Σαββάτων: το κρεοπωλείο του Γιάννη, τα παντοπωλεία με καλούδια από όλη την Ελλάδα και νέες αφίξεις όπως η έκτακτη ATHINEISSA (the athenian candle shop) -εκεί, βρήκα για τις ανάγκες της βόλτας που έκανα για λογαριασμό του Travel.gr το πιο νόστιμα μυρωδάτο κερί: πορτοκάλι και μπισκότα, σαν πρωινό Κυριακής στο πατρικό μου κι απ’ έξω άνοιξη ή καλοκαίρι.

Η Λουσίντα Σμιθ των Financial Times άραγε το μύρισε; Πριν από περίπου ένα χρόνο, έγραφε ότι κάθε Σάββατο στην Αθήνα, «η ιστορική αναρχική συνοικία των Εξαρχείων φιλοξενεί μια αγορά αγροτών, που τρέχει κατά μήκος της Καλλιδρομίου κάτω από τα περίφημα σκαλιά με γκράφιτι», εντάσσοντάς την σε μια λίστα με τα καλύτερα open air markets του κόσμου. Την φαντάζομαι να περπατά και ένας θαυμαστός κόσμος να ξανοίγεται μπροστά της: πάγκοι ξέχειλοι, καροτσάκια ηλικιωμένων, ατελείωτα ζευγάρια κροκς, αβοκαντάκηδες φασαίοι αγουροξυπνημένοι να αναζητούν περιπαθώς το τέλειο για άμεσο φάγωμα αβοκάντο, μουσικούς του δρόμου που παίζουν ρεμπέτικα, αυτοσχέδιους μικρούς πάγκους παιδιών που πουλούν κοσμήματα από πέτρες με ελεύθερη συνεισφορά, σκυλάκια, γλάστρες, λουλούδια.

Η καλύτερη ώρα να πας είναι μεταξύ οκτώ και έντεκα το πρωί. Το μεσημέρι συμβαίνει το τρελό πικ: από τις 11μιση ως τις 3, η όλη κατάσταση μοιάζει με φεστιβάλ. Δεν βρίσκεις, δε, ούτε καρέκλα στα μπαρ και τα καφενεία της Καλλιδρομίου, εκτός αν η τύχη είναι πραγματικά με το μέρος σου. Μιλώ για το «Bourbon» (Καλλιδρομίου 68) και το «Παρασκήνιο» (Καλλιδρομίου 68), αλλά και για το «Άμα Λάχει» (Καλλιδρομίου 69), κλασικό στέκι πεινασμένων φοιτητών και το all time classic καφενείο Μουριά (Χαριλάου Τρικούπη 87), που κρατά από το 1915. Η συγγραφέας και κάτοικος Καλλιδρομίου Χάρις Β., η οποία με συντροφεύει στην σαββατιάτικη εξόρμησή μου, με πάει στο Au Grand Zinc (Χαριλάου Τρικούπη 92). Τρώμε αλμυρές κρέπες και πίνουμε καφέ-εκείνη ψώνισε μερικές γλυκοπατάτες κι εγώ ένα μάτσο λευκά γαρύφαλλα. Ο πρώτος καφές της μέρας μας πάντως, λίγο πριν βουτήξουμε στην λαϊκή και παρασυρθούμε από το ανθρωπίσιο της ποτάμι, ήταν από τον φούρνο Rizes, αγαπημένος των κατοίκων του δρόμου και των Εξαρχειωτών γενικώς. Πολύ ευγενικά χαμόγελα εκεί μέσα, ωραία εδέσματα, φρέσκα σμούθις και φρέσκο ψωμάκι.

Χαιρετάμε κάθε λίγο γνωστούς μας, η Χάρις κι εγώ. Σημείο συνάντησης πραγματικά η Καλλιδρομίου: ζευγάρια που ξέμειναν αγκαλιά σε κάποιο σπίτι από το ξενύχτι της Παρασκευής, εύθυμες παρέες και «λιτανείες του ενός» που θα έλεγε και ο Π.Ε. Δημητριάδης. Σακούλες, φορτωμένα χέρια και ευτυχία που μπορεί να εξασφαλισθεί με λίγα ευρώ. Ύστερα από ένα session στην λαϊκή, η έξοδος του Σαββατόβραδου ωχριά ως ανάγκη. Μετά την οχλαγωγία, το πάρε δώσε, το καλαμπαλίκι, για ποιον λόγο να βγεις στα Εξάρχεια (ή άλλού) για ποτό; Γυρνάω σπίτι έχοντας προσθέσει ακόμα μία αγορά στο σημερινό ενεργητικό μου: μία φίνα μπανανιά από τον πάγκο με τα φυτά της Στέλλας, στο τέλος της λαϊκής. Η αλβανικής καταγωγής Στέλλα, πριν από μερικά χρόνια, έγινε κάτι σαν σταρ της λαϊκής, ελέω και του επιτυχημένου Instagram λογαριασμού της, αλλά κυρίως χάρη στο ταπεραμέντο της και, φυσικά, χάρη στα σπάνια άνθη και φυτά που φέρνει και πουλά, όχι ιδιαίτερα οικονομικά η αλήθεια είναι.

Το ξέρω καλά, στην Καλλιδρομίου πας για να δεις και να σε δουν. Κάτι σαν το κολωνακιώτικο Da Capo, όπως λειτουργούσε στα 90s και τα early 00s, αλλά σε edition urban μητροπολιτικής περιφοράς μποέμηδων millenials. Και η Gen Z έχει αρχίσει να επελαύνει στη λαϊκή, βεβαίως, αν και έχω την αίσθηση ότι δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για ό, τι συμβαίνει τις νυχτερινές ώρες στην οδό Ασκληπιού-προς ώρας, τουλάχιστον. Η ανθρωπογεωγραφία της Καλλιδρομίου ποικίλλει, δεν είναι απολύτως ασφαλής τρόπος να εξερευνήσεις την πραγματική ανθρωπογεωγραφία των Εξαρχείων στο σύνολό τους, καθώς έρχονται άτομα από όλη την Αθήνα, για βόλτα, για χάζι, για stories. Η Χάρις Β. μού εξηγεί ότι πολλά Σάββατα influencers ή tik tokers στήνουν τριποδάκια και αυτοκινηματογραφούνται μέσα στην λαϊκή, νιώθοντας ενδεχομένως ότι ανακάλυψαν την Αμερική, μες στην καρδιά της Αθήνας ή, έστω, μια δική τους γωνιά για να ξεφεύγουν από τους αλύπητους ρυθμούς της όταν κάνει πως τελειώνει το Σαββατοκύριακο.

Αντιμετωπίζω την λαϊκή της Καλλιδρομίου ως ένα λούνα παρκ ή, καλύτερα, ως μία ζωντανή καρτ ποστάλ. Η θέα του Λυκαβηττού πάνω από τις πορτοκαλί τέντες δίνει την αίσθηση ή, έστω, την ψευδαίσθηση ότι ζούμε στο πιο όμορφο σημείο του πλανήτη. Κι αν ανεβείτε στα σκαλάκια που οδηγούν στο Λόφο του Στρέφη και δείτε την ροή της λαϊκής από τέτοια προοπτική, τότε σίγουρα θα χαμογελάσετε, με κίνδυνο να ερωτευτείτε από την αρχή το κέντρο της πόλης, τόσο μακριά από αυτό που επιλέγουν τα τηλεοπτικά κανάλια να δείχνουν, καμιά φορά.

Διαβάστε ακόμα:

Πετράλωνα: Ταξίδι στην «καρδιά» της λαϊκής Αθήνας

Φεστιβάλ ελληνικής γαστρονομίας «Plato’s Plate» στη Λαχαναγορά του Ρέντη τον Μάιο

Aθήνα-Τιφλίδα-Καππαδοκία-Μαρόκο: Ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στη λαϊκή, το χρωματιστό σταυροδρόμι των Ανθρώπων