Κάθε τραπέζι και διαφορετική γλώσσα, ύφος, ντύσιμο. Αν περάσετε μια ολόκληρη μέρα στο εστιατόριο του Μουσείου της Ακρόπολης, θα έχετε κάνει ένα τεράστιο ταξίδι στην Υδρόγειο. Είτε κάθεστε στη σάλα με την τεράστια τζαμαρία, είτε χαλαρώνετε στη φοβερή βεράντα, δεν θα χάσετε στιγμή από το βλέμμα σας τον ιερό βράχο, την Πλάκα και τον Λυκαβηττό.

21

Στην καρδιά του βρίσκεται η ελληνική κουζίνα, όπως την ερμηνεύει ο σεφ Φίλιππος Δημόπουλος. Ο οποίος επιφυλάσσει πρωταγωνιστική θέση στα Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης και κατά ένα μεγάλο μέρος σε αγαπημένα πιάτα της παραδοσιακής και της αστικής κουζίνας. «Η συνεργασία με τον σεφ ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2020», λέει ο κ. Γιώργος Ρίζος, επιχειρηματίας με δεκαετίες εμπειρίας στον χώρο της εστίασης και της ψυχαγωγίας, που ανέλαβε τη διαχείριση του εστιατορίου ύστερα από διαγωνισμό το 2019.

«Η απόφασή μας ήταν να εστιάσουμε πρωτίστως στην ελληνική κουζίνα και στα ελληνικά προϊόντα», λέει ο σεφ. «Αυτή ήταν από την αρχή η καρδιά της κουβέντας που κάναμε με τον Γιώργο (τον κ. Ρίζο). Αυτό το μοντέλο θέλαμε να υπηρετήσουμε: να έρθει ο άλλος και να δοκιμάσει την ελληνική κουζίνα. Και την παραδοσιακή και την πιο μοντέρνα. Φτιάξαμε λοιπόν ένα μενού όπου εκείνος που κάθεται στο τραπέζι, ξένος ή Έλληνας, μπορεί να βρει και τα κλασικά-κλασικά, όπως μουσακά, παστίτσιο, φασολάδα (που τα βάζουμε στα πιάτα ημέρας), αλλά και μια πιο μοντέρνα έκφραση της εγχώριας κουζίνας».

Είναι γύρω στις 11.30 το πρωί. Ρίχνοντας μια ματιά στα τραπέζια, βλέπεις τους επισκέπτες να έχουν μπροστά τους μεγάλη ποικιλία: από καφέ μέχρι καγιανά, ποτό, κλαμπ σάντουιτς, μυζηθρόπιτες, κοκτέιλ, τηγανίτες. Στις 12 το μεσημέρι παύει να σερβίρεται το πρωινό κι αρχίζει το μεσημεριανό μενού. Ταυτοχρόνως το εστιατόριο συνεχίζει να σερβίρει καφέ, ποτά, κοκτέιλ και σνακ μέχρι να κλείσει.

Ένα πολυεθνικό παζλ

«Το μεγάλο εύρος και ο διεθνής χαρακτήρας των επισκεπτών είναι ταυτοχρόνως πρόβλημα και συνεχής πρόκληση για την κουζίνα», εξηγεί ο κ. Ρίζος. «Κάποιος ζητάει αυγοτάραχο, άλλος κλαμπ σάντουιτς, ένα γκρουπ λέει έχω 20 λεπτά για φαγητό, μερικοί επισκέπτες θέλουν απλώς να πιούν έναν καφέ. Πολλές φορές φιλοξενούνται εδώ αρχηγοί κρατών, πρόεδροι, πρωθυπουργοί, επιχειρηματίες υψηλοτάτου επιπέδου, διασημότητες της τέχνης και των γραμμάτων. Οφείλεις να έχεις προβλέψει να υπάρχουν όλα αυτά τη στιγμή που πρέπει και οπωσδήποτε να μην προδίδουν την ελληνικότητά τους».

«Να σας πω μάλιστα», συνεχίζει, «πως, από τις ερωτήσεις που δέχεται το προσωπικό, φαίνεται ότι στα τραπέζια του εστιατορίου κάθονται επισκέπτες χωρίς πολιτικούς ή επιχειρηματικούς τίτλους, αλλά με τεράστιο ενδιαφέρον να γνωρίσουν σε βάθος την ελληνική γαστρονομική κουλτούρα. Με άλλη ματιά λοιπόν θα δουν το φαγητό που προσφέρει το εστιατόριο ένας καθηγητής στο Χάρβαρντ και με άλλη ματιά θα το δει ο νεαρός ταξιδιώτης που έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα».

Σίγουρα το εστιατόριο του Μουσείου της Ακρόπολης είναι μια βιτρίνα της ελληνικής γαστρονομικής κουλτούρας, κυρίως στο εξωτερικό. Δεν είναι όμως μόνο οι ξένοι που έρχονται εδώ. Όπως λέει ο σεφ Φίλιππος Δημόπουλος είναι και οι γείτονες που έρχονται συχνά για το μεσημεριανό τους γεύμα, σχεδόν καθημερινά.

«Παλιοί Αθηναίοι με εκλεπτυσμένους τρόπους, νεαροί που όπως μας λένε λατρεύουν την ατμόσφαιρα και το φαγητό. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, είναι απίστευτο το ανθρώπινο παζλ που δημιουργείται εδώ μέσα: θα δείτε τουρίστες από όλο τον κόσμο, με το τυπικό, άνετο ντύσιμο του περιηγητή, δίπλα σε καλοβαλμένες κυρίες και σε κάποιον Έλληνα ή ξένο διάσημο ηθοποιό. Είναι πολύ κοσμοπολίτικο το μέρος, πολύ διαφορετικοί οι άνθρωποι. Οπότε η γκάμα των γαστρονομικών απαιτήσεων στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε είναι τεράστια».

Ρωτάμε τον Φίλιππο Δημόπουλο αν υπάρχει ζήτηση για vegan και vegetarian φαγητά. «Υπάρχει και μάλιστα μεγάλη και συνεχώς αυξανόμενη», μας απαντά. «Τόσο από τους ξένους που ζητούν αυτού του είδους το φαγητό –άλλωστε είναι διεθνής τάση– όσο και από τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους νέους, οι οποίοι γνωρίζουν από τα σπίτια τους τα λαδερά και τα όσπρια μα και δεν τα βρίσκουν πια έξω, ούτε και ξέρουν να τα μαγειρεύουν. Τώρα θέλουμε να φτιάξουμε γλυκά χωρίς ζάχαρη, ίσως και χωρίς γλουτένη. Γλυκά χωρίς λακτόζη φτιάχνουμε εδώ και καιρό».

Το εστιατόριο είναι πια επίσημη έξοδος

Ρωτάμε τον κ. Ρίζο τι είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη ζήτηση από το ξένο κοινό του εστιατορίου. «Το πρώτο που ζητούν οι ξένοι με το που καθίσουν στο τραπέζι τους, είναι ο ελληνικός καφές. Κάνουμε υπερκατανάλωση. Κάτι άλλο είναι πως δεν μας ζητούν φρέντο. Το «δάσος με τα καλαμάκια» που κυριαρχεί σε όλη την Ελλάδα εδώ δεν υπάρχει, με εξαίρεση τον φραπέ, ο οποίος είναι μια τουριστική ατραξιόν. Οι ξένοι ζητούν ζεστό καφέ –εσπρέσο, καπουτσίνο– αλλά, πάνω από όλα, ζητούν τον ελληνικό καφέ». Με λουκουμάκι στο πλάι; «Πριν τον covid συνοδεύαμε τον ελληνικό καφέ με μπισκότα που φτιάχναμε στην κουζίνα και μαζί δίναμε και λουκουμάκι. Το καλοκαίρι, ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα πάνε καλά, θα επανέλθουμε στα παραδοσιακά κεράσματα. Θα προσφέρουμε μάλιστα και υποβρύχιο».

Το βράδυ το μενού τροποποιείται και βάζει πιο δυνατά στο παιχνίδι τη μοντέρνα ελληνική κουζίνα, καθώς το Μουσείο μένει ανοιχτό μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα την Παρασκευή και το Σάββατο. Το μενού υιοθετεί το μοντέρνο ύφος και ως προς τις συνταγές και ως προς την παρουσίαση Είναι καλοδεχούμενη από τους επισκέπτες αυτή η εκδοχή της εγχώριας κουζίνας;

«Το κοινό της βραδινής μας λειτουργίας είναι κυρίως Έλληνες», λέει ο σεφ Δημόπουλος «και όλα έχουν δείξει πως επιθυμούν κάτι διαφορετικό και πιο επίσημο. Θέλουν δηλαδή να δοκιμάσουν ιδιαίτερο φαγητό με εξαιρετικό ελληνικό κρασί –τη λίστα των κρασιών τη φτιάξαμε σε συνεργασία με τον κορυφαίο sommelier Ανδρέα Ματθίδη AIWS– απολαμβάνοντας την ανεπανάληπτη θέα στον Παρθενώνα και την ωραία μουσική από το πιάνο, που το καλοκαίρι (κάθε Σάββατο) το μεταφέρουμε από τη σάλα στη βεράντα».

Μια ιδέα για τα πιάτα του εστιατορίου: Καγιανάς, αυγά με απάκι και στακοβούτυρο, τηγανίτες με ξινόγαλο (πρωινό), ματσάτα Φολέγανδρου με κεφτεδάκια, ρύζι με σελινόριζα, μανιτάρια και κρόκο Κοζάνης, οσπριοσαλάτα με καπνιστό χέλι Γείτονα και σκόνη αυγοτάραχο Τρικαλινός (μεσημέρι), φιλέτο μοσχαρίσιο με κρούστα από φιστίκι Αιγίνης καραμελωμένα κρεμμύδια και σάλτσα Μεταξά, φάβα Φενεού με καλαμάρι στη σούβλα, σαλάμι Λευκάδας και μαϊντανοσαλάτα (βράδυ).

Αυτή τη στιγμή η εικόνα του εστιατορίου είναι «φιλτραρισμένη» από τους περιορισμούς και τα μέτρα κατά του covid-19. Στα σχέδια για το καλοκαίρι το μενού προβλέπεται να διευρυνθεί με κατηγορίες ελληνικών προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ (καπνιστά ψάρια, τυριά, αλλαντικά κλπ.). Και στα ακόμα πιο μελλοντικά σχέδια βρίσκεται η διοργάνωση αφιερωμάτων στις τοπικές κουζίνες της χώρας μας, με σεφ ή μαγείρισσες από διάφορες περιοχές που θα μαγειρεύουν τα παραδοσιακά φαγητά του τόπου τους για μια εβδομάδα ή για δεκαπέντε ημέρες.

Προς το παρόν, το εστιατόριο λειτουργεί από τη Δευτέρα έως και την Πέμπτη από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, την Παρασκευή και το Σάββατο μέχρι τις 12 βράδυ και την Κυριακή έως τις 8 το βράδυ. Από τον Απρίλιο θα είναι ανοιχτό και καθημερινά έως τις 8 το βράδυ (εκτός από τη Δευτέρα που θα κλείνει στις 4 μμ.), ενώ θα συνεχίσει να λειτουργεί την Παρασκευή και το Σάββατο μέχρι τις 12 το βράδυ.

Διονυσίου Αρεοπαγίτου 15, Ακρόπολη
210-9000915
www.theacropolismuseum.gr/kafe-estiatorio

Διαβάστε ακόμα:

Δείπνο στo Kuzina, ένα γαστρονομικό στολίδι κάτω από την Ακρόπολη

Τουρίστας στην Αθήνα- 6 ιδιαίτερες εμπειρίες για να ζήσει κανείς κάτω από την Ακρόπολη

Ξενοδοχείο Ηρώδειο: Το «σπίτι» σας κάτω από την Ακρόπολη