Ο δρόμος από τα Ιωάννινα προς το Πωγώνι ξετυλίγεται σαν παλιό χειρόγραφο μέσα από τα βουνά της Ηπείρου. Περνώντας το Καλπάκι, ο δρόμος, μας οδηγεί ολοένα πιο βόρεια, προς τα χωριά που κρέμονται στις πλαγιές σαν παλιές φωτογραφίες. Μετά από μία ώρα και ένα τέταρτο, το Κεφαλόβρυσο εμφανίζεται μπροστά μας: ένα χωριό που φυλάει στις πέτρες του ιστορίες αιώνων.
Ο Λεωνίδας μάς περιμένει στην αυλή του, όπου η φωτιά για τα παϊδάκια έχει ήδη αρχίσει να καίει. Ο κήπος του απλώνεται γενναιόδωρα, προσφέροντας τη δική του ησυχία σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει τι θα πει αργός ρυθμός ζωής. Κι όμως, η πραγματική ιστορία αρχίζει όταν στον ολάνθιστο κήπο με τις τριανταφυλλιές, κατεβαίνει η Δημητρούλα. Μαυροφορεμένη, με τα χέρια της να φανερώνουν τα χρόνια μιας ζωής γεμάτης δουλειά, αλλά με μάτια που αστράφτουν σαν να έχουν παγιδέψει μέσα τους όλο το φως των βουνών. Η γιαγιά του Λεωνίδα φέρνει μαζί της τη μνήμη ενός κόσμου που χάθηκε.
Οι μεγάλες μετακινήσεις
«Εδώ δεν μπορούσε να μείνεις με τα ζώα τον χειμώνα», αρχίζει η Δημητρούλα, και η φωνή της παίρνει μία βαθιά, νοσταλγική χροιά. «Είχε πολύ κρύο και χιόνι και δεν υπήρχε γρασίδι για τα ζώα. Φεύγαμε με τα πόδια και οδηγούσαμε τα ζώα για να ξεχειμωνιάσουν».
Στα λόγια της ζωντανεύει ένας κόσμος που για αιώνες ακολουθούσε τους ρυθμούς της φύσης. Κάθε Οκτώβριο, όταν οι πρώτες παγωνιές άρχιζαν να δαγκώνουν τις κορυφές του Πωγωνίου, οι οικογένειες του Κεφαλόβρυσου άρχιζαν τις προετοιμασίες για το μεγάλο ταξίδι. Προορισμός: τα χαμηλά, τα ζεστά λιβάδια κοντά στη Σαγιάδα της Θεσπρωτίας.
Δεν ήταν μια συνηθισμένη μετακόμιση. Ήταν μια μετανάστευση που απαιτούσε οργάνωση, αντοχή και βαθιά γνώση των μονοπατιών που σχημάτιζαν έναν αόρατο χάρτη στη μνήμη των βοσκών. Κάθε οικογένεια με το δικό της κοπάδι, σε συγκεκριμένη απόσταση από τις άλλες για να μην μπερδευτούν τα ζώα, αλλά όλες μαζί στο μεγάλο ταξίδι.
Νύχτες κάτω από τ’ αστέρια
«Η διαδικασία αυτή έπαιρνε μέρες», συνεχίζει η Δημητρούλα, και στα μάτια της βλέπω να παίζουν εικόνες από το παρελθόν. Φαντάζομαι τις αυγές που ξεκινούσαν με τα τροκάκια, τα καμπανάκι στο λαιμό των ζώων, να ηχούν, τα μεσημέρια που το κοπάδι σκορπιζόταν στα βουνοχώραφα για να βοσκήσει, τις νύχτες που στήνονταν τα προσωρινά μαντριά κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αστέρια.
Κάθε βράδυ, μία νέα στάση. Κάθε βράδυ, ένας νέος προσωρινός κόσμος που στήνονταν γύρω από τη φωτιά. Οι άνθρωποι και τα ζώα τους, ενωμένοι σε μία αρχέγονη συμβίωση που χρονολογείται από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να κυνηγάει τους ορίζοντες. Δεν υπήρχαν ξενοδοχεία, δεν υπήρχαν εστιατόρια. Υπήρχε μόνο ο δρόμος, η αλληλεγγύη και η βαθιά γνώση πως η επιβίωση εξαρτιόταν από την ικανότητα να προσαρμόζεσαι στους ρυθμούς της φύσης.
Αυτή η ζωή δεν ήταν ρομαντική με τον τρόπο που τη φαντάζονται οι αστοί. Ήταν σκληρή, απαιτητική, γεμάτη κινδύνους. Αλλά μέσα στη σκληρότητά της κρυβόταν κάτι που έχουμε χάσει: η αίσθηση της βαθιάς σύνδεσης με τον κόσμο γύρω μας.
Η ουσία της νομαδικής ζωής
«Περνούσαμε ωραία», λέει η Δημητρούλα με θαλπωρή στη φωνή. «Δύσκολα αλλά όμορφα. Έχουμε πολλές αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια και τώρα που έφυγαν οι άνθρωποί μας, οι αναμνήσεις αυτές είναι ακόμη πιο έντονες». Εδώ, βρίσκεται η καρδιά της νομαδικής ζωής. Κάθε εποχή έφερνε τις δικές της προκλήσεις, κάθε τόπος τους δικούς του κανόνες. Οι νομάδες του Πωγωνίου δεν κατέκτησαν τη φύση αλλά έμαθαν να χορεύουν μαζί της. Αυτή η σοφία, που γεννιόταν από την καθημερινή επαφή μαζί της διαμόρφωσε ανθρώπους που μπορούσαν να διαβάζουν τον καιρό από τα σύννεφα, να ξέρουν τι θα φέρει ο χειμώνας από τον τρόπο που κινούνταν τα πουλιά, να βρίσκουν νερό ακόμη και στις πιο άγονες περιοχές.
Σήμερα, η Δημητρούλα ζει με την Αγγελική, τη νύφη της. «Ο γιος μου έφυγε νωρίς και λίγο μετά και ο σύζυγός μου», μας εξομολογείται. «Σήμερα ζω με τη νύφη μου και είμαστε αγαπημένες. Η μία στηρίζει την άλλη και προσπαθούμε, με τις αναμνήσεις μου εγώ και με τη δημιουργικότητά της η Αγγελική, να συνεχίσουμε».
Η Αγγελική μάς μιλάει για τους κήπους τους με τα μαρούλια και τα κρεμμύδια, για την καθημερινότητα που έχει στηθεί γύρω από τη φροντίδα της γης και των αναμνήσεων. Τα Σαββατοκύριακα έρχεται ο Λεωνίδας με τα εγγόνια και τότε το σπίτι γεμίζει με τις φωνές που θυμίζουν παλιές εποχές. Είναι ένας άλλου είδους νομαδισμός αυτός. Όχι στους δρόμους με τα κοπάδια, αλλά στον χρόνο: μία συνεχής κίνηση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στη μνήμη και την ελπίδα.
Όταν τελικά γυρίσαμε στα παϊδάκια που μας περίμεναν, καταλάβαμε ότι είχαμε είχαμε αγγίξει μία κληρονομιά που χάνεται, μία σοφία που γεννιόταν από την άμεση σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο γύρω του.
Οι ιστορίες της γιαγιάς Δημητρούλας είναι μαρτυρίες ενός τρόπου ζωής που για χιλιάδες χρόνια διαμόρφωσε τον πολιτισμό της Μεσογείου. Ενός τρόπου ζωής που μας θυμίζει ότι η πραγματική πολυτέλεια δεν βρίσκεται στην ακινησία, αλλά στην ικανότητα να κινείσαι με σκοπό, να προσαρμόζεσαι με σοφία, να βρίσκεις το σπίτι σου σε μία νέα νοοτροπία.
Ήταν ήδη απόγευμα στο Κεφαλόβρυσο και οι σκιές των βουνών άρχιζαν να απλώνονται στον κήπο του Λεωνίδα. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι κάποιες από τις πιο σημαντικές διαδρομές του ανθρώπου δεν χαράσσονται σε χάρτες αλλά στην καρδιά.
Διαβάστε ακόμα:
Παλαιόπυργος: Ο τριπλός καταρράκτης του Πωγωνίου με τις χαρακτηριστικές οβίρες
Τα χωριά του Πωγωνίου: Ανόθευτα, αυθεντικά, μοναδικά
Παλαιόπυργος Πωγωνίου: Άγνωστοι καταρράκτες, ξεχωριστά έθιμα και υπέροχα μονοπάτια ανάμεσα σε βελανιδιές