Σε παλιότερα χρόνια η Πολύδροσος και οι ομορφιές της ήταν γνώριμη μόνο σε όσους ζούσαν στην κεντρική Στερεά Ελλάδα. Εδώ και κάποιον καιρό, ωστόσο, έχει αποκτήσει τη δική της φήμη ανάμεσα στα χωριά που εντοπίζονται «πίσω από τον Παρνασσό», με αποτέλεσμα να γνωρίζει τη δική της τουριστική ανάπτυξη.

17

Η Πολύδροσος (και όχι «το Πολύδροσο», όπως αναγράφεται λανθασμένα ορισμένες φορές) βρίσκεται στη Φωκίδα, όντας χτισμένη στις βορειοανατολικές πλαγιές του Παρνασσού, σε υψόμετρο 380 μέτρων. Για την περιοχή της, μάλιστα, παραμένει σημαντικό κεφαλοχώρι, αριθμώντας πληθυσμό 1.125 μόνιμων κατοίκων (σύμφωνα με την απογραφή του 2011).

Διοικητικά το χωριό υπάγεται πλέον στον διευρυμένο Δήμο Δελφών, κάτι που έχει ενισχύσει το τουριστικό του προφίλ, τοποθετώντας το στον «χάρτη» όσων επισκεπτών έρχονται να θαυμάσουν τον περίφημο αρχαιολογικό χώρο. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που το μαθαίνουν μέσω Αράχωβας και Αγόριανης, ως προορισμό μιας ωραίας ημερήσιας εκδρομής από εκεί –άλλωστε ανάμεσα στην Πολύδροσο και το γειτονικό χωριό Λιλαία εντοπίζονται και οι πηγές του ποταμού Κηφισού, ενώ σχετικώς κοντά (στα 20 χιλιόμετρα) βρίσκεται και το Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού.

Η Πολύδροσος με μια ματιά

Η Πολύδροσος έχει ιδρυθεί σε μια βουνίσια τοποθεσία που κατοικείται ήδη από την προϊστορία. Στην αρχαιότητα μάλλον αποτελούσε τμήμα της πόλης-κράτους Έρωχος, που επιβίωσε με διάφορες μορφές ως τον Μεσαίωνα, όταν φαίνεται να καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό. Μάλιστα, στη βόρεια έξοδο του σημερινού χωριού εξακολουθούν να διακρίνονται τα απομεινάρια ενός αρχαίου ιερού της Δήμητρας, ενώ πιστεύουμε ότι η εκκλησία του Αγίου Χριστόφορου έχει οικοδομηθεί πάνω σε ερείπια ναού αφιερωμένου στην Άρτεμη, όπου μάλλον λατρευόταν παράλληλα και ο ποτάμιος θεός Κηφισός.

Οι ρίζες της Πολυδρόσου δείχνουν χαμένες στους μεσαιωνικούς αιώνες, ωστόσο θεωρούμε πιθανό ότι ιδρύθηκε από Σλάβους, καθώς είχε το σλάβικο όνομα Σουβάλα. Μάλιστα, η αρχική θέση βρισκόταν ψηλότερα, εκεί όπου σήμερα στέκει η Άνω Πολύδροσος –με την οποία δεν πρέπει να συγχέεται. Είναι δηλαδή μετά την καταστροφή της τελευταίας από έναν ακόμα σεισμό (1870) που πολλοί Σουβαλιώτες αποφάσισαν να κατηφορίσουν προς τον κάμπο, συγκροτώντας τον οικισμό που εξελίχθηκε στο σημερινό χωριό.

Η Σουβάλα έγινε Πολύδροσος το 1928, στο πλαίσιο της αντικατάστασης των σλαβικών τοπωνυμίων με ελληνικά, αποκτώντας ένα όνομα που αντανακλά τα άφθονα νερά της περιοχής, τα οποία τρέχουν ειδυλλιακά ανάμεσα σε δάση με έλατα, πεύκα, καστανιές και μηλιές. Χάρη σε αυτά, μάλιστα, ευτύχησε να είναι κι ένας από τους πρώτους οικισμούς της Ελλάδας που απόκτησε ηλεκτρικό ρεύμα, αφού εκεί ιδρύθηκε στα 1924 ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο που υπήρξε από τα σημαντικότερα της εποχής του για την εκβιομηχάνιση της χώρας μας. Στις μέρες μας είναι ερειπωμένο μα ακόμα διακριτό, στη δυτική πλευρά του χωριού, στη θέση που οι ντόπιοι αποκαλούν «Μαντάμια».

Κατά τα λοιπά, ο σημερινός επισκέπτης στέκεται στην πλακόστρωτη κεντρική πλατεία του χωριού με τα πλατάνια, την τριπλή πέτρινη βρύση, τα μαγαζιά και την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, περπατά όμως με ευκολία και στα δρομάκια, θαυμάζοντας τα παραδοσιακά, πετρόχτιστα σπίτια. Αν σας αρέσει η πεζοπορία, βέβαια, μπορείτε να κατευθυνθείτε κι έξω από την Πολύδροσο, αναζητώντας τον βυζαντινό ναό της Παλαιοπαναγιάς (ή Μαυρομαντήλας), η οποία στέκει εκεί από το 560. Απέχει 2 χιλιόμετρα, με τη διαδρομή να είναι και όμορφη και εύκολη –θα σας πάρει γύρω στα 20 λεπτά.

Διαμονή-καφές-φαγητό

Αρκετοί επισκέπτονται την Πολύδροσο απλά για εκδρομή, έχοντας τη βάση τους στην Αράχωβα ή στους Δελφούς, ωστόσο το χωριό έχει αναπτυχθεί τουριστικά, διαθέτοντας καλές υποδομές για όσους θα ήθελαν να μείνουν σε αυτό, ώστε να απολαύσουν τη γύρω φύση. Άλλωστε πρόκειται για προορισμό που προσφέρεται για όλες τις εποχές του χρόνου: είναι γραφικός και χιονισμένος τους χειμώνες, έχει δροσιά το καλοκαίρι, ενώ κάθε φθινόπωρο και άνοιξη το τοπίο βρίσκεται στα πιο θεαματικά και χρωματιστά του.

Ενδεικτικά, μπορείτε να μείνετε στον ξενώνα «Δρυάς» με τα παραδοσιακώς επιπλωμένα δωμάτια, στον ξενώνα «Καραχάλιος» που βρίσκεται σε ανακαινισμένη οικία του 19ου αιώνα ή στο ξενοδοχείο «Πολύδροσος», το οποίο διαθέτει lounge με τζάκι και μπαλκόνια με θέα προς το χωριό. Τσεκάρετε ωστόσο και τα περιποιημένα δωμάτια που προσφέρει το επισκέψιμο «Οινοποιείο Αργυρίου», ειδικά εάν είστε φίλοι του κρασιού.

Τα καφέ «Κεντρικόν» και «Πέτρινο» στην πλατεία του χωριού είναι στέκια των ντόπιων, με καλό καφέ, χειροποίητα γλυκά και επιλογές για ποτό: δοκιμάστε π.χ. καρυδόπιτα στο «Πέτρινο» ή τα κοκτέιλ του «Κεντρικόν». Στο «Μ’αρρές», πάλι, μπορείτε να κάτσετε για κρασί, τσίπουρο και μεζέ, ενώ πολλές επιλογές θα βρείτε και για φαγητό.

Ενδεικτικά, το «Κατώι» έχει μαγειρευτά και πιο γκουρμέ επιλογές για όσους αναζητούν κάτι πέρα από την κλασική ελληνική ταβέρνα. Η«Δροσιά» θεωρείται προορισμός για τους φίλους των κρεατικών –για καλοψημένη προβατίνα, κοντοσούβλι, πικάντικο λουκάνικο– ενώ ο «Κωτσούλας» έχει και ωραίο εσωτερικό χώρο, αλλά και τραπεζάκια έξω, κάτω από τα σκιερά δέντρα. Γενικά, αξίζει να δοκιμάσετε τα κρέατα και τα τυριά στην Πολύδροσο, καθώς είναι ντόπιας παραγωγής.

Πώς θα πάτε στην Πολύδροσο

Είναι εύκολο να φτάσετε στην Πολύδροσο, καθώς τη διασχίζει η επαρχιακή οδός Γραβιάς-Φθιώτιδας. Αν βρίσκεστε στους Δελφούς υπολογίστε ότι απέχει 35 χιλιόμετρα, ενώ αν ξεκινάτε από την Αράχωβα θα σας πάρει 45 λεπτά με το αυτοκίνητο για να φτάσετε εδώ. Αν αφετηρία σας είναι η Αθήνα, πάλι, θα βγείτε προς Λιβαδειά και θα πάρετε τη διαδρομή που οδηγεί προς Χαιρώνεια, Τιθορέα και Αμφίκλεια: θα χρειαστείτε γύρω στις 2,5 ώρες για να προσεγγίσετε στο χωριό.

Εάν δεν διαθέτετε δικό σας αμάξι, υπάρχει η δυνατότητα να έρθετε και με το τρένο. Θα επιβιβαστείτε στην Αθήνα παίρνοντας το δρομολόγιο για τον σταθμό Λιανοκλαδίου και διαλέγετε έπειτα αν θα κατέβετε στη στάση Αμφίκλεια (9 χιλιόμετρα μακριά) ή στη στάση Λιλαία (4 χιλιόμετρα πιο πέρα). Εκεί, βέβαια, θα πρέπει να κάνετε κάποια συνεννόηση μεταφοράς με αυτοκίνητο στην Πολύδροσο.

Διαβάστε ακόμα:

Χρισσό Φωκίδας: Boυνό, πράσινο και θάλασσα σε ένα χωριό στους πρόποδες του Παρνασσού

Βάργιανη: Ο «άγνωστος», κρυμμένος παράδεισος της Φωκίδας

Αθανάσιος Διάκος: O παράδεισος των καλοφαγάδων της Ρούμελης