Χρειάζεται να διανύσεις πολλά ναυτικά μίλια για να φτάσεις στην ακριτική Κάσο. Αξίζει να το κάνεις. Γιατί είναι μια πραγματική απόδραση από την καθημερινή σου ζωή.
Θα βρεις ανθρώπους φιλόξενους, θα πάρεις μέρος σε πανηγύρια που όμοιά τους δεν έχεις συναντήσει και θα γευτείς μοναδικά εδέσματα φτιαγμένα με τους πατροπαράδοτους τρόπους και υλικά ντόπια, ολόφρεσκα. Θα βουτήξεις σε κρυστάλλινα νερά και θα λιαστείς σε παραλίες χωρίς καμία υποδομή, θα περπατήσεις σε χωριά με καπετανόσπιτα που μαρτυρούν τη σπουδαία ναυτική παράδοση του νησιού. Θα μάθεις για την μεγάλη ναυπηγική του ιστορία, θα ατενίσεις τα βραχώδη, ξερικά τοπία και τον απέραντο υδάτινο όγκο του Αιγαίου και του Λιβυκού, θα κάτσεις στα καφενεία χαζεύοντας τα ψαροκάικα, θα πάρεις μέρος σε γλέντια που οργανώνονται αυθόρμητα στις ταβέρνες και θα μείνεις σε απλά ενοικιαζόμενα δωμάτια -χωρίς να σε ενοχλήσει η αισθητική τους που παραπέμπει σε παλαιότερες δεκαετίες.
Κάθε τι με το οποίο θα έρθεις σε επαφή στην Κάσο μοιάζει ανέγγιχτο από τον χρόνο και την «τουριστική εξέλιξη» που έγινε μάστιγα σε άλλα Δωδεκάνησα. Και, αν έρθεις με την ψυχή σου ανοιχτή, θα απολαύσεις μια σπάνια μύηση στη ζωή ενός τόπου ανεπιτήδευτου, με ολότελα δική του προσωπικότητα. Γνωρίστε ένα νησί αυθεντικό και φιλόξενο, στα άγονα εδάφη του οποίου η «τουριστική ανάπτυξη» δεν βρήκε χώρο για να ριζώσει και να εξαπλωθεί.
Το Φρυ
Πρωτεύουσα και λιμάνι της Κάσου, το Φρυ είναι το ένα από τα πέντε πολύ κοντινά μεταξύ τους χωριά που είναι όλα κτισμένα στα βόρεια του νησιού.
Ιδρύθηκε το 1840 από κατοίκους κυρίως της Aγίας Mαρίνας και απλώνεται γύρω από τον κόλπο της Mπούκας που έχει σχήμα φρυδιού, από όπου μάλλον πήρε και το όνομά του ο οικισμός. Το μικρό, πανέμορφο λιμανάκι, στο οποίο προσαράζουν τα ψαροκάικα και τα τρεχαντήρια λέγεται κι αυτό Μπούκα και μοιάζει με πειρατικό.
Στον οικισμό υπάρχουν ωραία πετρόκτιστα σπίτια, αληθινά κομψοτεχνήματα, όπως του Mηνακούλη, όπου στεγάζεται ο υγειονομικός σταθμός, ο παραδοσιακός ξενώνας του σχολείου, το αρχοντικό του Kουτλάκη και άλλα σπίτια πλοιοκτητών και καπεταναίων. Λόγω του ότι στην Κάσο δούλεψαν σχεδόν αποκλειστικά Καρπάθιοι τεχνίτες, η παραδοσιακή αρχιτεκτονική είναι σχεδόν πανομοιότυπη με αυτήν της Καρπάθου. Υπάρχουν δίπατες, αλλά και απλές μονόχωρες κατοικίες και οι αυλές είναι στρωμένες με ασπρόμαυρα βοτσαλωτά, φτιαγμένα από τα λεγόμενα χοχλάκια.
Στη μικρή πλατεία μπροστά στο Δημαρχείο βρίσκεται το μνημείο του Ολοκαυτώματος που υπενθυμίζει την καταστροφή της Κάσου από το στόλο των Αιγυπτίων υπό τη διοίκηση του Χουσεϊν Μπέη, το 1824. Αξιοθέατη είναι η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, προστάτη του νησιού, κτισμένη στις αρχές του 20ού αι., με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο και περίτεχνο καμπαναριό με ρολόι. Στο Φρυ υπάρχουν καφενεία και ψαροταβέρνες καθώς και τα περισσότερα μικρά ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια της Κάσου.
Αρχαιολογική Συλλογή
Στεγάζεται στο παλιό δημαρχείο, στο Φρυ και περιλαμβάνει επιγραφές, αρχιτεκτονικά μέλη, νομίσματα, αγγεία, όστρακα κ.α. Χαρακτηριστικά εκθέματα είναι οι ενεπίγραφες ελληνιστικές πέτρινες πλάκες σε σχήμα δίσκου από την ακρόπολη στο Πόλι. Στο υπόγειο του κτιρίου έχει στηθεί ένα μικρό λαογραφικό μουσείο που αναπαριστά ένα κασιώτικο σπίτι με αυθεντικά, παλιά αντικείμενα.
Ναυτικό Μουσείο
Δημιουργήθηκε χάρη στην συλλογή του καπετάνιου και πρώην αντιδημάρχου Α. Χατζηπέτρου και βρίσκεται στο Φρυ. Αφηγείται τη σπουδαία ναυτική ιστορία του νησιού μέσα από ναυτικά όργανα, μοντέλα και υδατογραφίες, ημερολόγια, χάρτες, βιβλία, αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν σε ατμόπλοια και ιστιοφόρα, καθώς και εργαλεία ναυπηγικής.
Μετά το ολοκαύτωμα του 1824, οι Κασιώτες που επέζησαν κατέφυγαν σε γειτονικά νησιά και επέστρεψαν περίπου το 1840 για να επιδοθούν στη ναυπηγική κάνοντας το νησί ένα από τα πιο σπουδαία κέντρα στην ανατολική Μεσόγειο. Μάλιστα, μεταξύ 1838-1888 «κτίστηκαν» στους ταρσανάδες του 350 σκαριά μετά από παραγγελίες πλοιοκτητών από νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.
Ο Eμπορειός
Εκεί θα πάτε και με τα πόδια, καθώς απέχει ελάχιστα από το Φρυ. Δεν είναι ακριβώς ξεχωριστός οικισμός, είναι το παλιό λιμάνι που σήμερα αποτελεί τη σκάλα για τα ψαροκάικα, αλλά και θέρετρο με λιγοστούς κατοίκους οι οποίοι πολλαπλασιάζονται το καλοκαίρι καθώς διαθέτει μια μικρή, αλλά δημοφιλή αμμώδη παραλία.
Στον Εμπορειό ξεχωρίζει η εκκλησία της Παναγίας του 1856 που είναι και η μεγαλύτερη του νησιού. Είναι τρίκλιτη, με βοτσαλωτό δάπεδο, αξιόλογο τέμπλο και γύψινο χρωματιστό διάκοσμο. Κατέχει τη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής, αρχιτεκτονικά μέλη της οποίας χρησιμοποιήθηκαν στο κτίσιμό της, και στα μαρμάρινα σκαλιά διακρίνονται τα λαξεύματα της προηγούμενης χρήσης τα οποία ίσως προέρχονται από αρχαίο ναό.
Η Aγία Mαρίνα και το σπήλαιο Σελάι
Κτισμένο σε ύψωμα -εξ ου και προσφέρει υπέροχο ηλιοβασίλεμα- το αρχοντοχώρι με τους περισσότερους κατοίκους στο νησί πήρε το όνομά του από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Ήταν η αλλοτινή μεσαιωνική πρωτεύουσα και στους νεότερους χρόνους καταστράφηκε ολοσχερώς στη διάρκεια της επίθεσης του αιγυπτιακού στόλου, το 1824, καθώς εκεί είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός αμυνόμενων Κασιωτών. Τα καπετανόσπιτα που θα δείτε καθώς περιδιαβαίνετε τα σοκάκια υπενθυμίζουν τη σπουδαία ναυτική ιστορία του νησιού -κυρίως τον 18ο και 19ο αιώνα. Tο βόρειο τμήμα της Αγίας Μαρίνας προς τη θάλασσα, λέγεται Aκρί και το νότιο, Kαστέλι. Δυτικά, στη θέση Δικέφαλος, υπάρχουν ανεμόμυλοι.
Σε απόσταση 2 χλμ. νοτιοδυτικά από τον οικισμό βρίσκεται το σπήλαιο Σελάι με τους εντυπωσιακούς σταλακτίτες, που έχει πρόσβαση από μονοπάτι. Έχει βάθος 30 μέτρα και πλάτος 8 μέτρα. Άλλο μονοπάτι που ξεκινάει από την εκκλησία του Αγίου Φανουρίου οδηγεί στην Ελληνοκαμάρα μπροστά στην οποία απλώνεται μια μικρή κοιλάδα, το Παραδείσι, με ελιές και χωράφια που φτάνουν ως τη θάλασσα. Το σπήλαιο χρησίμευε ως καταφύγιο των ντόπιων την περίοδο των πειρατικών επιδρομών. H είσοδός του (με 30 μ. πλάτος και 10 μ. ύψος) έχει κλειστεί από την αρχαιότητα με ισοδομική τοιχοποιία, που καταλήγει σε δυο ανοίγματα. Στο εσωτερικό του βρέθηκε κεραμική διαφόρων εποχών, συμπεριλαμβανομένης της Μυκηναϊκής. Φαίνεται ότι ήταν τόπος λατρείας από τα Μυκηναϊκά χρόνια ως την Ελληνιστική εποχή.
Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου
Βρίσκεται στις Xαδιές, 10 χλμ. νοτιοδυτικά του οικισμού της Αγίας Μαρίνας σε μια εύφορη κοιλάδα. Θεωρείται ότι κτίστηκε αρχικά στα τέλη του 17ου αιώνα και το καθολικό του έχει αξιόλογες αγιογραφίες και ξυλόγλυπτο τέμπλο. Το συντηρούν οι ντόπιοι και οι ομογενείς και γιορτάζει στις 23 Απριλίου με διήμερο πανηγύρι. Τα γύρω κτίρια έχουν μετατραπεί σε ξενώνες.
Aρβανιτοχώρι
Eίναι κτισμένο στην άκρη μιας μικρής, εύφορης κοιλάδας και διαθέτει πολλά ωραία σπίτια ανάμεσα στα οποία ξεφυτρώνουν γραφικά θολωτά εκκλησάκια. Αξιόλογος είναι ο ναός της Παναγίας της Ποταμίτισσας και του Αγίου Δημητρίου που έχει τρεις χαρακτηριστικές καμάρες, βοτσαλωτό δάπεδο και ωραίο καμπαναριό. Στο λαογραφικό μουσείο του χωριού θα δείτε πώς ήταν τα παλιά κασιώτικα σπίτια.
Το χωριό Παναγία
Στις μέρες μας είναι κυρίως παραθεριστικός οικισμός, ωστόσο παλαιότερα ήταν χωριό καραβομαραγκών και καπεταναίων. Τα μπαλκόνια των σπιτιών στολίζουν τα χαρακτηριστικά δωδεκανησιακά κάγκελα, που είναι περίτεχνα και τσιμεντένια. Αξίζει να θαυμάσετε το ξυλόγλυπτο τέμπλο και το βοτσαλωτό δάπεδο της εκκλησίας της Παναγίας στον περίβολο της οποίας βρίσκεται η μαρμάρινη λάρνακα της οσίας Κασσιανής: έχουν χαρακτηριστεί μαζί ως Διατηρητέο Μνημείο.
Στο ψηλότερο σημείο του χωριού θα δείτε, επίσης, το σύμπλεγμα έξι εκκλησιών που είναι αφιερωμένες στον Άγιο Χαράλαμπο, τον Άγιο Αντώνιο, την Αγία Κάρα, την Αγία Βαρβάρα, τον Άγιο Ιωάννη και τον Άγιο Νικόλαο. Η λεγόμενη Παναγιά του Γιώργη είναι κτισμένη σε σχήμα ελεύθερου σταυρού με τρούλο και χρονολογείται, κατά πάσα πιθανότητα, από το 1770.
Τον Δεκαπενταύγουστο στην εκκλησία της Πέρα Παναγιάς γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα Κασιώτικα πανηγύρια.
Το Πόλι και το κάστρο του
Το Πόλι ήταν η αρχαία πρωτεύουσα του νησιού, με επίνειο τον Eμπορειό, και προσφέρει θέα στο Φρυ, την Aγία Mαρίνα και την Παναγία. Είναι κτισμένο κάτω από τα ερείπια του κάστρου του, σε έναν λόφο με υψόμετρο 220 μ. Tο 1912 καταστράφηκε από σεισμό και ξανακτίστηκε.
Στην κορυφή του ερειπωμένου κάστρου υπάρχουν λείψανα τείχους και την τοποθεσία αναφέρει ο Στράβωνας ως αρχαίο Πόλι. Στην περιοχή βρέθηκαν λαξευμένοι τάφοι του 4ου και 3ου αι. π.X., μελανόμορφα αγγεία, λήκυθοι, επιτύμβιες στήλες και ελληνιστικές επιγραφές.
Τα Αρμάθια
Είναι το μεγαλύτερο από τα Κασονήσια και μπορεί σήμερα να είναι ακατοίκητο, αλλά μέχρι πριν λίγες δεκαετίες έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Κάσου. Εδώ μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα λειτουργούσαν γυψορυχεία και έως τις αρχές του ’70 ζούσαν κάποιες οικογένειες οι οποίες έβοσκαν πρόβατα, δούλευαν τη γη, ή ψάρευαν -ήταν μάλιστα τόσοι ώστε κατάφερναν να συντηρούν 7 καφενεία! Στο νησάκι έδεναν και τα σφουγγαράδικα καΐκια που έρχονταν από την Κάλυμνο, τη Χάλκη και τη Σύμη. Σήμερα το μόνο που θυμίζει το παρελθόν είναι τα ερείπια των σπιτιών, των στάβλων, των αλωνιών και των φούρνων.
Στο εκκλησάκι της Υπαπαντής έρχονται κάθε χρόνο στις 2 Φεβρουαρίου οι Κασιώτες, τελούν τη λειτουργία και ύστερα γλεντάνε με μουσική, χορό και παραδοσιακά φαγητά. Πολλοί έρχονται ως εδώ με εκδρομικό σκάφος από το Φρυ για να κάνουν μπάνιο στην εξαιρετική παραλία Μάρμαρα, με την άσπρη άμμο και τα κρυστάλλινα νερά. Άλλες παραλίες είναι το Καραβοστάσι και η μικρή Αποπαντούλα.
Διαβάστε ακόμα:
Κάσος: Αποκαλόκαιρο στο νοτιότερο σημείο των Δωδεκανήσων
«Εδώ βλέπουμε τους επισκέπτες σαν φίλους»: Η Κάσος του συγγραφέα, Μηνά Βιντιάδη
Το μοναδικό παραδοσιακό νηστίσιμο πανηγύρι του Σταυρού στην Κάσο