Αν και η πρώτη εικόνα δεν προϊδεάζει τον επισκέπτη, καθώς στο όνομα της κακώς εννοούμενης τουριστικής ανάπτυξης, χτίστηκαν ακαλαίσθητα οικήματα, μόλις εισχωρήσεις σε ένα στενό στα Κοσκινού της Ρόδου, απορείς και θαυμάζεις.

10

Απορείς γιατί κάτι τόσο υπέροχο, κρύβεται και δεν προτάσσεται. Θαυμάζεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο. Οι ενωμένες μονοκατοικίες με τα διαφορετικά χρώματα, παραπέμπουν σε ένα είδος λαϊκού νεοκλασικισμού. Μεγάλες πήλινες γλάστρες στις προσόψεις και λογιών λογιών λουλούδια και φυτά, συνθέτουν ένα σκηνικό παλιάς γειτονιάς που κάνουν την ψυχή να χαμογελά. Θες να χαθείς στα πλακόστρωτα δαιδαλώδη σοκάκια και να ξαφνιαστείς απ’ τη ζωγραφιά που θα συναντήσεις στην επόμενη γωνία.

Τα Κοσκινού πήραν την ονομασία τους από τον κτηματία Κοσκινά, που διαφέντευε παλιά τον τόπο και όχι επειδή οι κάτοικοι έφτιαχναν κόσκινα όπως είναι ευρέως διαδεδομένο. Σύμφωνα με πηγές, ένα διάταγμα των Ιπποτών το 1474, επί Μεγάλου Μαγίστρου Ορσίνι, αναφέρει: «Σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής, οι κάτοικοι του χωριού Κοσκινού, να τρέξουν στο φρούριο του χωριού τους» γεγονός που πιστοποιεί ότι το χωριό χρονολογείται τουλάχιστον από τον Μεσαίωνα.

Σήμερα δεν υπάρχει φρούριο, παρά μόνο κάποια εξωτερικά τείχη σε ορισμένα σημεία του χωριού. Άλλωστε, η φρουριακή δομή των ενωμένων σπιτιών με την μεγάλη πετρόχτιστη εσωτερική καμάρα, έσωσαν τα Κοσκινού από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1856 (7,7 ρίχτερ), του 1863 (7,5) και του 1926 (8 ρίχτερ), σε αντίθεση με πολλά χωριά και οικισμούς της Ρόδου που ισοπεδώθηκαν ολοσχερώς.

Το λαογραφικό σπίτι-μουσείο που λειτουργεί στο χωριό και μπορείτε να επισκεφθείτε (09:13:00 Δευτέρα – Παρασκευή και κατόπιν επικοινωνίας στο τηλ. 22410 – 62205) διαθέτει αναλλοίωτα τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία, αποτελώντας μίας όαση της τοπικής εθιμοτυπικής παράδοσης.

Στην είσοδο αναγράφεται στο πάτωμα η ημερομηνία κτήσης του το 1902, στο χαρακτηριστικό ψηφιδωτό από άσπρα και μαύρα βότσαλα. Η τεχνοτροπία αυτή που είναι γνωστή ως χοχλάκια, στρογγυλά πετραδάκια δηλαδή, στολίζει τα σπίτια, τις αυλές και τις πλατείες σε όλη τη Ρόδο και οι τεχνίτες από τα Απόλλωνα ήταν από τους πλέον περιζήτητους. Στη μέση του μεγάλου ενιαίου ψηλοτάβανου δωματίου δεσπόζει η χαρακτηριστική θολωτή καμάρα που εκτός από ομορφιά, προσέδιδε όπως είπαμε μοναδική ασφάλεια στο κτίσμα. Αυτό όμως που μαγνητίζει το βλέμμα στη λεγόμενη «Μέσα Χώρα», το τμήμα δηλαδή από την καμάρα και προς τα μέσα, είναι ο τοίχος που φαίνεται ακριβώς απέναντι από την είσοδο.

Η περίφημη «Στολισιά». Τα πολυάριθμα κρεμασμένα στον τοίχο πήλινα πιάτα που αναπαριστούν κυρίως εικόνες από τη φύση αλλά και την ιστορία του νησιού, ήταν δείγμα της θέσης στην ιεραρχία της τοπικής κοινωνίας. Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι φωτογραφίες της οικογένειας, που τοποθετούνταν μέσα σε μεγάλα κάδρα με μεταξωτά κεντήματα.

Δεξιά από τη «Στολισιά» όπως μπαίνουμε, βρίσκεται η «Ναμουσία» που στα τούρκικα σημαίνει ντροπή και είναι τοποθετημένο το ψηλό μεγάλο κρεβάτι που κοιμόταν το ζευγάρι. Η πρόσοψη καλύπτεται πάντα από σεντόνι. Ακριβώς απ’ έξω βλέπουμε εννέα μαξιλάρια που συμβολίζουν τους μήνες της εγκυμοσύνης. Το σκηνικό συμπληρώνουν υφαντά, κεντήματα, πλουμιστές στολές, σκαλιστά έπιπλα και άλλα αντικείμενα.

Βγαίνοντας μετά από πολλή ώρα, έξω στα σοκάκια, αντικρύζουμε το χωριό με άλλη οπτική. Εκφράζοντας τον θαυμασμό μας σε έναν περαστικό για τη λαογραφία του χωριού, αισθάνθηκε σαν πρεσβευτής που έπρεπε να μας μυήσει ακόμα περισσότερο. Ο κ. Βασίλης Κάκιος, γέννημα–θρέμμα απ’ τα Κοσκινού και αγγειοπλάστης, μας έβαλε στο σπίτι του που έμοιαζε με λαογραφικό μουσείο. Τα χοχλάκια, η θολωτή καμάρα, η Στολισιά, η Ναμουσία, ήταν όλα εκεί, με την διαφορά των πολλών πήλινων αγγείων.

«Ο πατέρας μου δούλευε στο εργοστάσιο “Ίκαρος” από το 1949 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, στην αρχή ως φούρναρης που έψηνε τον πηλό και στη συνέχεια ως τεχνίτης δοσολογίας χρωμάτων» μας λέει και συνεχίζει «Τα πήλινα πιάτα που βλέπετε φτιάχνονταν εδώ στην περιοχή. Θέλουν πολύ δουλειά και μεράκι για να πετύχουν. Αρκεί να σας πω μόνο, ότι για να δημιουργηθεί αυτό το γαλάζιο, χρησιμοποιούσαν 19 αποχρώσεις». Βλέποντας το συγκεκριμένο πιάτο στο οποίο αναφερόταν, αναλογιζόμαστε την αξία που έδιναν παλιά στην αναζήτηση της ομορφιάς. Της λεπτομέρειας που έκανε τη διαφορά. Άλλωστε η λαογραφία κάθε τόπου εξυφαίνει την αισθητική του κι εμείς σήμερα στα Κοσκινού, χαϊδέψαμε την όραση και την ακοή μας.