Οι μεγάλες γιορτές ζουν μέσα μας κι είναι πιο μεγάλες όσο είμαστε παιδιά, όσο, δηλαδή, καταφέρνουμε να συντηρούμε καθαρή, παιδική συνείδηση. Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, ή αλλιώς Γέννηση και εκκίνηση της νέας ζωής, χωρίς ταξίδια, Εικόνες, αναγνώσεις, κάλαντα και γεύσεις. Έτσι, με ορθάνοιχτα μάτια και ψυχή, ταξιδεύουμε στον ελλαδικό χώρο με οδηγό τον Φώτη Κόντογλου, αναζητώντας την πιο επιβλητική Εικόνα της Θείας Γέννησης που έχουμε ανάγκη για να μας εισαγάγει στην ατμόσφαιρα των επερχόμενων ακριβών ημερών:

28

«Οι πιο ωραίες εικόνες της Γεννήσεως που αφήσανε οι παληοὶ ευσεβείς αγιογράφοι μας είναι κατὰ πρώτον οι ψηφιδωτές του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά, έργα εξαίσια για όποιον νοιώθει τη βυζαντινή τέχνη και δεν θέλει σκηνοθεσίες και επιδείξεις κούφιες. Άλλη ωραία εικόνα της Γεννήσεως είναι στην Περίβλεπτο του Μυστρά, ίσως η ωραιότερη, καθώς και άλλη στην Παντάνασσα. Σπουδαία είναι και η Γέννηση στο Καχριὲ Τζαμὶ της Πόλης (αρχαία Μονὴ της Χώρας), της Ὑπαπαντής στα Μετέωρα, στα μοναστήρια του Διονυσίου και του Δοχειαρίου στ’ Άγιον Ὄρος, καθώς και του Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς Αγίου Παύλου, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, καθώς και στο μοναστήρι του Βαρλαάμ, έργο του Φράγκου Κατελλάνου».

Στην εκκλησιά της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών στην καρδιά του Ηρακλείου, καθολικό μοναστήρι του 10ου αιώνα, ακούμε την τότε διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη, να μας μιλά για δύο συγκαιρινούς σπουδαίους ζωγράφους, αγιογράφους ακόμη τότε, τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο, τον μετέπειτα παγκόσμιο Γκρέκο, και τον Μιχαήλ Δαμασκηνό. Μεταφερόμαστε νοερά πίσω στον 14ο αιώνα, όταν μέσα στο φιλελεύθερο κλίμα της Ενετοκρατίας στην Κάντια, ανθίζει το καινούριο ύφος στη ζωγραφική, μετουσιώνεται το αυστηρό συναισθηματικό ύφος των βυζαντινών εικόνων σε εκρηκτικά χρώματα και χαοτικά στοιχεία των δυτικών επιρροών.

«Προσκύνηση των Μάγων», Μονή Βροντισίου Καινουργίου, μεταξύ 1585 και 1591. Στέκεσαι μπροστά στην φορητή εικόνα του Μιχαήλ Δαμασκηνού, και αυτό το εξόχως συμβολικό περιστατικό του γεγονότος της Γέννησης, παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Είναι αισθητή, με αριστοτεχνικό ομολογουμένως τρόπο, η γέννηση και του νέου ύφους στη ζωγραφική. Συγκρατημένα αισθητή, γιατί ο Δαμασκηνός, μαθητής, λένε, του μαΐστορα του βυζαντινού ύφους Θεοφάνη (εκπληκτικά εικονογραφικά σύνολα από το χέρι του υπάρχουν στη μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους και στον Άγιο Νικόλαο Αναπαυσά των Μετεώρων), δεν απομακρύνθηκε, ποτέ, πολύ από τα βυζαντινά πρότυπα, ακόμη και όταν ζωγράφιζε στη Βενετία· σε αντίθεση με τον Θεοτοκόπουλο, ο οποίος πήγε πολύ πιο μακριά την πραγματική μίξη των βυζαντινών και των δυτικών στοιχείων, μπαίνοντας στο εργαστήριο του Τισιανού και μεταναστεύοντας στη Ρώμη και, εν τέλει, στο Τολέδο.

Και διαβήκαν οι καιροί και οι αιώνες και η εικόνα βγήκε από τις εκκλησιές, αλλά διατήρησε, πάντα την ιερότητα και τη μαγεία της, επιστρέφοντάς ξανά στις πηγές της για να αντλήσει υπερβατικότητα και μυστήριο, φέρνοντας μαζί της τις εμπειρίες της από τον έξω κόσμο. Γιατί φαίνεται στην εικόνα της Γέννησης στον θόλο του μητροπολιτικού ναού της Άμφισσας, ότι εκπορεύτηκε από το χέρι ζωγράφου και όχι αγιογράφου. Ο Σπύρος Παπαλουκάς ήταν όντως κοσμικός ζωγράφος, αλλά όταν το 1927 άρχισε να ιστορεί τον ναό, εργάστηκε ως παραδοσιακός αγιογράφος με «ανθίβολα». Ζωγράφισε, δηλαδή, με κάρβουνο σε φυσικό μέγεθος σε χαρτί και τις 349 σκηνές του εικονογραφικού του προγράμματος, τρύπησε το περίγραμμα τους και με καρβουνόσκονη πέρασε το σχέδιο στους τοίχους της εκκλησιάς. Και φύλαξε αυτά τα μοναδικά τεκμήρια, και, τώρα, εμείς μπορούμε να δούμε κάποια από αυτά στη μικρή έκθεση δίπλα στο ναό.

Όμως το υπερβατικό μυστήριο των Χριστουγέννων περνά και αναβιώνει και μέσα στα κείμενα. Ιδιαιτέρως αν αυτά εκπορεύονται από το χέρι και το νου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

«Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και όχι πολύ εφθαρμένος. Ο παπά-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. (…) Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως (…) όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι, στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφή ελάλει, φαντάζεταί τις, επί μίαν στγμήν, ότι ακούει το “Δόξα εν υψίστοις Θεώ!”».

Πάνε πολλά χρόνια τώρα που κάνουμε παραμονή (και προσμονή) των Χριστουγέννων επάνω στον Χριστό στο Κάστρο της Σκιάθου. Κάθε χρόνο, κι αυτή είναι, ίσως, η ανεξάντλητη μαγεία των Χριστουγέννων που δεν χάνεται με την αδιάκοπη επανάληψη. Κάθε χρόνο η προσμονή της Γέννησης του νέου μας συναρπάζει. Το ίδιο και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ανοίγουμε τον τόμο με τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του και οι λαμπερές λέξεις αρχίζουν η μια μετά την άλλη να ανάβουν μέσα στη ψυχή μας σαν λαμπιόνια χριστουγεννιάτικου δέντρου. Το ίδιο και η Σκιάθος. Η γοητεία της αποτραβιέται από τις θερινές αμμουδιές και αρχίζει να ανηφορίζει για τον «Χριστό στο Κάστρο»:

«Το φρούριον (…) ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρὰ το πέλαγος, προεκβολὴ της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρὰ τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και γλάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες που αρχίζει η κυριότης του ενὸς και που σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλὴς σκοπὸς του βορρά και των γειτόνων του, του καικίου και του αργέστου, ων το στάδιον ευρὺ εκτείνεται ανάμεσον της Χαλκιδικής, του Θερμαϊκού, του Ολύμπου και του Πηλίου, μεμονωμένος υψιτενής βράχος, εφ᾿ ου οι κάτοικοι εξ ἀνάγκης είχον κλεισθή δια φύλαξιν κατὰ των πειρατών και των βαρβάρων, εγκαταλείποντες αυτὸν έρημον μετὰ το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη».

Το παλαιό λιμάνι της σημερινής μεσημβρινής πολίχνης, απ’ όπου απέπλευσε η γενναία λέμβος του μπάρμπα-Στεφανή Μπέρκου για το Χριστό στο Κάστρο, εξακολουθεί να είναι από τις πιο γραφικές γωνιές της Χώρας της Σκιάθου. Από την προκυμαία, που ακόμη και σήμερα εκκινούν τα πλοιάρια για τα νησάκια Τσουγκριάς και Μαραγκός, τη φημισμένη παραλία Λαλάρια, το Κάστρο και τους άλλους θερινούς προορισμούς, οι δρόμοι διακλαδώνονται μέσα στην πολιτεία, περνώντας και έξω από το ταπεινό σπιτάκι που γεννήθηκε και πέθανε ο «κοσμοκαλόγερος» συγγραφέας, κι άλλοι ανηφορίζουν προς τον βράχο του Κάστρου, πλακόστρωτοι τότε, όπου βρισκόταν «Της Κοκόνας το σπίτι». Σε αυτό το διήγημα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μας μεταφέρει σε μια άλλη αποφασιστική στιγμή των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, καθώς μιλά για τις περιπέτειες των παιδιών που λένε τα κάλαντα, ξυπνώντας και τις δικές μας αναμνήσεις.

Η Πρωτοχρονιά είναι ουσιαστικά γέννηση μιας νέας εποχής, ενός νέου χρόνου, που όλα πρέπει να πάνε κατ’ ευχήν. Και τα κάλαντα είναι ολόκληρα μια ευχή, που αποκαλύπτουν την ατμόσφαιρα, τις αξίες, τις προσδοκίες και τους στόχους της μικρής κοινωνίας που τα ψάλλει. Σε ένα ναυτικό νησί όπως η Κάσος που αρμενίζει στις κορφές των κυμάτων στην άκρη του Αιγαίου, η ευχή για τον αφέντη στα παραδοσιακά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, είναι φυσικό και επόμενο να έχει να κάνει με τα ιστιοφόρα καράβια και τα μακρινά ταξίδια:

«Εσού σου πρέπει αφέντη μου – μπέη μου και λεβέντη μου – καράβι ν’ αρματώσεις
στην Αγγλιτέρα να το πας, φλουρί να το φορτώσεις.
Στην πλώρη να ’ν’ το μάλαμα στη πρύμνη το λουάρι
και τα πανιά και τα σχοινιά σαφή μαργαριτάρι».

Και μετά, πιο κάτω, για να τονίσουν την αξία της κόρης, λένε τι προίκα πρέπει να ζητήσει ο υποψήφιος γαμπρός:

«Έχετε κόρη όμορφη, γραμματικός τη θέλει
Κι αν είναι και γραμματικός, πολλά προυκιά γυρεύει.
Γυρεύει μύλους δώδεκα μ’ όλους τους μυλωνάδες
γυρεύει και τη θάλασσα μ’ ούλα της τα καράβια
γυρεύει και τον κυρ βοριά να τα καλαρμενίζει».

Γραμματικός στη γλώσσα των καραβιών είναι ο υποπλοίαρχος, ο οποίος, κυριολεκτικά, έπρεπε να ξέρει καλά γράμματα, αφού αυτός κρατούσε τα δεφτέρια και τους λογαριασμούς του πλοίου. Σε όλες τις μικρές παραδοσιακές κοινωνίες η μόρφωση και τα γράμματα ήταν σπουδαία ευχή. Στην Κρήτη, την παραμονή των Χριστουγέννων ψέλνουν, πιάνοντας στο στόμα τους την κερά, μέσω του γιου της, διανθίζοντας την περιγραφή και με στοιχεία από το φυσικό περιβάλλον:

«Κερά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από τα δέντρα
Aπού τον έχεις τον υγιό το μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σχολειό τον πέμπεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Έχετε γιο στα γράμματα που σέρνει το κοντύλι
να του τ΄αξώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι».

Οι αξίες δεν αλλάζουν στην στεριανή Ελλάδα. Στην Καστοριά τραγουδούν την παραμονή των Χριστουγέννων:

«Γραμματικός και λειτουργός και ψάλτης κι αναγνώστης
έχει τον ουρανό χαρτί τη θάλασσα μελάνι
και το μικρό το δάκτυλο κοντύλι για να γράφει.
Εσείστηκε το δάκτυλο και χύθηκε η μελάνη
και λέρωσε τα ρούχα του τα’ χια και τα γαλάζια
και έβαλε και φώναξε σε τρεις μεριές στο Κάστρο
μπρε στο Ντουλτσό, μπρε στο Τσαρσί, μπρε στην μεγάλη πόρτα
– Ποιος είναι άξιος και βουργός τα ρούχα να μου πλύνει;
Μια κόρη απολογήθηκε από ψηλό παλάτι
– Εγώ ‘μαι άξια και βουργή τα ρούχα σου να πλύνω».

Και η αίσθηση της μεγάλης γιορτής στα μέρη μας, ποτέ δεν είναι ολοκληρωμένη, αν δεν επισφραγίζεται με ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι. Και στην παραδοσιακή Ελλάδα, την πανηγυρική ευωχία τροφοδοτούσε η γιορτή πριν τις γιορτές, τα γενναιόδωρα χοιροσφάγια. Το λένε και στην Κρήτη με τα κάλαντα, όταν επικαλούνται τα δώρα της βάγιας: «Για απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι»…
Και όντως τα χοιροσφάγια ήταν η μεγάλη γιορτή της παραδοσιακής γαστρονομίας, τόσο μεγάλη που ακόμη και σήμερα να εμπνέει την πολλαπλά χορτασμένη έντεχνη μαγειρική. Οι κυκλαδίτες μάγειροι Γιάννης Γαβαλάς, Παναγιώτης Μενάρδος, Νίκος Κουκιάσας, Ειρήνη Ζουγανέλη και Λούντα Ονουφέρκο, παρέα με το πνεύμα της συντροφιάς Δημήτρη Ρουσουνέλο, μας έδωσαν κάποτε την ιδιαίτερη γευστική εμπειρία μιας σύγχρονης εκδοχής των παραδοσιακών χοιροσφαγίων της Μυκόνου.

Δοκιμαστικό μυκονιάτικου λουκάνικου σε ζύμη πιροσκί. Το ετοίμαζαν για να δοκιμάσουν το αλάτι και τα μπαχαρικά της γέμισης που θα πληρούσε τα έντερα του χοίρου. Αυτός ήταν ο μεζές-επιβράβευση των παρισταμένων στη διαδικασία παρασκευής του λουκάνικου, το οποίο, στη συνέχεια, θα ψήνονταν από τον ήλιο και το αλάτι. Τώρα η Λούντα το είδε αλλιώς και το ζύμωσε με τη δική της παράδοση από της βόρειας όχθης της Μαύρης Θάλασσας.

Κεφτέδες χοιροσφαΐσιοι. Το χαρακτηριστικό τους, όπως λέει η Ειρήνη Ζουγανέλη, είναι ο χοντροκομμένος, με διασταυρούμενα μαχαίρια, κιμάς από χοιρινό κρέας.

Σύσσερα με φάβα και μυρώνια. Η ονομασία τους μου θυμίζει τον ήχο που κάνει το κρέας καθώς τσιτσιρίζει στο τηγάνι. Λέγονται και σύγλινα, αλλά εγώ προτιμώ τα σύσσερα, ονομασία που ταιριάζει στη φύση τους. Είναι τσιγαρισμένα κομματάκια παΐδας και πλευράς, που εκλύουν τη γλίνα, μέσα στην οποία συντηρούνται για καιρό. Οι παλαιότεροι επανέφεραν σε βρώσιμη κατάσταση ατόφια αυτά τα δύο υλικά, το κρέας και τη γλίνα, με όλη τους τη βαρύτητα. Ο Παναγιώτης Μενάρδος, όμως, σερβίρει αυτό το παραδοσιακό φαγητό στους μη εξοικειωμένους επισκέπτες της Μυκόνου και του εστιατορίου του «M-eating», παραλλάσσοντας προς το ελαφρύτερο την πατροπαράδοτη διαδικασία. Βεβαίως και υπάρχει η γλίνα, αλλά στη μισή ποσότητα. Η άλλη μισή συμπληρώνεται από ελαιόλαδο, που μπαίνει μαζί με το ειδικά επεξεργασμένο κρέας από χοιρινό λαιμό και μερικά λίτρα νερού. Στο βράσιμο έβαλε κρεμμύδι, μπαχάρι και δάφνη που έβαζαν και οι παλαιότεροι. Φάβα έφερε από την Ηρακλειά ο Γιάννης Γαβαλάς, που μαγειρεύει στις μικρές Κυκλάδες στο εστιατόριό του «Αρακλειά», το άλλο όνομα του αγαπημένου νησιού του, μια από τις πιο νόστιμες και ατμοσφαιρικές γωνιές του Αρχιπελάγους.

Χοιροκεφαλή και Αζώναρας με λαχανίδες. Αζώναρας είναι το χοιρινό κότσι, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί στη διάρκεια των χοιροσφαγίων το πολύ κρέας και έχει συντηρηθεί το λίγο υπόλοιπο, μαζί με το κόκκαλο και το δέρμα στην άρμη. Την παραμονή του μαγειρέματος τον ξαρμυρίζουν και τον αφήνουν στο νερό μέχρι την επομένη, όταν τον βράζουν σε δυνατή φωτιά, φροντίζοντας για το καλό ξάφρισμά του. Όταν βράσουν τα μαλακά μέρη, ρίχνουν μέσα στο ζουμί τα χόρτα για να βράσουν κι αυτά. Το ταιριάζουν, συνήθως, με τα λάχανα, όπως λένε στη Μύκονο τις λαχανίδες, ή με προβάσια, αν έχει βρέξει και έχουν αναπτυχθεί πρώιμα. Είναι φαγητό του παραδοσιακού μυκονιάτικου τραπεζιού το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Η χοιροκεφαλή είναι η κορωνίδα των πιάτων του χοιροσφαγιού. Βγαίνει τελευταίο και είναι από τα χαρακτηριστικά της μυκονιάτικης κουζίνας. Εδώ δεν την κάνουν πηχτή, ως συνήθως, αλλά την ξεκοκαλίζουν και τεμαχίζουν τα μέλη της, τα μάγουλα, τα αφτιά, τη γλώσσα. Αυτοδύναμα νόστιμο πιάτο, πέραν του λεμονιού, του αλατιού και του πιπεριού, μέσα στην απλότητά και τη φυσικότητά του.

Ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι δημοσιογράφος, δημιουργός της eudemonia.gr, ιστοσελίδας αφιερωμένης στον πολιτισμό των καθημερινών απολαύσεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

Διαβάστε ακόμα:

Χριστούγεννα στον Παρνασσό – Στολισμένα χωριά και καφές δίπλα στο τζάκι

Βάργιανη: Ένα χωριό-ησυχαστήριο για τα Χριστούγεννα

Χριστούγεννα σε 5 πετρόχτιστα ελληνικά χωριά -Επιβλητικά αρχοντικά και υπέροχη φύση