Η Μαρία Μουρίκη και ο Παναγιώτης Μουρίκης θεωρητικά κατοικούν στα Δερβενοχώρια της Βοιωτίας. Αυτό βέβαια είναι η μισή αλήθεια, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου το μοιράζουν μεταξύ Πελοποννήσου, Γαλαξιδίου, Ευρυτανίας, Χαλκιδικής, Θάσου, Κιμώλου, Μήλου και άλλων περιοχών της Ελλάδας. Δεν εργάζονται στον τομέα του τουρισμού ή των μεταφορών ή, τέλος πάντων, σε κάποιον κλάδο που είναι συνυφασμένος με τις συνεχείς μετακινήσεις. 

17

Είναι «νομάδες μελιού». Τι σημαίνει αυτό; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο πατέρας της Μαρίας και του Παναγιώτη, Αναστάσιος Μουρίκης ξεκίνησε τη μελισσοκομία στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στα Δερβενοχώρια, κοντά σε ένα φτασμένο μελισσοκόμο της εποχής. Σταδιακά μαθαίνει τα μυστικά αυτού του δύσκολου, αλλά γοητευτικού επαγγέλματος και ξεκινά τα δικά του μελίσσια. Αυτό φυσικά δεν είναι από μόνο του κάτι πρωτότυπο. Αυτό που διαφοροποιεί τον Αναστάσιο Μουρίκη είναι πως επέλεγε να μετακινεί τα 300 μελίσσια του σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής, ανάλογα με την ποικιλία μελιού που ήθελε να παράξει. 

Την τέχνη του συνεχίζουν σήμερα τα παιδιά του, ο Παναγιώτης και η Μαρία, με το δικό τους brand, το premium μέλι Mουρίκη. Τα 300 μελίσσια έχουν γίνει πια περίπου 2.500. Και οι μετακινήσεις τους γίνονται πια όχι μόνο στη Στερεά αλλά σε όλη την Ελλάδα.  «Τον χειμώνα τα μελίσσια μας βρίσκονται στις ακτές της Μεσσηνίας, κοντά στην Πύλο. Είναι η περιοχή με το ηπιότερο κλίμα και τις μικρότερες και σπανιότερες χιονοπτώσεις, κάτι απαραίτητο για την επιβίωση του μελισσιού», εξηγεί η Μαρία Μουρίκη.

Από τις αρχές της άνοιξης και ως το τέλος του φθινοπώρου υπάρχει αυτή η «νομαδική μετακίνηση που προαναφέραμε». Τα μελίσσια φορτώνονται σε φορτηγά και μεταφέρονται στα δάση και τους θαμνότοπους της Ελλάδας, όπου θα γίνει η παραγωγή και η συγκομιδή του μελιού.  Τα μέρη επιλέγονται ανάλογα την καταλληλότερη βλάστηση και κλίμα για το κάθε είδος μελιού. Από το Γαλαξίδι όπου παράγεται μέλι από θυμάρι, στην Ευρυτανία όπου παράγεται μέλι από βελανιδιά, έως τη Θάσο για μέλι από πεύκο, τη Χαλκιδική όπου παράγεται μέλι καστανιάς και ερείκης, την Μήλο την Κίμωλο όπου εδώ και έναν περίπου χρόνο η οικογένεια έχει και μία μόνιμη εγκατάσταση για να παράγει θυμαρίσιο μέλι. Φυσικά μια τέτοια διαδικασία απαιτεί οργάνωση και logistics για να γίνει σωστά.  «Είναι μία επίπονη δουλειά, αρκετά δύσκολη, πρέπει όλα να γίνουν εντός χρονοδιαγραμμάτων. Αλλά ευτυχώς για την ώρα όλα αυτά τα χρόνια τα έχουμε καταφέρει χωρίς προβλήματα». 

Για να παραχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα τα μελίσσια τοποθετούνται σε προσεκτικά επιλεγμένα σημεία. Συνήθως σε μέρη απολύτως παρθένα, δύσκολα προσβάσιμα, μέσα στο δάσος και ανάμεσα σε εκατοντάδες δέντρα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι μάλλον η περιοχή της Ευρυτανίας όπου παράγουν μέλι βελανιδιάς. «Σε ένα απολύτως παρθένο και απομονωμένο δάσος, όπου το κινητό δεν έχει καν σήμα», εξηγεί χαρακτηριστικά η κ. Μουρίκη. Φυσικά μια τέτοια «νομαδική» ζωή έχει και τις δυσκολίες και τα απρόοπτά της. «Για παράδειγμα, ο βαρύς και, κυρίως, παρατεταμένος φετινός χειμώνας καθυστέρησε την ανθοφορία και, επομένως, τον προγραμματισμό μας. Τα απρόοπτα δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον καιρό, «Για παράδειγμα στο πρώτο lockdown, με την απαγόρευση μετακίνησης που υπήρχε από νομό σε νομό, ο αδερφός μου είχε εγκλωβιστεί στην Ημαθία για περίπου 20 μέρες. Κοιμόταν στο αυτοκίνητο, έκανε μπάνιο έξω. Είναι μια δουλειά και ένας τρόπος ζωής που δεν μπορείς να κάνεις full time, αν δεν το αγαπάς και αν δεν έχεις μεράκι με αυτό». 

Η περιηγητική μελισσοκομική ζωή έχει φυσικά και τις ομορφιές της. Δεν είναι μόνο το προφανές της επαφής με την ελληνική φύση και -στην περίπτωση της Μαρίας και του Παναγιώτη Μουρίκη- της συνέχειας της οικογενειακής παράδοσης και της ενασχόλησης με κάτι που αγαπούν. Η επαγγελματική τους ιδιότητα τους έχει φέρει κοντά και στη νεολαία της χώρας. «Επισκεπτόμαστε σχολεία σε όλη την Ελλάδα και μιλάμε στα παιδιά για το μέλι και τις μέλισσες. Δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον. Μαθαίνουν για τη διατροφική του αξία, για τη σχέση της παραγωγής του μελιού με τη διαδικασία της αναπαραγωγής, αλλά και για την σημασία που έχουν οι μέλισσες για τη διατήρηση ενός οικοσυστήματος», εξηγεί η κ. Μουρίκη. Όπου σταθεί και όπου βρεθεί δεν τονίζει μονάχα τη μοναδική γεύση, αλλά και τις ιδιότητες του ελληνικού μελιού και την ανάγκη για στήριξη στους Έλληνες παραγωγούς. «Δεν το λέω με “σοβινιστική” διάθεση, ούτε επειδή “αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει”. Το ότι το δικό μας μέλι έχει καταφέρει να βραβευτεί σε διεθνείς εκθέσεις αποτυπώνει και την ποιότητα του προϊόντος που παράγουν το ελληνικό κλίμα και η φύση της χώρας μας».   

Η Μαρία Μουρίκη για τις διάφορες ποικιλίες μελιού:

Θυμαρίσιο μέλι: Είναι το μέλι της οικογένειας, καθώς φημίζεται για τα αρώματα και την πολύ γλυκιά γεύση του κάτι που αγαπούν ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά

Πευκόμελο: Eνα μέλι γλυκό, ίσως όχι όσο το θυμάρι, αλλά ελαφρύ και με μεγάλα οφέλη για την υγεία χάρη στις αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές του. Είναι το μέλι που λόγω της πιο ουδέτερης γεύσης του το προτιμούν οι οικογένειες  για τη σπιτική ζαχαροπλαστική, αλλά και τα ροφήματα, αφού ταιριάζει ιδανικά με τσάι και βότανα. Αποτελεί το ιδανικό μέλι των Χριστουγέννων, καθώς συνοδεύει μελομακάρονα και πολλές άλλες λιχουδιές.

Βελανιδιά: Το σκούρο χρώμα του και η ιδιαίτερη, μεστή, καραμελέ γεύση του το καθιστά ιδανική επιλογή ανάμεσα σε φίλους – οπαδούς  των πιο gourmet ποικιλιών μελιού. Το δικό μας μέλι  παράγεται σε προστατευόμενη περιοχή Νatura 2000, σε ένα δάσος παρθένο, γεμάτο βελανιδιές. Είναι πλούσιο σε μαγνήσιο, κάλιο, φώσφορο και σίδηρο. 

Ερείκη: Μέλι με βουτυρώδη υφή, σχετικά πικρή γεύση και με λιγότερα φυσικά σάκχαρα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ποικιλίες . Για το λόγο αυτό γιατροί και διατροφολόγοι το συστήνουν σε μικρές ποσότητες ακόμη και σε διαβητικούς. Επίσης, είναι ιδανική επιλογή μελιού για ανθρώπους που κάνουν διατροφή κι αθλούνται, και αυτό γιατί έχει υψηλότερα επίπεδα πρωτεΐνης σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μέλια. 

Καστανιά: Ένα μέλι με έντονη, μεστή και σπάνια γεύση που δεν προτιμάται εύκολα από το κοινό λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής. Όμως, έχει φανατικό κοινό ανάμεσα σε σεφ και λάτρεις των gourmet γεύσεων, καθώς συνοδεύει εξαιρετικά σαλάτες ως dressing  και κρεατικά.

Διαβάστε ακόμα:

Πίτες με γεύσεις ανατολής, δίπλα στην Κερκίνη – Πώς ένας παλιός σταθμός τρένου έγινε παραδοσιακή ταβέρνα

Οι πρώτες ύλες και η μοναδική κουζίνα της Νάξου

Brandy Sour: Το «εθνικό» κοκτέιλ της Κύπρου και η ιδιαίτερη ιστορία που το ενέπνευσε

.